Despina Vlami
Trading with the Ottomans.
The Levant Company in the Middle East
Εκδόσεις I. B. Tauris, 2015,
τιμή 62 στερλίνες

Ακούγεται ίσως παράδοξο, όμως για έναν αιώνα περίπου, από το 1757 ως το 1858, οι τεράστιες κτήσεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις Ινδίες δεν υπάγονταν άμεσα στο αγγλικό στέμμα: η ευθύνη της διακυβέρνησής τους βάραινε τη διοίκηση και τον ιδιωτικό στρατό της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών. Το φαινόμενο της «ανεπίσημης αυτοκρατορίας» υποδεικνύει αφενός τον ad hoc χαρακτήρα της πρώιμης αποικιοκρατίας, αφετέρου την ευρύτατη δυναμική των εταιρικών εκείνων μονοπωλίων που στην προβιομηχανική εποχή απέβησαν προνομιακές ιδιωτικές πρωτοβουλίες υπό επίσημη κρατική αιγίδα. Χαρακτηριστική περίπτωση παρόμοιου οργανισμού με καίριο ρόλο στην εμπορική και διπλωματική ιστορία της Μεσογείου αποτελεί η Εταιρεία της Ανατολής (ή Εταιρεία του Λεβάντε), της οποίας τη λεπτομερή, συναρπαστική βιογραφία, από την ίδρυσή της το 1581 ως τη διάλυσή της το 1825, παρουσιάζει η ιστορικός και ερευνήτρια του Κέντρου Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών Δέσποινα Βλάμη στο πρόσφατο βιβλίο της Trading with the Ottomans.

Ο ρόλος του μονάρχη


Απόπειρα αναλυτικής ένταξης της Levant Company στο ιστορικό πλαίσιο της «εξέλιξης της σύγχρονης εμπορικής επιχείρησης από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα», η μελέτη της Βλάμη αντλεί το υλικό της από την επίσημη εσωτερική αλληλογραφία της εταιρείας εστιάζοντας ιδιαίτερα στους κρίσιμους δεσμούς μεταξύ οικονομίας και πολιτικής. Η εκχώρηση δικαιωμάτων εμπορίας σε μια συγκεκριμένη εταιρεία εξυπηρετούσε τον σκοπό ενός καλά οργανωμένου, ιεραρχημένου, ρυθμιζόμενου και υπό την επίβλεψη του κράτους εμπορίου σε αντίθεση με εκείνο των άτακτων, αδέξιων, μεμονωμένων πραματευτών. Παράλληλα οι οργανισμοί αυτοί είχαν τη διάσταση πολιτικών και διπλωματικών εργαλείων: καθώς η δραστηριοποίηση της Εταιρείας αφορούσε το σύνολο της επικράτειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αργότερα και τη Βενετία, όπως και τις διά ξηράς οδούς με την Ινδία), ο άγγλος πρεσβευτής στην Υψηλή Πύλη επιλεγόταν σε συνεργασία με τη διοίκηση της Εταιρείας της Ανατολής. Τον τελικό λόγο για τον διορισμό του είχε ο μονάρχης, ενώ το πρόσωπο που θα αναλάμβανε τη θέση προσλαμβανόταν ως υπάλληλος της εταιρείας έχοντας τη διττή (κάποτε μάλιστα αντικρουόμενη στα συστατικά της στοιχεία) αποστολή να υπερασπίζει ταυτόχρονα τόσο τα συμφέροντα του κράτους όσο και τα συμφέροντα της επιχείρησης. Από την πλευρά της, η Εταιρεία «εκπροσωπούσε το έθνος στις οθωμανικές αρχές, προστάτευε τις διομολογήσεις, έφερε το βάρος των εξόδων και της ευθύνης οργάνωσης και λειτουργίας της πρεσβείας, προξενείων και υποπροξενείων». Αυτή η ταύτιση πολιτικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στο ίδιο πρόσωπο, εκτός της μερκαντιλιστικής αντίληψης της εποχής, απηχούσε ως έναν βαθμό και τη σύνθεση των μελών της εταιρείας ως τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα, πλούσιων εμπόρων της περιοχής του Λονδίνου στενά συνδεδεμένων με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ της πρωτεύουσας. Καθώς όμως οι φιλελεύθερες φωνές κέρδιζαν έδαφος από τα τέλη του 18ου αιώνα, οι περιορισμοί αμβλύνθηκαν, με αποτέλεσμα την αντιπροσώπευση ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών στρωμάτων στο εσωτερικό της.
Η στρωματογραφία των μελών, τα δρομολόγιά τους, οι δασμοί και η φορολογία, οι στρατηγικές και τακτικές της αγοράς αλλά και οι ελιγμοί έναντι της οθωμανικής κυβέρνησης, οι επιχειρηματικές επιλογές αντιπροσωπευτικών περιπτώσεων εκπροσώπων της Εταιρείας της Ανατολής συνθέτουν τους αρμούς της αφήγησης.
Τοπικές γλώσσες


Θα πρέπει οπωσδήποτε να πιστωθεί στη συγγραφέα η φροντίδα της να αποφύγει την απρόσωπη διερεύνηση εννοιών και αριθμών: είναι οι αλληλεπιδράσεις των Βρετανών με τους «Οθωμανούς» Ελληνες, Τούρκους, Εβραίους, Αρμένιους, όχι την αφηρημένη «Οθωμανική Αυτοκρατορία», που παρουσιάζονται στο προσκήνιο. Οι «πραγματικές συνθήκες» της εμπορικής δραστηριότητας συνοψίζονται στη διαπίστωσή της για «εμπόρους που συμμετείχαν σε ένα εκτεταμένο σύστημα συνεργασίας και συναλλαγές που υπερέβαιναν τα φράγματα της εθνικής καταγωγής, της εθνοτικής και της θρησκευτικής ταυτότητας υιοθετώντας ευέλικτες κα περίπλοκες στρατηγικές προκειμένου να διαφοροποιήσουν τις επιχειρήσεις τους και να εκμεταλλευτούν τις καλύτερες δυνατές ευκαιρίες». Παράλληλα η Βλάμη τονίζει τις διακυμάνσεις της πολιτικής της Εταιρείας στο φως μεταβαλλόμενων περιστάσεων: οι συχνοί ευρωπαϊκοί πόλεμοι στα τέλη του 18ου αιώνα, για παράδειγμα, παράγοντες διατάραξης του εμπορίου με την Ανατολή, υπέβαλαν ως αντισταθμιστικό μέτρο το άνοιγμα της συμμετοχής σε μη βρετανούς επιχειρηματίες, κάτι που ως τότε οι κανονισμοί απαγόρευαν αυστηρά. Η περίπτωση των Ελλήνων ήταν χαρακτηριστική των πλεονεκτημάτων που πρόσφερε μια τέτοια συνεργασία: «γνώση τοπικών γλωσσών, εξοικείωση με την οθωμανική κοινωνία, τοπικές επαφές και ικανότητα προσαρμογής σε τεράστιο εύρος ευκαιριών». Ετσι, παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών παλαιότερων μελών, παραχωρώντας καθεστώς προστασίας σε αλλοεθνείς, η Εταιρεία διασφάλιζε σταθερή ροή εισοδήματος σε ασταθείς καιρούς. Το καθεστώς συνεχίστηκε, αν και με τροποποιήσεις, ώστε να καμφθούν οι αντιρρήσεις, ενώ όταν η Υψηλή Πύλη απαγόρευσε με τη σειρά της σε οθωμανούς υπηκόους να απολαμβάνουν ευρωπαϊκή προστασία το 1812, το ζήτημα από βρετανικής πλευράς αντιμετωπίστηκε με την εκχώρηση εγγυήσεων υπογεγραμμένων προσωπικά από τον πρέσβη.
Το τέλος της Εταιρείας της Ανατολής υπήρξε συνυφασμένο με τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας, επισημαίνει η Βλάμη. Ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Κάνινγκ πληροφόρησε τον γραμματέα της Εταιρείας για την εκπόνηση ενός σχεδίου που προέβλεπε την υπαγωγή όλων των προξένων της χώρας παγκοσμίως «υπό το ίδιο γενικό καθεστώς ρυθμιστικών κανονισμών». Επρόκειτο για τη συνειδητοποίηση ότι στον 19ο αιώνα η εξωτερική πολιτική όφειλε να είναι αντικείμενο σχεδιασμού, συντονισμού και υλοποίησης από το κράτος, όχι τους ιδιώτες (εξ ου και ο όψιμος διαχωρισμός των διπλωματικών αρμοδιοτήτων του πρέσβη από τις εμπορικές του γενικού προξένου λίγα χρόνια νωρίτερα). Αντίστοιχη μεταρρυθμιστική δυναμική αναπτυσσόταν εντός της βρετανικής κοινωνίας αναφορικά με το εξωτερικό εμπόριο, αν και εκεί οι πιέσεις κατευθύνονταν προς την κατάργηση κάθε είδους περιορισμών και τη θέσπιση του ελεύθερου εμπορίου: ήδη το 1776 ο Ανταμ Σμιθ κατέκρινε στον Πλούτο των εθνών την Εταιρεία της Ανατολής ως «αυστηρό και σκληρό μονοπώλιο». Η νέα εταιρική εποχή που ανέτελλε θα απεχθανόταν τον έλεγχο στην οικονομία για έναν ολόκληρο αιώνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ