Riki van Boeschoten, Loring M. Danforth
Παιδιά του ελληνικού Εμφυλίου.
Πρόσφυγες και πολιτική της μνήμης
Μετάφραση Μιχάλης Λαλιώτης.
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2015,
σελ. 440, τιμή 28 ευρώ

Το βιβλίο αυτό πρωτοκυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια στις ΗΠΑ από τον σημαντικό πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο Chicago University Press. Ηταν επόμενο να εκδοθεί και στα ελληνικά –για δύο λόγους: πρώτον, εξαιτίας του θέματός του, που αφορά μια ως πρόσφατα σχετικά παραμελημένη πλευρά του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, και, δεύτερον, γιατί είναι γραμμένο από δύο γνωστούς στη χώρα μας ανθρωπολόγους και ιστορικούς, τη Ρίκη βαν Μπούσχοτεν, η οποία διδάσκει Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, και τον Λόρινγκ Μ. Ντάνφορθ, καθηγητή Ανθρωπολογίας και Επιστημολογίας στο Bates College των ΗΠΑ.

Το βιβλίο είναι θεωρητική ανάλυση και ιστορική αφήγηση ταυτοχρόνως βασισμένη στην αρχειακή έρευνα. Επιχειρεί να απαντήσει σε δύο κυρίως ερωτήματα: Πρώτον, πώς το 1948 38.000 παιδιά εντάχθηκαν στα προγράμματα εκκένωσης αφενός του Δημοκρατικού Στρατού και αφετέρου της εθνικής κυβέρνησης και απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους που βρίσκονταν στα βουνά της Βόρειας Ελλάδας. Δεύτερον, τι συνέπειες είχε η εκκένωση αυτή στη μετέπειτα ζωή τους αφενός στα ορφανοτροφεία της Ανατολικής Ευρώπης και αφετέρου στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.
Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου «το ζήτημα αυτό υπήρξε αντικείμενο έριδας» και «εξακολουθεί να τροφοδοτεί εντάσεις διεθνώς, αλλά και στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας» λέει η βουλγαρικής καταγωγής καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόι Μαρία Τοντόροβα. Οι «εντάσεις» όμως ανάμεσα στους ιστορικούς που ερευνούν εκείνη την τραγική για τη χώρα περίοδο δεν είναι διόλου μικρότερες, θα έλεγε κανείς.
Συγκινητικές αφηγήσεις


Οι συγγραφείς εκτός από το αρχειακό υλικό στο οποίο ανέτρεξαν και στην ανάλογη -αρκετά εκτενή –βιβλιογραφία, παραθέτουν σε τρεις κατηγορίες τις αφηγήσεις 12 ατόμων που πέρασαν από τα ορφανοτροφεία και τα οικοτροφεία των ανατολικών χωρών και του εθνικού κράτους. Στην πρώτη κατηγορία έχουμε τα «Ελληνόπουλα στην Ανατολική Ευρώπη», στη δεύτερη τα «Μακεδονόπουλα στην Ανατολική Ευρώπη» και στην τρίτη τα «Παιδιά των παιδουπόλεων» (της Φρειδερίκης). Οταν οι συγγραφείς γράφουν «Μακεδονόπουλα», εννοούν βεβαίως Σλαβομακεδονόπουλα. Αλλωστε, σε όλο το βιβλίο τους η πΓΔΜ αναφέρεται ως Μακεδονία.
Οι αφηγήσεις καλύπτουν το τρίτο μέρος (το 30%) του βιβλίου, που είναι, κατά τη γνώμη μου, και το πιο ενδιαφέρον. Θα μπορούσαν μάλιστα να αποτελέσουν πολλές από αυτές υλικό για μυθιστορήματα ή για πρώτης κατηγορίας αυτοβιογραφίες. Πρόκειται για ιστορίες που μιλούν από μόνες τους χωρίς να απαιτούν θεωρητική επεξεργασία, αν και ο Μάικλ Χέρτζφελντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ισχυρίζεται πως «η μεγαλύτερη δύναμη του βιβλίου, πέρα από την άψογη γραφή και τον συγκινησιακό του αντίκτυπο, έγκειται στη θεωρητικοποίηση της εμπρόθετης δράσης των παιδιών που αγωνίζονται να οργανώσουν την τωρινή τους ζωή και να κατανοήσουν το παρελθόν τους».
Οι συγγραφείς επισκέφθηκαν τα τότε παιδιά στις νέες τους εστίες στην Ελλάδα, στην Ανατολική Ευρώπη ή στον Καναδά και κατέγραψαν τις αφηγήσεις τους που έχουν τη δύναμη της εξομολόγησης και την αμεσότητα του προφορικού λόγου. Οι αφηγητές, άτομα πλέον της τρίτης ηλικίας, ανατρέχουν στο παρελθόν και στις περιπέτειές τους, πολλές φορές από χώρα σε χώρα. Μιλούν για τις εμπειρίες τους, που τις βλέπουν μέσα από την απόσταση του χρόνου, για την οδυνηρή, τις περισσότερες φορές, ενηλικίωσή τους, όπως και για τον αγώνα τους να συμφιλιωθούν με το παρελθόν, αφού οι περισσότεροι κατάφεραν με κόπους αλλά και πείσμα να φτιάξουν τη ζωή τους. Είναι τα μεγάλα θύματα του Εμφυλίου ο οποίος τούς στέρησε τη ζωή που θα έπρεπε να έχουν ως παιδιά.
Ο «βασιλεύς» και ο Στάλιν


Τα παιδιά στα ορφανοτροφεία των ανατολικών χωρών δεν διάλεγαν τα ίδια ποιο επάγγελμα θα ήθελαν να ακολουθήσουν. Την εκπαίδευση εκεί την όριζε το ΚΚΕ που ήθελε, ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα επέστρεφε στην Ελλάδα και θα κατακτούσε την εξουσία, να έχει έναν έτοιμο πυρήνα ατόμων που θα διέθεταν τα προσόντα να στελεχώσουν τον παραγωγικό μηχανισμό του κράτους.
Από την άλλη πλευρά, η εκπαίδευση που παρεχόταν στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης περιοριζόταν στα τεχνικά επαγγέλματα. Δεν στόχευε στο να αποκτήσουν τα παιδιά μόρφωση που θα τα βοηθούσε να ενταχθούν στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνίας.
Οπως αφηγείται ο Κώστας Θάνου, που πέρασε από τις παιδουπόλεις, «η Βασιλική Πρόνοια ήθελε να βγάλει τεχνίτες, ανθρώπους άμεσα χρήσιμους στην κοινωνία. Δηλαδή δεν έκανε πνευματική επένδυση στα παιδιά». Και συνεχίζει παρακάτω: «Εγώ προσωπικά έφτυσα αίμα για να σπουδάσω». Και σπούδασε. Πήρε τρία πτυχία.
Ομοιότητες υπήρχαν και όσον αφορά το θέμα της προπαγάνδας. Παρελάσεις παιδιών διοργανώνονταν και στις ανατολικές χώρες και στις παιδουπόλεις. Η μόνη διαφορά ήταν πως στις πρώτες τα παιδιά φώναζαν «ζήτω ο Στάλιν» και στις δεύτερες «ζήτω ο βασιλεύς».
Από τις αφηγήσεις στις οποίες βασίζεται και η ανάλυση των συγγραφέων, προκύπτει ότι όσον αφορά τον Δημοκρατικό Στρατό υπήρχαν παιδιά που τα πήρε παρά τη θέληση των γονέων τους, άλλα με τη συγκατάθεσή τους και άλλα, μεγαλύτερα, για να τα χρησιμοποιήσει αργότερα στις μάχες με τον εθνικό στρατό. Τα στελέχη του ΚΚΕ «δικαιολογούσαν την επιχείρηση σε ανθρωπιστική βάση». Τα παιδιά θα απομακρύνονταν από τις εμπόλεμες ζώνες, θα εκπαιδεύονταν και μετά το τέλος του πολέμου θα επέστρεφαν με ασφάλεια στα σπίτια τους. Οι συγγραφείς όμως υποστηρίζουν ότι υπήρχαν και άλλοι λόγοι: ο Δημοκρατικός Στρατός θα είχε λιγότερα στόματα να θρέψει ανάμεσα στους αμάχους και επιπλέον οι γυναίκες αφού απαλλάσσονταν από τη φροντίδα των παιδιών θα βοηθούσαν τους άντρες τους που πολεμούσαν ή θα επιστρατεύονταν και οι ίδιες να πολεμήσουν.
Το εθνικό κράτος ονόμασε την επιχείρηση «γενοκτονία» και την κατήγγειλε στον ΟΗΕ και στα διεθνή fora.
Η «μητέρα» Φρειδερίκη


Τα παιδιά των παιδουπόλεων που οι γονείς τους πολεμούσαν με τον Δημοκρατικό Στρατό θεωρούνταν «ορφανά». Αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο είχαν «προδώσει την πατρίδα και τη θρησκεία τους» και άρα δεν άξιζαν να λέγονται γονείς. Ετσι «μητέρα των ορφανών» χαρακτηρίστηκε η Φρειδερίκη, η «πρώτη μητέρα της Ελλάδος». Επομένως τα παιδιά δεν ανήκαν στους φυσικούς γονείς τους. Ανήκαν στο έθνος. Αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολο είναι να συλλάβει κανείς τον διχασμό όσων παιδιών στις παιδουπόλεις προέρχονταν από αριστερές οικογένειες.
Εκτός αυτού, στις παιδουπόλεις όλα σχεδόν τα παιδιά αντιμετωπίζονταν σαν γόνοι απολίτιστων χωριατών. Κάποια μάλιστα, έχοντας διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα, όταν επέστρεφαν στα χωριά τους αντιμετώπιζαν τους συγχωριανούς τους με περιφρόνηση, σαν να ήταν «άνθρωποι από τον τρίτο Κόσμο, από την Ασία ή την Αφρική».
Οι παιδουπόλεις παρείχαν κυρίως πρωτοβάθμια εκπαίδευση και αμέσως κατόπιν τα παιδιά εκπαιδεύονταν να μάθουν «μια τέχνη», δηλαδή να γίνουν ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, ράφτρες ή καλές νοικοκυρές. Στις ανατολικές χώρες, αντίθετα, εκπαιδεύονταν για να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες, διευθυντικά στελέχη και μηχανικοί, και να μένουν πιστά στο κόμμα και στα «σοσιαλιστικά ιδεώδη».
Τις επιπτώσεις στο ψυχολογικό και στο συναισθηματικό επίπεδο των παιδιών εξαιτίας της απομάκρυνσής τους από τους γονείς τους είναι δύσκολο να τις φανταστούμε. Ωστόσο, όπως τονίζουν οι συγγραφείς, τα παιδιά που μεταφέρθηκαν στις ανατολικές χώρες δεν αφελληνίστηκαν και διατήρησαν την ελληνική τους ταυτότητα, μολονότι μεγάλωσαν μακριά από τους γονείς τους και χωρίς την οικογενειακή φροντίδα για πολλά χρόνια. Τα περισσότερα δεν τους ξαναείδαν ποτέ όσο ήταν παιδιά.
Μακεδονόπουλα ή «μακεδονόπουλα»;
Οι συγγραφείς μέσω του θέματός τους αναφέρονται και στο λεγόμενο «μακεδονικό» πρόβλημα που μας ταλαιπώρησε από τη δεκαετία του 1990 και εξακολουθεί να μας ταλαιπωρεί. Οι απόψεις τους είναι γνωστές από παλιά και δεν έχει νόημα να αντιπαραθέσει κανείς το πώς τις έχει αντικρούσει η αντίπαλη πλευρά. Ο Λόρινγκ Μ. Ντάνφορθ μάλιστα παλαιότερα, στο βιβλίο του Η μακεδονική διαμάχη (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1999), δεν δίστασε να επιτεθεί με ασυνήθιστη δριμύτητα σε έναν σημαντικό –και μετριοπαθή –ιστορικό, τον Ευάγγελο Κωφό, φτάνοντας στο σημείο να τον συγκρίνει με τον Παπαδόπουλο!
Οσοι γνωρίζουν τα πράγματα λένε πως αν ο πολιτικός κόσμος είχε την πρόνοια να ακούσει τον Κωφό (στον οποίο ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Ρόμπερτ Κάπλαν πλέκει το εγκώμιο στο βιβλίο του Βαλκανικά φαντάσματα), όταν η πΓΔΜ έγινε ανεξάρτητο κράτος, θα είχε επιτευχθεί ο αναγκαίος συμβιβασμός και το πρόβλημα θα λυνόταν. Οσο δε παραμένει πολιτικά άλυτο τόσο οι ακρότητες θα παραμένουν.
Μπορεί οι περισσότερες χώρες να έχουν αναγνωρίσει το κράτος αυτό ως Μακεδονία, αλλά η επίσημη ονομασία του στον ΟΗΕ και στους διεθνείς οργανισμούς όπου μετέχει η Ελλάδα είναι πΓΔΜ, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν και αυτοί που το λένε Μακεδονία και εκείνοι που το αποκαλούν Σκόπια. Αλλά, βεβαίως, γιατί να μη γράφουν οι συγγραφείς «Μακεδονόπουλα»; Στη σελ. 377 του βιβλίου υπάρχει μια φωτογραφία από νεαρά προσφυγόπουλα σε καλοκαιρινή κατασκήνωση στον Πολωνία το 1951. Πάνω από τα παιδιά βρίσκεται μια επιγραφή που λέει: «Κατασκήνωση εκπατρισμένων Ελληνόπουλων και Μακεδονόπουλων».

Η «Ελένη» του Γκατζογιάννη

Το βιβλίο θα προκαλέσει συζητήσεις, ενστάσεις και διχογνωμίες ανάμεσα στους ιστορικούς και ίσως κάποιες απόψεις των συγγραφέων να ενοχλήσουν τον μέσο αναγνώστη. Δεν είναι τόσο ανεξίθρησκο όσο, εικάζω, το θεωρούν οι συγγραφείς του. Επιπλέον πολλές αναφορές γίνονται και ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερώνεται στον Νίκο Γκατζογιάννη και στη «θύελλα» που προκάλεσε το 1983 ή έκδοση του βιβλίου του Ελένη, θέμα που έχει ξεθυμάνει σήμερα.
Ο Γκατζογιάννης διαφώνησε με τους συγγραφείς σε παρουσίαση του θέματός τους στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον λέγοντας ότι οι όροι «εκκένωση» και «πρόσφυγες» που χρησιμοποίησαν ήταν παρερμηνείες διότι τα παιδιά που μετέφερε ο Δημοκρατικός Στρατός στις ανατολικές χώρες «είχαν απαχθεί».
Στο βιβλίο τώρα ο Λόρινγκ Μ. Ντάνφορθ και η Ρίκη βαν Μπούσχοτεν αφιερώνουν εκτενέστατο υποκεφάλαιο στην Ελένη του Γκατζογιάννη και στο πώς χρησιμοποιήθηκε ως όργανο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Στη δεκαετία του 1980 αυτό είχε πολύ μεγάλη σημασία. Αρκεί μόνο να σκεφθεί κάποιος ότι σε ομιλία του εκείνη την εποχή ο Ρόναλντ Ρίγκαν «ανέφερε την ιστορία της Ελένης ως πηγή της έμπνευσης στις προσπάθειές του να νικήσει στον Ψυχρό Πόλεμο». Οι συγγραφείς εντοπίζουν τα σφάλματα του Γκατζογιάννη σε όσα λέει σχετικά με το παιδομάζωμα και τονίζουν τη μονομέρειά του.
Υποθέτω ότι οι εκτεταμένες αναφορές των συγγραφέων στον Γκατζογιάννη οφείλονται στην τεράστια επιτυχία της Ελένης, δεδομένου ότι το βιβλίο τους γράφτηκε πρωτίστως για το αγγλόφωνο κοινό. Ομως κι όταν εκδόθηκε η Ελένη προκάλεσε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ΗΠΑ θύελλα αντιδράσεων. Θυμάμαι το σαρκαστικό σχόλιο της «Village Voice» που αλλοίωνε το νόημα της μπρεχτικής ηρωίδας: «Εντάξει, δικαιούται και η Δεξιά να έχει τη δική της Μάνα-κουράγιο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ