Μιχάλης Μακρόπουλος
Το δέντρο του Ιούδα.
Νουβέλα
Εκδόσεις Κίχλη,
σελ. 117, τιμή 12 ευρώ

Το φανταστικό, το όνειρο, η περιπλάνηση, η αναζήτηση του εαυτού και του έρωτα, όλα δηλαδή τα στοιχεία που έχουν χαρακτηρίσει μέχρι τώρα την πεζογραφία του Μιχάλη Μακρόπουλου μοιάζουν να έχουν αποδράσει από το καινούργιο του βιβλίο το οποίο σκιαγραφεί μια πορεία ξέφρενου εκμηδενισμού. Πρόκειται, για να το πω με διαφορετικά λόγια, για μια ταχεία απώλεια ταυτότητας, ακόμα κι αν την τελευταία στιγμή θα επέλθει με έναν απρόσμενο ελιγμό η επιζητούμενη εξισορρόπηση.

Μακριά από τα αστικά ή τα θαλασσινά τοπία των προηγούμενων βιβλίων του, ο συγγραφέας θα τοποθετήσει τη δράση της νουβέλας του στην ορεινή Ηπειρο. Απογοητευμένος από τη γυναίκα του και χωρίς δουλειά, ο Ηλίας θα αφήσει στην Αθήνα τις δύο κόρες του για να επιστρέψει στην κρίσιμη ηλικία των πενήντα τριών χρόνων στο χωριό του, που είναι κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Εκεί θα αναγκαστεί να ζήσει με τη μάνα του, που δεν τολμά να ξεστομίσει λέξη για την κατάστασή του, ενώ ο μόνος που θα νοιαστεί για την περίπτωσή του είναι ο φίλος του Κώστας Μεντής, διευθυντής του Β’ Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης στο Δελβινάκι.
Χειμώνας (ο Ηλίας φτάνει στην πατρίδα του τέλη Νοεμβρίου) και το κρύο ξυρίζει μέχρι να κόψει την αναπνοή. Οι δυο φίλοι ζουν μιαν ακίνητη ζωή καταπονημένοι από τον καπνό του άφιλτρου τσιγάρου και από την αψιά γεύση του τσίπουρου. Ο Ηλίας περιφέρεται άσκοπα δεξιά και αριστερά με το παλιό αυτοκίνητο του Κώστα, προσπαθώντας να καταλάβει (προσπαθεί άραγε όντως;) τι είναι αυτό που έσπρωξε όλες τις επιλογές του σε πλήρη χρεοκοπία. Ο Κώστας χρειάζεται να υπομείνει τα δικά του προβλήματα: δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεπεράσει την αρρώστια της γυναίκας του (μολονότι εκείνη έχει από καιρό θεραπευτεί), ενώ είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει επί καθημερινής βάσεως την είσοδο όλο και περισσότερων λαθρομεταναστών.
Οπως συμβαίνει κατά κανόνα με τους μικρούς τόπους, ένα καταλυτικό γεγονός θα έρθει αίφνης να αλλάξει τα πάντα. Μια ιερόδουλη από την Αλβανία θα βρεθεί δολοφονημένη και ο φόνος θα γίνει αμέσως για τον Ηλία κάτι σαν έμμονη ιδέα. Παρά τις παροτρύνσεις του φίλου του να πάψει τις έρευνες, που δεν είναι έτσι κι αλλιώς δική του αρμοδιότητα, και να αποφύγει να μπλεχτεί με τους ανθρώπους ενός τοπικού κυκλώματος διαφθοράς, ο Ηλίας θα συνεχίσει: είτε γιατί η νεκρή ανακινεί τις ενοχές του για τις παρατημένες στη μακρινή Αθήνα κόρες του, είτε επειδή το χάος που επικρατεί στην ψυχή του ταυτίζεται με τον αφανισμό της δυστυχισμένης, είτε γιατί κάποιες περίεργες ενδείξεις στρέφουν τις υποψίες του προς μια πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Το βιβλίο του Μακρόπουλου δεν είναι αστυνομικό, αλλά η δολοφονία της ιερόδουλης παίζει καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της πλοκής, όπως και για τη δραματουργία των προσώπων. Η εμμονή του Ηλία με τη δολοφονία θα τον οδηγήσει σε μετωπική σύγκρουση με τον φίλο του και όταν θα καταφτάσουν τα χειρότερα κι εκείνος θα πεθάνει με τη σειρά του θα είναι μια ευκαιρία τόσο για τον εκ των υστέρων απολογισμό της φιλίας τους όσο και για τη μεταθανάτια στήριξή της. Ο Ηλίας θα διεκδικήσει εδώ μια υψηλή ηθική ακεραιότητα, που αφενός θα εξασφαλίσει την υστεροφημία του Κώστα και αφετέρου θα ανοίξει για εκείνον μια λυτρωτική δίοδο διαφυγής: ακόμα κι αν μια τέτοια διέξοδος θα πρέπει να πληρωθεί πανάκριβα, βάζοντας οριστικό τέρμα σε οποιαδήποτε προοπτική.
Η ιστορία του Μακρόπουλου είναι, όπως το έλεγα και προεισαγωγικά, μια ιστορία εσωτερικής καταστροφής. Μια ιστορία οριακής απολέπισης, αποτυπωμένη με σπάνια ακρίβεια στις εικόνες του παγωμένου βορειοηπειρώτικου τοπίου, που είναι εικόνες μοναδικής διαύγειας αλλά και απόλυτης μοναξιάς. Στην ίδια γραμμή θα κινηθεί και η γλώσσα του τριτοπρόσωπου αφηγητή: μια γλώσσα απογυμνωμένη και αντιδιακοσμητική που κατορθώνει εκ παραλλήλου να πυροδοτήσει κατά τόπους έναν υπόγειο λυρισμό, υποδεικνύοντας τον αισθησιακό, σχεδόν σωματικό τρόπο με τον οποίο θα βιώσει ο Ηλίας τη σιωπηλή ομορφιά της φύσης η οποία τον περιβάλλει. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θεωρώ μάλλον ατύχημα τις φαντασιακές ενσαρκώσεις των νεκρών ή των ζωντανών με τους οποίους συνομιλεί ο ήρωας: είναι τεχνικά πολύ αδύναμες, αν όχι και εντελώς προσχηματικές, αδικούν την ψυχολογία των χαρακτήρων και πάσχουν συχνά από έναν εντελώς αχρείαστο διδακτισμό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ