Kostis Kornetis
Children of the Dictatorship.
Student Resistance, Cultural Politics
and the “Long 1960s” in Greece
Εκδόσεις Berghahn, 2013,
τιμή 120 δολάρια

Το επόμενο πεδίο της ελληνικής Ιστορίας το οποίο μετά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου αναμένει τη διερεύνηση και την ανάδειξή του στη δημόσια σφαίρα είναι εκείνο της δεκαετίας του ’60. Το επίκαιρο και διαφωτιστικό βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Κωστή Κορνέτη «Children of the Dictatorship» συμπίπτει χρονικά με μια πύκνωση των ενδιαφερόντων της έρευνας. Τη μαρτυρούν τόσο οι εκδόσεις το 2013 της Εφης Αβδελά «Νέοι εν κινδύνω» (εκδ. Πόλις) και του Κώστα Κατσάπη «Το «πρόβλημα νεολαία»» (εκδ. Απρόβλεπτες) όσο και η διοργάνωση στα τέλη του 2014 του συνεδρίου με θέμα «Νεανικές κουλτούρες αμφισβήτησης στη μεταπολεμική Ελλάδα» στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ο Κορνέτης επιλέγει ως αντικείμενό του την εξαντλητική ανάγνωση μιας μυθικής γενιάς –εκείνης του Πολυτεχνείου. Επιχειρεί να χαρτογραφήσει σε βάθος τη σύνθεση, τους σκοπούς, την ιδεολογία, την αυτοεικόνα της, όπως και την κουλτούρα, τα μέσα έκφρασής της, τις μεθόδους διαμαρτυρίας, τη διανοητική και πρακτική διασύνδεσή της με τα ανάλογα διεθνή κινήματα της δεκαετίας του ’60. Παράλληλα, αντιδιαστέλλει τα χαρακτηριστικά της με εκείνες που προηγήθηκαν και την εντάσσει οργανικά στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της δικτατορίας των συνταγματαρχών –η διαρκής μνεία του διάχυτου φόβου στις δεκάδες συνεντεύξεις των πηγών του και η έμφαση στη χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης από το καθεστώς προκειμένου να διογκωθούν οι μεμονωμένες ενέργειες των πρώτων αντιστασιακών ενεργειών προς ανάδειξη της αποτελεσματικότητας του κατασταλτικού μηχανισμού αποτελούν από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του κειμένου.
Αντί για μια «βραχεία δεκαετία του ’60» με τομή την 21η Απριλίου 1967, ο συγγραφέας προτείνει τη λογική της «μακράς δεκαετίας» από το 1958 ως το 1974, σύμφωνα με την περιοδολόγηση του βρετανού ιστορικού Αρθουρ Μάργουικ. Σε αυτό το πλαίσιο η ακολουθία του μετεμφυλιακού κράτους, του διαλείμματος της διακυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου, της διολίσθησης προς τη δικτατορία μετά τα γεγονότα του 1965 και της τελικής επιβολής της χούντας αποτελεί το προσκήνιο στο οποίο περιγράφεται η διαδοχή τριών «γενεών»: της «γενιάς Ζ» των Λαμπράκηδων, μιας αριθμητικά περιορισμένης «επαναστατικής πρωτοπορίας» με έμβλημα την ένοπλη αντιδικτατορική δράση μεταξύ 1967 και 1972 και αυτής του μαζικού φοιτητικού κινήματος από τα τέλη του 1972. Τα «παιδιά της δικτατορίας» του τίτλου, γεννημένα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, συγκροτούν κυρίως την τελευταία –μια κοινωνική ομάδωση που αναπτύχθηκε σε περιβάλλον αυταρχικής πολιτικής, έδωσε έμφαση στη συνείδησή της «ως αυτόνομης οντότητας, όχι κλώνου των φοιτητών της μετεμφυλιακής περιόδου», συνδιαλέχθηκε πολιτισμικά και πολιτικά με τον Μάη του 1968, αμφισβήτησε έμπρακτα το καθεστώς των συνταγματαρχών με την εξέγερση του Νοεμβρίου του 1973.
Μια βασική διαπίστωση του Κορνέτη για την πορεία της γενιάς του Πολυτεχνείου είναι ότι «το γενικό κύμα του ’68 εισχώρησε στην Ελλάδα αλλά «μεταφράστηκε», έγινε αντικείμενο «επεξεργασίας» και προσαρμόστηκε στα υπάρχοντα κριτήρια, τις συνθήκες και τις ανάγκες της χώρας». Οι ομοιότητες είχαν να κάνουν με την εμφάνιση νέων κοινωνικών παραγόντων στο προσκήνιο, έτοιμων να λειτουργήσουν ως φορείς αμφισβήτησης κατεστημένων ιδεολογιών, να αντιταχθούν στον πολιτικό αυταρχισμό του κράτους ή τους εσωτερικούς καταναγκασμούς της οικογένειας, να απορρίψουν τον καπιταλισμό και τη σοβιετική εκδοχή μιας επανάστασης που είχε αποβεί γραφειοκρατία, να αυτονομηθούν από τους υπάρχοντες πολιτικούς οργανισμούς, να αναζητήσουν νέους διανοητικούς ή σεξουαλικούς ορίζοντες.
Ωστόσο, υπήρχαν και προφανείς διαφορές. Στην Ελλάδα το φοιτητικό κίνημα, όψιμη έκφραση μιας σειράς νέων κινημάτων διαμαρτυρίας παγκόσμιας εμβέλειας, δεν χαρακτηρίστηκε από την ασάφεια ή τη γενικότητα που έκαναν τον Μάη του ’68 να αποκαλείται σκωπτικά από κάποιους «ερμηνεία σε αναζήτηση γεγονότος». Παρά τις επιδράσεις στο επίπεδο ενός «κώδικα σημαινόντων, όπως η ενδυμασία, οι μουσικές και λογοτεχνικές προτιμήσεις, η ρητορική και τα συνθήματα», το αντιδικτατορικό κίνημα είχε απτούς στόχους (ελεύθερη διακίνηση ιδεών, ανατροπή του καθεστώτος, επιστροφή στις δημοκρατικές διαδικασίες) των οποίων ο φιλελεύθερος χαρακτήρας βρισκόταν στους αντίποδες των διεκδικήσεων των διαδηλωτών του Παρισιού ή του Μπέρκλεϊ. Μάλιστα, ο Κορνέτης επισημαίνει ότι «παρά τον δυναμισμό του, το κίνημα δεν ήταν ένας αγώνας για το γκρέμισμα των πάντων, αλλά για τη δικαίωση παραδοσιακών αξιών και επομένως δεν υπήρξε εγγενώς προκλητικό». Αν η γενιά του Πολυτεχνείου εμφάνισε εικονοκλαστικές τάσεις, αυτές προέκυψαν στην καθημερινή της ζωή: «χαλαρότερα σεξουαλικά ήθη, χίπικο παρουσιαστικό, ανοικτά διακηρυγμένες πολιτικές απόψεις».
Σε πολιτισμικό επίπεδο, η μείξη λόγιας και λαϊκής κουλτούρας (συγκρητισμός που θυμίζει εκδοχή τής κατά Ζαν-Λικ Γκοντάρ έκφρασης για «τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα-Κόλα») και η ιδιοποίησή του υπήρξε το κυρίαρχο χαρακτηριστικό μιας κοινότητας που είδε και παρουσίασε τον εαυτό της με όρους ρήξης σε σχέση με το παρελθόν. Αν και το φοιτητικό κίνημα στάθηκε στο μεταίχμιο «μεταξύ καινοτομίας και παράδοσης» τόσο η αυτοεικόνα όσο και το πρόγραμμα της μαζικής ειρηνικής δράσης έφεραν μια γενικότερη πρωτοποριακή στάση: «ως έναν βαθμό επιτάχυνε τον εκσυγχρονισμό της Ελλάδας, ο οποίος ενέσκηψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν ο πολιτικός ριζοσπαστισμός συγχωνεύθηκε με την καθημερινή ζωή». Την ίδια περίοδο εδραιώθηκε και ο μύθος της γενιάς του Πολυτεχνείου στη συλλογική μνήμη, περίπου ως αντίδοτο στο τραύμα της επταετίας: «από πολλές απόψεις το Πολυτεχνείο χρησιμοποιήθηκε για να ξεπλύνει την απουσία συστηματικής διαφωνίας ενάντια στο καθεστώς των συνταγματαρχών».
Το σύμβολο αντίστασης έγινε σύμβολο εξουσίας


Η λυτρωτική διάσταση της αγιοποίησης της εξέγερσης της 17ης Νοεμβρίου 1973 ήταν ίσως αναμενόμενη στο πλαίσιο του αφηγήματος που ήθελε τη Μεταπολίτευση το happy end για έναν βραχύ 20ό αιώνα ανάπηρων πολιτικών θεσμών και ταραγμένης ιστορίας. Η πεποίθηση άλλωστε ότι παρά τις υστερήσεις και τις παθογένειες η ελληνική κοινωνία συνέκλινε σταδιακά προς τον ευρωπαϊκό κανόνα υπήρξε ισχυρή σταθερά της κοινής γνώμης μετά το 1974. Εύστοχα υπογραμμίζει ο Κορνέτης την πρόσφατη, πρόσκαιρη ή μη, ανατροπή των προτύπων στην πρόσφατη συλλογική απόρριψη της γενιάς του Πολυτεχνείου: στον απόηχο της κρίσης ένα σύμβολο αντίστασης μετατράπηκε σε σύμβολο εξουσίας, μια εποχή θεσμικής ομαλότητας σε ένοχη τεσσαρακονταετία. Ωστόσο, οι πολιτισμικές τροπές δεν είναι μονοσήμαντες. Αξίζει άρα να προσθέσει κανείς στην παραπάνω διαπίστωση ότι, με ηλικιακούς όρους τουλάχιστον, κάποια από τα «παιδιά της δικτατορίας» βρίσκονται και σήμερα στην κυβέρνηση –μαζί με την επόμενη γενιά, τα παιδιά της Μεταπολίτευσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ