Γιάννης Μακριδάκης
Αντί στεφάνου
Εκδόσεις Εστία,
σελ. 142, τιμή 12 ευρώ

Οι ιστορίες που μας λέει ο Γιάννης Μακριδάκης είναι πάντοτε ιστορίες από τη Χίο: όχι, όμως, ιστορίες της πολιτικής και της πνευματικής της παράδοσης, ούτε του εφοπλιστικού της άστρου, ούτε καν του αναπτυγμένου αστικού της ιστού ή του συσσωρευμένου προφορικού της πλούτου, τον οποίο ο συγγραφέας έχει διερευνήσει ως συλλέκτης τοπικών τεκμηρίων. Οι ιστορίες που λέει ο Μακριδάκης είναι ιστορίες τοποθετημένες σε πολίχνες απομονωμένες και αφανείς, που στέκουν ακόμη μακριά από τον πολιτισμό της μεγάλης πόλης, όσες μεταβολές κι αν έχουν επέλθει στην καθημερινότητά τους εν τω μεταξύ. Μια τέτοια ιστορία ξετυλίγεται και στο Αντί στεφάνου, όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ένας νεκροθάφτης με το στανιό.

Γιατί με το στανιό; Μα επειδή ο άνθρωπός μας, που ακούει στο όνομα Στέφανος Λαδικός, δεν θέλει να έχει καμία σχέση με τον οικισμό στον οποίο γεννήθηκε. Γιος πατρός ο οποίος πέθανε σε νεαρή ηλικία σε ναυτικό δυστύχημα, μεγαλωμένος στη λιθόκτιστη αγροτική αποθήκη του παππού του, την οποία μετέτρεψε με τα χέρια του σε χώρο διαμονής, ο Στέφανος θα παρατήσει στη μέση τις ιατρικές του σπουδές, για να ταξιδέψει στην Κίνα και την Ινδία, όπου θα μυηθεί σε αρχαίες (σήμερα θα τις λέγαμε εναλλακτικές) θεραπευτικές μεθόδους, και να καταλήξει εν συνεχεία στην Ιαπωνία, όπου και θα μελετήσει αντίστοιχες μεθόδους καλλιέργειας της γης. Στα μάτια των συγχωριανών του ο Στέφανος δείχνει μετά από όλα αυτά σχεδόν σαλός. Και τι δουλειά έχει ένας σαλός να επωμιστεί τις τύχες των νεκρών, να είναι εκείνος που θα τους συνοδέψει στην τελευταία τους κατοικία η οποία θα ανοίξει τελετουργικά τον δρόμο για τη μετάβασή τους από τα εγκόσμια στην αιώνια ζωή;
Ας όψεται ο πλούσιος εξ Αμερικής θείος, που θα έρθει στο χωριό όχι μόνο για να θάψει εν χορδαίς και οργάνοις τη μόλις αποθανούσα αδελφή του (τη μητέρα του Στέφανου), αλλά και για να στήσει, τη συνεργεία του αρμόδιου παπά, έναν φαραωνικό οικογενειακό τάφο. Αγνοώντας την απώτερη πρόθεση του θείου του, ο Στέφανος θα δεχτεί εκών άκων τη θέση του νεκροθάφτη, αλλά θα κάνει από την πρώτη στιγμή τα δικά του: θα ενταφιάσει τη μάνα του σε σημείο διαφορετικό από αυτό που έχει συμφωνηθεί και θα καλλιεργήσει πάνω στο μνήμα της έναν μικρό κήπο με ξυλαγγουριές, σκεπτόμενος να διαθέσει τα προϊόντα των μελλοντικών καλλιεργειών του στους φτωχούς.
Η ιστορία δεν έχει ορατή έξοδο. Ο Στέφανος θα συγκρουστεί σφόδρα με τον θείο του και με τον παπά, μολονότι δεν θα υψώσει ποτέ τον τόνο της φωνής του, θα προσπαθήσει να δώσει τη θέση του σε έναν φίλο ο οποίος έχει επηρεαστεί έντονα από την προσωπικότητα και τις ιδέες του, αλλά στο τέλος νεκροθάφτης θα ξαναγίνει ο προκάτοχός του ενώ ο παπάς και ο θείος θα βάλουν πλέον μπρος ανενόχλητοι τα σχέδιά τους. Το πρότυπο του Στέφανου για μια ζωή όχι κοντά στη φύση, αλλά, ει δυνατόν, στο εσωτερικό της, θα μείνει στα μισά του δρόμου και χωρίς καμία προοπτική διάσωσης.
Ο Στέφανος δεν είναι ένας λογοτεχνικά πλαστικός χαρακτήρας: χορτοφάγος, μανιώδης αρνητής οιασδήποτε μορφής αστικής διαβίωσης, θιασώτης της natura naturans (η φύση προέρχεται από τον εαυτό της και όχι από κάποια θεία μεσολάβηση), αλλά εμφανώς κυριαρχημένος και από τον νεοπαγανισμό (τις ποικιλώνυμες διακηρύξεις για την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες), ένας τέτοιος χαρακτήρας θα μπορούσε να αποκτήσει ασήκωτο βάρος, καταντώντας πολύ εύκολα ιδεολογικό εργαλείο ή φερέφωνο, ιδίως σε μιαν εποχή όπως η δική μας που τείνει ευήκοον ους σε όλων των ειδών τις καταγγελίες. Παρ’ όλα αυτά, ο Μακριδάκης καταφέρνει να προσδώσει στον Στέφανο τα χαρακτηριστικά ενός απολαυστικού πρωταγωνιστή ο οποίος δεν επιδιώκει να διδάξει ή να πείσει τον οποιονδήποτε για το οτιδήποτε. Κι αυτό επειδή η ιστορία του Μακριδάκη δεν είναι παρά μια φαρσοκωμωδία (θα την ονόμαζα και μαύρη κωμωδία με πολλά φαρσικά στοιχεία) που δεν αφήνει όρθιο τίποτε, σπεύδοντας να ρίξει τα πάντα στον μύλο μιας σπαρταριστής αποκαθήλωσης.
Προς έπαινό του, ο τριτοπρόσωπος (κατά το μεγαλύτερο μέρος της δράσης) αφηγητής πετυχαίνει το σημαντικότερο: να μην απολογηθεί για λογαριασμό του κεντρικού ήρωα, αλλά να τον παρουσιάσει ειρωνικά μέσα από τα μάτια των συγχωριανών του, που επιμένοντας στην προβολή των εμμονών του θα τον απαλλάξουν πάραυτα από κάθε σχηματικότητα. Και οι τελευταίοι, πάντως, δεν θα αποφύγουν τα βέλη της ειρωνείας μια και ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιάσει η αφήγηση τα γεγονότα που τους αφορούν θα τους εκθέσει ανεπανάληπτα. Κι όλα αυτά χάρη στη γλώσσα του Μακριδάκη: ακούραστα ευφρόσυνη και επινοητική, θα λειτουργήσει στο Αντί στεφάνου όπως η μιξοκαθαρεύουσα των παλαιοτέρων. Με τη διαφορά πως αντί να ανακατέψει τώρα λόγιες λέξεις με λέξεις της δημοτικής, θα συνδυάσει το γραφειοκρατικό ύφος που έχει μια διοικητική αναφορά με εκστατικές περιγραφές της φύσης: περιγραφές από τις οποίες δεν θα λείψει κι ένα στοιχείο ποιητικής υποβολής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ