Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Ζωή μεθόρια
Εκδόσεις Πατάκη, 2015, σελ. 272

To βιβλίο κυκλοφορεί στις 30 Απριλίου

Συμπαθέστατη κοπέλα η εικοσιπεντάχρονη Ζωή από τη Θεσσαλονίκη, είναι της Αγγλικής Φιλολογίας, της ανανεωτικής Αριστεράς, κοινωνικά ευαίσθητη, πνευματικά ανήσυχη, αλλά τι τα θέλετε: λίγο η επίμονη κακοτυχία, λίγο το ασυμβίβαστο μυαλό της, άνδρας δεν μπορεί να στεριώσει δίπλα της! Από ένα (κομβικό) σημείο και μετά η ίδια φοβάται να αγαπήσει για να μην προξενήσει κι άλλο, επιπρόσθετο κακό. Ακούγεται κάπως φοβερό, κομματάκι μελοδραματικό ίσως, αλλά η αλήθεια (των συμπτώσεων) είναι ότι όσοι μπλέχτηκαν μαζί της είχαν κακό (και άδοξο) τέλος. Η πρωταγωνίστρια στο νέο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη το οποίο φέρει τον (αντιπροσωπευτικότατο από πολλές απόψεις) τίτλο Ζωή μεθόρια είναι μια νεοδιόριστη καθηγήτρια στα σύνορα, σε ένα απώτατο γυμνάσιο του Εβρου, «ένα ασυνήθιστο κορίτσι, το αντίθετο της ωραίας γκόμενας», που άλλοι τη λένε απλώς «κουλτουριάρα» και άλλοι, οι πιο κακοπροαίρετοι, καταλήγουν να τη χαρακτηρίσουν –ας όψονται οι πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις –«φαρμακομούνα». Η Ζωή είναι σημαδεμένη στο πρόσωπο (λόγω ενός ατυχήματος) και παλεύει για την αυτονομία της. Είναι πεισματάρα και θέλει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, τις ιδέες και τα συναισθήματά της. Προσπαθώντας όμως να προσαρμοστεί, να συντονιστεί με τον ρευστό και μεταβαλλόμενο κόσμο γύρω της, κυριολεκτικά καταρρέει.

Η γυναίκα που έχασε το συναίσθημά της
Υστερα από ένα παράξενο «βούλιαγμα» (ένα ακόμη ατύχημα δηλαδή) η Ζωή «δεν ένιωθε τίποτα», αρχίζει να καταβυθίζεται σε μια «συναισθηματική απάθεια» που έρχεται να κλονίσει και την εξ αποστάσεως σχέση της με τον Γιάννη, έναν φρεσκομπαρκαρισμένο καπετάνιο από την Καβάλα που μοιάζει με τον Τζον Τραβόλτα. Εκείνος πρώτη φορά την είχε δει –εκείνη που δεν καλόβλεπε από την αρχή τον λαοπλάνο Ανδρέα Παπανδρέου –σε προεκλογική συγκέντρωση του ΠαΣοΚ στην πλατεία Αριστοτέλους. «Εκείνος σε μακρινά ταξίδια κι εκείνη σε απομακρυσμένα σχολεία», οι δυο τους είχαν την αίσθηση όποτε έσμιγαν στη στεριά ότι όλο το πάθος τους «στηριζόταν πια σ’ αυτές τις ανυπέρβλητες δυσκολίες». Μετά Το μυστικό της Ελλης (2012) ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιστρέφει με ένα κοινωνικό και ερωτικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ανατολική Μακεδονία και στη Θράκη κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 και, με τον ήπιο αλλά πάντοτε λοξό ρεαλισμό του, με ειρωνεία αλλά και νοσταλγία, ενσωματώνει σε τούτη την ιστορία το πολιτικό κλίμα και την ιδεολογία μιας ολόκληρης εποχής. Η Ζωή μεθόρια, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας εξήγησε μιλώντας στο «Βήμα» από το πατρικό του σπίτι στο Παλαιοχώρι Παγγαίου του Νομού Καβάλας, αποτελεί μιαν ανεξάρτητη συνέχεια από Το Παρτάλι (2001) καθώς σε εκείνο το μυθιστόρημα για το πολύχρωμο περιθώριο της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1970 η Ζωή ήταν μία από τις βασικές ηρωίδες. «Στο «Παρτάλι» είχα σταθεί πολύ στα στοιχεία που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα ενός ατόμου, τα στοιχεία εκείνα που το οδηγούν στην προσωπική του απελευθέρωση. Σήμερα φαίνεται ότι λίγο-πολύ τα έχουμε ξεπεράσει αυτά. Τώρα πια το να γράψει κανείς για έναν παρενδυτικό χαρακτήρα ή μια ομοφυλοφιλική σχέση λ.χ. ανήκει στη σφαίρα του αυτονόητου εν πολλοίς. Εχω την αίσθηση ότι επανέρχεται το πολιτικό, και στην καθημερινότητα και στη μυθοπλασία. Βρίσκω πλέον πιο γοητευτικό το να σκεφτόμαστε πιο πολιτικά, εννοώ πιο συλλογικά, από το να σκεφτόμαστε πιο προσωπικά. Δεν αρκεί πλέον, αν είσαι συγγραφέας, να σε απασχολεί μόνο το γεγονός ότι η ηρωίδα σου δεν έχει γκόμενο, ας πούμε. Πρέπει να σε απασχολεί και τι ενδεχομένως ψηφίζει η ηρωίδα σου» είπε ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης.
Ο αντίκτυπος μιας μεταβατικής εποχής
«Ενιωθα ότι έμπαινα σε μια νέα εποχή όπου στραγγαλίζονταν οι ιδέες και οι σχέσεις και εγώ ήμουνα ένα σύμπτωμά της» σκέφτεται η Ζωή σε μια στιγμή τραυματικής διαύγειας, με τη δύναμή της να εκλογικεύει τα πράγματα λαβωμένη, όταν πλέον επιχειρεί να ανανήψει από αυτή την «προσωπική εμπλοκή» και να μαζέψει τα κομμάτια της. Αυτό γίνεται με τη βοήθεια τριών υπέροχων αδελφών (ιδιοκτήτριες μιας λαϊκής αλλά «ριζοσπαστικής» ταβέρνας), μιας πόρνης που έχει δει πολλά και της Μπάμπως, «μιας φοβερής γριάς που διαβάζει το μέλλον» σε ένα φτωχό Πομακοχώρι. «Η Ζωή πιστεύει ότι είναι ένα πολύ δυναμικό και ορθολογικό άτομο. Κρύβει όμως, όπως όλοι μας, κι ένα κομμάτι αβεβαιότητας. Αυτό το κομμάτι της είναι που, με αφορμή μια σειρά από ατυχή περιστατικά, την παίρνει από κάτω. Χάνει το συναίσθημά της, και χάνεται. Επειδή όμως είναι γενικώς μια υπερευαίσθητη κοπέλα, ψυχανεμίζεται ότι όσα συντελούνται γύρω της μπορεί να έχουν έναν αντίκτυπο μέσα της, ανεξήγητο ίσως και ανεξέλεγκτο, ότι η συναισθηματική της αναπηρία να κρατήσει έναν άνθρωπο μπορεί να οφείλεται στην αγωνία και στην ανασφάλεια μιας μεταβατικής εποχής. Με έναν τρόπο η ίδια σωματοποιεί την εποχή της». Μια εποχή όχι και τόσο μακρινή, αλλά ριζικά διαφορετική. «Είναι ένα μυθιστόρημα για τη δεκαετία του 1980. Δεν ήταν η εποχή του Διαδικτύου, δεν ήταν όπως σήμερα που έχεις μιαν απίστευτη ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο για όλα. Επαιρνες ακόμη εφημερίδα, έβλεπες μια ταινία σε κάποια κινηματογραφική λέσχη. Η εποχή εκείνη είχε την εξής γοητεία: αν ήσουν κάπου απομονωμένος, ήσουν όντως απομονωμένος, το βίωνες αυτό. Ενώ τώρα ακόμη και η απομόνωση μοιάζει πράξη ανταγωνιστική, η ψηφιακή ροή του κόσμου, αυτή η πληθωρικότητα της επικοινωνίας, σε κάνει να νιώθεις αποκομμένος, μίζερος» σημείωσε ο συγγραφέας.
Οι δύσκολες σχέσεις και οι ροζ ιστορίες
Μία είναι η σταθερά όλων των βιβλίων του, συνέχισε ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ο έρωτας. Και η ταλαιπωρία που τον συνοδεύει, του επισημάναμε. «Οι πραγματικές σχέσεις είναι οι δύσκολες σχέσεις. Τους ήρωές μου, είτε είναι άνδρες είτε είναι γυναίκες, τους κατευθύνω σε μάλλον ακραίες καταστάσεις. Την ταλαιπωρία άλλοι την αποδέχονται και άλλοι τη διευθετούν με τον τρόπο τους. Συνήθως όμως παθαίνουν και μαθαίνουν». Ο ίδιος ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τον γυναικείο ψυχισμό. Αλλά, για να έχουμε καλό ερώτημα, πώς στέκεται ένας συγγραφέας σαν αυτόν απέναντι στο λεγόμενο ρομάντζο που, αν μη τι άλλο, κυριαρχεί μεταξύ των αναγνωστριών; «Προέρχομαι από τη λογοτεχνία και όχι από την τηλεόραση. Το άγχος μου κάθε φορά έχει να κάνει με την ίδια τη γλώσσα, η ερωτική ιστορία είναι ένα δευτερεύον πράγμα, προκύπτει έτσι κι αλλιώς. Πάντως αυτό που έλεγαν κάποιοι ως τώρα, ότι η αναγνώστρια του ροζ βιβλίου κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα μεταπηδήσει στον Φίλιπ Ροθ ή στον Ρίτσαρντ Φορντ, ή σε έναν αντίστοιχης αξίας έλληνα συγγραφέα, τελείωσε, αυτό τελείωσε. Δεν γίνεται! Είναι περισσότερες οι πιθανότητες μια αναγνώστρια αυτών που σας προανέφερα να μεταπηδήσει στην άλλη όχθη, τη ροζ, και να εγκατασταθεί εκεί μονίμως».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ