Γιώργος Βέλτσος
Μάγκντα Γκαίμπελς
Εκδόσεις Αγρα, 2015,
σελ. 88, τιμή 9 ευρώ

«Στο θέατρο της Ιστορίας, όταν θα πέσει η αυλαία, εμείς θα είμαστε στη σκηνή. Και πρόσεξε, το πρόβλημα που θέτει η Ιστορία δεν θα λυθεί από την τύχη αλλά από τη σκηνοθεσία. Γι’ αυτό θα σκοτώσεις τα παιδιά. Θα παραδώσεις την ύψιστη σκηνοθετική οδηγία. Θα γίνεις το Θέατρο». (σελ. 33)

Οσοι ήλθαν σε επαφή με την «Αυτοκρατορία» (2014) του Γιώργου Βέλτσου, είτε διαβάζοντάς την είτε παρακολουθώντας την παράσταση που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη (ΚΘΒΕ) σε σκηνοθεσία του Μιχαήλ Μαρμαρινού, αντιλαμβάνονται ότι το νέο του θεατρικό έργο λούφαζε υπομονετικά μέσα στο προηγούμενο. Η «Μάγκντα Γκαίμπελς» είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό κείμενο, ένα κείμενο πολεμικής που κατά τ’ άλλα θυμίζει τους τρόπους του Τόμας Μπέρνχαρντ, ένα κείμενο που γράφει την (και γράφεται από την) υπερένταση της εποχής του. Πρωταγωνίστρια (όπως διατείνεται ο τίτλος) είναι η γυναίκα του Γιόζεφ Γκαίμπελς, του διαβόητου «υπουργού Προπαγάνδας και Διαφωτίσεως του Λαού» στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ. Η Μάγκντα που υπήρξε «μια φανατική μάνα, μια φανατική ναζί», μια Μήδεια του εθνικοσοσιαλισμού, σκότωσε τα έξι παιδιά της και ύστερα, το 1945, με την πτώση του Γ’ Ράιχ, αυτοκτόνησε μαζί με τον άνδρα της στο μπούνκερ, «εδώ, μέσα στη γούβα του Αδη».

Η ίδια αποκαλύπτεται σε μια ερωτική επιστολή προς τον Φύρερ ως το θηλυκό του ισοδύναμο· σ’ εκείνον που την είχε αποκαλέσει «μάνα της Γερμανίας» εξομολογείται: «Εγινα τέρας για την πίστη μου προς εσάς. Δεν γέννησα τα παιδιά μου μόνον για σας αλλά και τα σκότωσα», όχι με δηλητήριο «όπως ισχυρίζονται οι ιστορικοί», αλλά «τα έπνιξα ένα ένα με τα χέρια μου μπροστά στον καθρέφτη». Πράγμα που αν το δούμε τελείως δραματουργικά είναι, αν μη τι άλλο, μια υπερπαραγωγή σε σχέση με αυτό που όντως συνέβη. Ο χρόνος που επικρατεί πάντως σε τούτο το έργο είναι ο «τετελεσμένος μέλλων». Και μέσω αυτού ακριβώς κυριαρχεί ο λόγος του Γιόζεφ Γκαίμπελς που ισχυρίζεται ότι είναι απλώς «ένας υπηρέτης της πολιτικής ως δραματικής τέχνης, ένας ηθοποιός» και κραυγάζει (με πολλούς διαφορετικούς τρόπους) ότι «ο πόλεμος είναι το κέρδος» για το γερμανικό έθνος.

Ο ίδιος μια φορά, λέει, επισκέφθηκε στη Βιέννη τον Φρόιντ, ο οποίος, έχοντας ως Εβραίος «το χάρισμα της προφητείας», προβλέπει τα στρατόπεδα εξόντωσης, το Ολοκαύτωμα, «δεκαπέντε χρόνια πίσω». Αλλά και ο άλλος, ο αυτοπροσδιοριζόμενος ως «ο μοναδικός διανοούμενος του ναζιστικού κόμματος», προβαίνει σε προβλέψεις: «Σε πενήντα χρόνια, Φρόιντ, στις αρρωστημένες δημοκρατίες της Ευρώπης θα υπερτερούν πάλι τα ναζιστικά κόμματα. Οι δίκες που θα επακολουθήσουν την ήττα μας δεν θα μπορέσουν να καταδικάσουν ό,τι δεν αφήνεται να δικαστεί: το ριζικό κακό». Σε ένα άλλο σημείο ο Γκαίμπελς, μιλώντας στον υπασπιστή του, τον Σβαίγκερμαν, συνεχίζει τις προβλέψεις: «Στο μέλλον, όταν ο κομμουνισμός δεν θα υφίσταται, ο ναζισμός θα επανέλθει ως ο πληρέστερος ορθολογισμός στην καρδιά αυτού που θα ονομάσουν νεοφιλελευθερισμό. Μια εξουσία μπορεί να ανατραπεί από μιαν άλλη, αλλά όχι από μια βασική αρχή: το αίμα. Το προκείμενο στην Ιστορία είναι το αίμα. Και όχι η αλήθεια». Δεν παραλείπει, τέλος, να αναφερθεί κάπου και στην (ιστορική) επίσκεψή του στην Αθήνα, όπου τον υποδέχθηκε ο «γλείφτης» δικτάτορας Μεταξάς και όπου «επισκέφθηκα μάλιστα το σπίτι κάποιου Μέρκελ στα προάστια συνοδευόμενος από έναν χερρ Κοτζιά»!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ