Διακεκριμένος πεζογράφος και δοκιμιογράφος, γνωστός οικολόγος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πουλιά, επικριτής του Διαδικτύου, του Twitter, των ebooks και της εύκολης λογοτεχνίας, ο Τζόναθαν Φράνζεν ερχόμενος από τη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Βουδαπέστης θα σταματήσει στην Αθήνα για να γνωρίσει τους έλληνες αναγνώστες του. Τελικός προορισμός του η Λέσβος, όπου θα περάσει μια βδομάδα παρατηρώντας τα πουλιά και γράφοντας ένα σχετικό άρθρο για το περιοδικό Condé Nast Traveller. Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, όπως όλη η υφήλιος, μας είπε σε τηλεφωνική συνομιλία μας λίγο προτού φύγει από τη Νέα Υόρκη. Εχει στενούς δεσμούς με τη Γερμανία, γνωρίζει τη γλώσσα, σπούδασε εκεί δυόμισι χρόνια, έχει φίλους Γερμανούς. «Πολλοί από τους φίλους μου στη Γερμανία αναγνωρίζουν ότι το ευρώ είναι προβληματικό, ότι το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο από θέσεις του τύπου «οι ανεύθυνοι Ελληνες δεν πληρώνουν». O αριστερός Τύπος στις ΗΠΑ δείχνει πολλή συμπάθεια για την Ελλάδα. Σίγουρα υπάρχουν προβλήματα, όπως η φοροδιαφυγή, και ίσως ένας βαθμός δημοσιονομικής πειθαρχίας να μην ήταν τελικά άσχημος για την ελληνική οικονομία, αλλά το να μετατραπεί ένα οικονομικό ζήτημα σε ζήτημα ηθικό, με καλούς και κακούς, Γερμανούς ή Ελληνες, το βρίσκω γελοίο». Είναι προσεκτικός με τα λόγια του. «Θα μπορώ να σας πω περισσότερα μετά τις δύο εβδομάδες που θα περάσω στην Ελλάδα» καταλήγει. Και έτσι η συζήτηση στρέφεται σε αυτό που ξέρει να κάνει καλά, στη λογοτεχνία.
Τι πραγματεύεται το «Purity», το μυθιστόρημά σας που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο;
«Εχω δεσμευθεί στον εκδότη μου να μην αποκαλύψω πολλά. Διαφέρει από τα προηγούμενα βιβλία μου, δεν είναι οικογενειακό μυθιστόρημα. Εκτυλίσσεται σε διάφορα μέρη των ΗΠΑ, στο Τέξας, στο Ντένβερ, στην Καλιφόρνια και επίσης στη Νότια Αμερική, στη Γερμανία… Διαδραματίζεται στο παρόν και ασχολείται με το Internet και την πρόσβαση στην πληροφορία που προσφέρει το Διαδίκτυο. Είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά μυστικά και, φυσικά, μυστικά και Διαδίκτυο είναι ένας πολύ ασταθής συνδυασμός. Είναι ένα μυθιστόρημα που ρέει. Προσπαθώ πάντα να γράφω βιβλία που η ανάγνωσή τους να μη γίνεται αγγαρεία».
Πίσω από το σοβαρό παρουσιαστικό και τους ήρεμους τρόπους σας κρύβεται ένας γραφιάς που έχει καταφέρει να εξοργίσει τους πάντες. Η Οπρα και οι φεμινίστριες σάς θεωρούν λευκό ελιτιστή και μισογύνη, οι οπαδοί της τεχνολογίας, του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σας λένε τεχνοφοβικό, ακόμη και οι οικολόγοι εξοργίστηκαν με το πρόσφατο άρθρο σας στον «New Yorker» για την κλιματική αλλαγή και γράφουν ότι θεωρείτε πως ο αγώνας είναι άσκοπος και καλό είναι να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά ή να ασχολούμαστε με επιμέρους θέματα, με τα πουλιά όπως εσείς. Το έχετε βάλει σκοπό να προκαλείτε εντάσεις;
«Είναι δύσκολο να ερμηνεύσω αυτή την αντιπαλότητα χωρίς να φανεί ότι κολακεύω τον εαυτό μου. Η δική μου πεποίθηση είναι ότι λέω την αλήθεια αλλά ο κόσμος δεν θέλει να την ακούσει. Σε ό,τι αφορά την Οπρα και τη γυναικεία λογοτεχνία, έχω προβάλει και έχω γράψει για περισσότερες παραγνωρισμένες γυναίκες συγγραφείς παρά για άνδρες. Οι περισσότεροι άνθρωποι βολεύονται με στερεότυπες αντιλήψεις για τον κόσμο και τα πράγματα και δεν τις εξετάζουν, του τύπου «η Οπρα είναι υπέροχη και όποιος την αμφισβητεί είναι άθλιος». Δεν γράφω γι’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν γράφω για όλους, γράφω για όσους θεωρούν ότι ο κόσμος είναι περίπλοκος και προσπαθώ να δώσω φωνή σε εκείνους που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Ισως γι’ αυτό γράφω τόσο πολύ για τα πουλιά, επειδή αυτά δεν μπορούν να μιλήσουν και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Σχετικά με την κλιματική αλλαγή, υπάρχουν πολλοί οικολόγοι που βασανίζονται γιατί ξέρουν ότι δεν έχουμε θέσει τις σωστές προτεραιότητες για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά δεν τολμούν να ανοίξουν το στόμα τους γιατί έχουν πολλά να χάσουν. Εγω δεν έχω τίποτε να χάσω. Η δουλειά μου είναι να λέω ανοιχτά τη γνώμη μου.
Το ίδιο και με το Internet. Δεν με νοιάζει αν ο κόσμος με μισήσει, η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας του Internet οι συγγραφείς, οι δημοσιογράφοι, οι κειμενογράφοι που εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες δεν μπορούν να βγάλουν το ψωμί τους γιατί το Internet δεν πληρώνει. Κάποιος που έχει ανάγκη και προσπαθεί να βγάλει μερικά χρήματα δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί γιατί θα καταλήξει persona non grata. Eγώ όμως μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό του. Ολοι έχουν ξετρελαθεί με το Internet, εγώ έχω πρόβλημα μαζί του κι όταν διαβάζω ότι σκέφτονται κι άλλοι σαν κι εμένα νιώθω λιγότερο μόνος. Ανακάλυψα γράφοντας ότι αυτή είναι η αποστολή μου».
Ποια ακριβώς;
«Οτι δεν γράφω για όλους τους ανθρώπους, ότι δεν προσπαθώ να αλλάξω τον κόσμο αλλά γράφω για ανθρώπους που αισθάνονται μόνοι στον κόσμο για να τους πω ότι δεν είναι μόνοι. Αυτό έκαναν άλλοι συγγραφείς για εμένα».
Τελικά, θεωρείτε το Internet απελευθέρωση ή σκλαβιά; Μέσο εκδημοκρατισμού ή χειραγώγησης;
«Οταν μεγάλωνα στη δεκαετία του 1960 και του 1970 κοροϊδεύαμε τον απίστευτο κομφορμισμό της δεκαετίας του 1950, αλλά πιστεύω πως τώρα, στο 2015, η μακρινή δεκαετία του ’50 μοιάζει τρομερά αντισυμβατική σε σχέση με την οπισθοδρόμηση στον κομφορμισμό που έχει φέρει το Internet. Για να είμαστε δίκαιοι, είναι σημαντικό να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους προοπτική: σε σχέση με τα μεγάλα ζητήματα της σεχταριστικής βίας, της κλιματικής αλλαγής, της μετανάστευσης ή της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη είναι πολυτέλεια να παραπονιόμαστε για το Διαδίκτυο. Θεωρώ όμως πως είναι σαν να βρισκόμαστε πάλι στο γυμνάσιο και να καθόμαστε στην καφετέρια του σχολείου και να θέλουμε όλοι να φαινόμαστε άνετοι και κουλ. Ο βαθμός του κομφορμισμού στον οποίο είμαστε έτοιμοι να υποκύψουμε στην εποχή του Internet είναι εντυπωσιακός. Είναι πολύ χειρότερα σήμερα από ό,τι τη δεκαετία του ’50 στις ΗΠΑ».
Περιμένουμε σύντομα μια βιογραφία σας από τον καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας Φίλιπ Βάινσταϊν. Συνεργαστήκατε στη συγγραφή της;
«Ξέρετε, ντρέπομαι λιγάκι να μιλώ για αυτό, αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να είχα πεθάνει πρώτα, προτού κυκλοφορήσει μια βιογραφία μου. Με τον Φιλ γνωριζόμαστε, διδάσκει στο κολέγιο όπου φοίτησα. Δεν τον είχα καθηγητή αλλά τον γνώριζα. Είναι εξαιρετικός αναγνώστης και έχει γράψει πολλές φιλολογικές μελέτες, του αρέσει η δουλειά μου και νομίζω πως τώρα ήθελε να γράψει ένα βιβλίο πιο εμπορικό. Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται ακριβώς για βιογραφία αλλά για μια ανάγνωση των έργων μου από μια βιογραφική οπτική. Μιλήσαμε σχετικά για ένα δίωρο και απάντησα σε ορισμένες ερωτήσεις του με email. Αυτή είναι η συνεργασία που είχαμε, τον έχω αφήσει να γράψει ό,τι θέλει. Πάντως κι έτσι, αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να είχα πεθάνει πρώτα».
Σχεδιάζετε να γράψετε μια αυτοβιογραφία;
«Τo «The Discomfort Zone» (Στη ζώνη της δυσφορίας) (2006) είναι μια προσωπική ιστορία, ένα memoir, και νομίζω ότι δεν πρόκειται για γράψω άλλο. Ποιος ο λόγος; Η ζωή των συγγραφέων είναι βαρετή. Για χρόνια ολόκληρα γράφεις καθημερινά στο γραφείο σου και περνάς τα βράδια με μια μπίρα και ένα βιβλίο. Δεν έκανα κάτι σημαντικό, δεν είναι να πεις ότι πήγα στη Γάζα και έλυσα το Παλαιστινιακό».
Νιώθετε ακόμη δυσφορία;
«Ω ναι, ζω διαρκώς στη ζώνη της δυσφορίας».
Γιατί αισθάνεστε δυσφορία σήμερα;
«Για-τα-πά-ντα. Πηγαίνω στον φούρνο να αγοράσω ένα μπέιγκελ και ανησυχώ αν μίλησα σωστά στον υπάλληλο που με εξυπηρέτησε. Αισθάνομαι μια διαρκή κοινωνική δυσφορία, κάθε τρεις ώρες έχω την ανάγκη να μείνω λίγο μόνος μου. Χθες, για παράδειγμα, ήμουνα έξω με φίλους για φαγητό και με έπιασε ανυπομονησία να γυρίσω στο σπίτι μου. Ο σερβιτόρος αργούσε να μας φέρει τον λογαριασμό και δυο φορές σήκωσα το κεφάλι μου να δω αν έρχεται. Οι φίλοι μου το είδαν και αμέσως ανησύχησα αν πλήγωσα τα αισθήματά τους με την ανυπομονησία μου να πληρώσουμε και να φύγουμε. Ετσι είμαι διαρκώς. Eίναι ένα από τα ρίσκα του επαγγέλματος. Οταν ως συγγραφέας είσαι διαρκώς σε εγρήγορση, όταν έχεις συναίσθηση ότι οι άνθρωποι γύρω σου είναι πλάσματα αληθινά, με συναισθήματα, πώς να μη νιώθεις διαρκώς άβολα;».

Συμβουλές προς επίδοξους συγγραφείς

Σε μια συμβουλή σας προς τους νέους συγγραφείς λέτε «ο αναγνώστης είναι φίλος, δεν είναι αντίπαλος ούτε θεατής». Τι εννοείτε με το «θεατής»;
«Είχα κατά νου ένα είδος επιτελεστικής λογοτεχνίας. Υπάρχουν δύο κατηγορίες λογοτεχνίας, εκείνη που λειτουργεί ως περιπέτεια για τον συγγραφέα και εκείνη που λειτουργεί ως παράσταση. Δεν μου αρέσει η δεύτερη, υποδηλώνει κάποιο είδος ελέγχου επάνω στον αναγνώστη, μια στάση του τύπου “κάθισε εκεί και θαύμασε την παράστασή μου”. Αυτό που επιθυμώ να εκφράζει η μυθοπλασία, αυτή που γράφω και αυτή που διαβάζω, είναι ότι ο συγγραφέας πήρε κάποια ρίσκα γράφοντας, ότι μπήκε σε μια περιπέτεια και ότι προσκαλεί τον αναγνώστη στην περιπέτεια αυτή. Εδινα κι εγώ παράσταση στο πρώτο και, σε έναν βαθμό, στο δεύτερο βιβλίο μου, ήμουν ένας νέος άνθρωπος που προσπαθούσε να εντυπωσιάσει τον κόσμο, αλλά από τη στιγμή που μαθαίνεις πώς να γράφεις ένα μυθιστόρημα πρέπει να πάψεις να το κάνεις αυτό, διαφορετικά το έργο σου είναι άψυχο».

Είναι θέμα ηλικίας ή συγγραφικής ωριμότητας αυτή η συνειδητοποίηση;
«Είναι θέμα ωριμότητας, κάποιοι παίρνουν ρίσκα από το πρώτο τους βιβλίο. Εγώ δεν αισθανόμουν ότι έπαιρνα κάποιο ρίσκο, ότι εξέθετα συνειδητά τον εαυτό μου. Με τον καιρό άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτή η μυθοπλασία είναι ζωντανή όταν εμπεριέχει κάποιον βαθμό κινδύνου για τον συγγραφέα».

Μια άλλη συμβουλή σας στους νέους πεζογράφους είναι να χρησιμοποιούν στην αφήγησή τους το τρίτο πρόσωπο και όχι το πρώτο, εκτός αν μια πρωτοπρόσωπη φωνή τούς επιβάλλεται με τρόπο ακαταμάχητο. Εσείς γράφετε μυθοπλασία σε τρίτο πρόσωπο αλλά χρησιμοποιείτε συστηματικά το πρώτο πρόσωπο στα δοκίμιά σας. Διαφέρει;
«Εχω υιοθετήσει ως δοκιμιογράφος μια πρωτοπρόσωπη περσόνα που εξελίχθηκε με τα χρόνια και με την ενθάρρυνση του αρχισυντάκτη του “New Yorker”. Οταν έγραφα τα κείμενα του Discomfort Zone (Στη ζώνη της δυσφορίας), που πρωτοεμφανίστηκαν στον “New Yorker”, ήθελα να μιλήσω για εμπειρίες της εφηβικής μου ηλικίας για τις οποίες ένιωθα ντροπή. Είδα ότι γράφοντας για αυτές αποστασιοποιημένα και σοβαρά, το κείμενο δεν έβγαινε και έτσι πρόσθεσα χιούμορ και αυτοσαρκασμό και διαμορφώθηκε αυτή η πρωτοπρόσωπη φωνή που τη βρίσκω χρήσιμη όταν γράφω για κάτι δύσκολο. Δεν θέλω να κάνω κήρυγμα στον αναγνώστη όταν γράφω ένα δοκίμιο αλλά να τον παρασύρω μαζί μου στη διερεύνηση ενός ζητήματος, και το πρώτο πρόσωπο βολεύει για αυτό.
Το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση το προτιμώ γιατί νομίζω ότι είναι πιο οικείο από το πρώτο, ταυτιζόμαστε με αυτό ευκολότερα. Ο Χούμπερτ Χούμπερτ στη Λολίτα έχει μια πολύ ιδιαίτερη φωνή αλλά δεν μπορούμε να ταυτιστούμε εύκολα με τη Λολίτα, να φανταστούμε τι γίνεται στο μυαλό της και στην περίπτωσή της η πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα ήταν εμπόδιο στην κατανόηση της ηρωίδας. Επίσης συνδέω την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με κακούς δασκάλους δημιουργικής γραφής. Είναι κακή συμβουλή να ενθαρρύνεις έναν νέο συγγραφέα να χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο γιατί μένει κολλημένος στον εαυτό του και δεν μαθαίνει να αποδύεται άλλους χαρακτήρες. Σκεφθείτε τι επιτρέπει το τρίτο πρόσωπο στον Φλομπέρ να κάνει στις αφηγήσεις του…».

Προτιμάτε τους παραδοσιακούς τρόπους αφήγησης επειδή είναι κλασικοί, με βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη εμπειρία;
«Θα πήγαινα μακρύτερα και θα έλεγα ότι η αφήγηση όχι απλώς έχει βαθιές ρίζες στην ανθρώπινη εμπειρία αλλά αποτελεί το στοιχείο που μας ορίζει ως ανθρώπινα όντα. Τι είναι άνθρωπος; Δεν είναι μόνο ον κοινωνικό κ.τ.λ., είναι το ον που λέει ιστορίες. Συναντάς κάποιον και τον ρωτάς: “Ποιος είσαι;” Και τι σου απαντά; Δεν σου λέει: “Είμαι ένας ζωντανός οργανισμός με ύψος 1,80 μέτρα που ζυγίζει 80 κιλά”. Σου λέει “Γεννήθηκα στην Ιταλία, οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν επτά ετών, μετακόμισα με τη μητέρα μου στην Αμερική…”. Eτσι συστήνεσαι σε κάποιον λέγοντας ποιος είσαι, λέγοντας την ιστορία σου. Επιπλέον, πώς ξέρεις ποιος είσαι; Ξέρεις ποιος είσαι γιατί ολόκληρη η ύπαρξή σου οργανώνεται ως μια μορφή αφήγησης, είτε είναι η αφήγηση μιας ολόκληρης ζωής είτε είναι η αφήγηση των γεγονότων μιας εβδομάδας. Η μνήμη είναι ένα σύνολο από ιστορίες και χωρίς μνήμη δεν μπορείς να μιλήσεις για τον εαυτό σου, ρωτήστε όποιον έχει συναναστραφεί ασθενείς με τη νόσο Αλτσχάιμερ και θα σας το πει. Η αφήγηση λοιπόν δεν είναι ριζωμένη στις εμπειρίες μας ή στα γονίδιά μας, είναι αυτό που μας ορίζει: είμαστε πλασμένοι να αφηγούμαστε ιστορίες. Οσον αφορά τη δική μου γραφή, ναι, είμαι παραδοσιακός στους τρόπους μου. Δεν τεμαχίζω την αφήγησή μου σε κεφάλαια των τριών γραμμών, δεν γράφω μυθιστορήματα χωρίς το γράμμα “ε”. Ακόμη όμως και τα μυθιστορήματα χωρίς το γράμμα “ε” θα πρέπει να έχουν μια ιστορία να αφηγηθούν, αλλιώς γιατί να τα λέμε μυθιστορήματα;».

* Τα βιβλία του Τζόναθαν Φράνζεν κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα και Ψυχογιός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ