Lorenz Langenegger
Bei 30 Grad im Schatten
(Στους 30 βαθμούς υπό σκιά)
Εκδόσεις Jung und Jung,
Σάλτσμπουργκ, 2014,
σελ. 144, τιμή 17,90 ευρώ

Αναπάντεχες εξελίξεις στη ζωή του τριαντάρη Γιάκομπ Βάλτερ, υπαλληλίσκου στην εφορία της Βέρνης. Υστερα από δέκα χρόνια έγγαμου βίου είναι ξεκάθαρο ότι η Εντιτ απόψε δεν θα γυρίσει σπίτι μετά την επίσκεψη του Σαββατοκύριακου στους γονείς της. Η Εντιτ δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. Οι οιωνοί ήταν αρκετοί το τελευταίο διάστημα, αρκεί να τους ερμήνευε κανείς σωστά. Η άδοξη σχέση τους τέλειωσε άδοξα. Ο Βάλτερ αποφασίζει να εξαφανιστεί προς άγνωστη κατεύθυνση, να ρίξει το κλειδί στο γραμματοκιβώτιο, να μην ενημερώσει την υπηρεσία. Αναζητεί έναν φίλο στη Ζυρίχη, αλλά αυτός έχει μετακομίσει, πηγαίνει με το τρένο στην Ανκόνα, βλέπει το φεριμπότ, επιβιβάζεται και ξεκινά για την Ελλάδα, μια χώρα που ήξερε μόνο από το μάθημα της Ιστορίας στο σχολείο και το τελευταίο διάστημα από τις εφημερίδες. Η Ελλάδα έχει γίνει πάλι μεγάλη δύναμη και συγκλονίζει την Ευρώπη.

Ο Γιάκομπ Βάλτερ είναι ο ήρωας του δεύτερου μυθιστορήματος του τριαντάρη ελβετού συγγραφέα Λόρεντς Λανγκενέγκερ με τίτλο «Στους 30 βαθμούς υπό σκιά». Ο Λανγκενέγκερ πέραν της πεζογραφίας έχει ήδη μια επιτυχημένη πορεία ως θεατρικός συγγραφέας σε σημαντικές γερμανικές σκηνές. Στο πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Εδώ στη βροχή» ο Γιάκομπ Βάλτερ τολμά την πρώτη διαφυγή από τον μετρημένο βίο του με την Εντιτ, μια εκδρομή ένα βροχερό Σαββατοκύριακο στο Τιτσίνο. Τώρα ακολουθεί η μεγάλη έξοδος προς την Ελλάδα.
Ρωτήσαμε τον συγγραφέα γιατί στέλνει τον Βάλτερ στην Ελλάδα και όχι στην Πορτογαλία ή στην Ιρλανδία. «Τον στέλνω στην Ελλάδα», απαντά, «κατ’ αρχήν επειδή εγώ ο ίδιος ξέρω τη χώρα και έχω επισκεφθεί πολλές φορές τη Μάνη, σε αντίθεση με την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία. Ανεξάρτητα απ’ αυτό όμως βρίσκω ότι η Ελλάδα ταίριαζε στον ήρωα και στη χρονική στιγμή της ζωής του, επειδή αυτή η χώρα συμβολίζει και κάτι άλλο, σε σύγκριση με την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία. Συμβολίζει κάτι το αρχέγονα ευρωπαϊκό, αφού απ’ αυτήν προερχόμαστε εμείς και η παράδοσή μας. Ταυτόχρονα ήταν ένα θέλγητρο για μένα ο ήρωας με τη μικρή, ιδιωτική του κρίση να ταξιδέψει στο κέντρο της ευρύτερης, της μεγάλης κρίσης».
Στην Ελλάδα ο Βάλτερ θα ζήσει για τα δεδομένα του πράγματα φοβερά και τρομερά: θα γευθεί τον ήλιο, θα φάει σαρδέλες στα κάρβουνα, θα εντυπωσιαστεί από τη ζουμερή πατρινή ξενοδόχα Ναταλία, θα κοιμηθεί ένα βράδυ στην παραλία, θα συναντήσει έναν αδέσποτο σκύλο που θα τον συνοδεύσει με το λεωφορείο στην Πελοπόννησο. Μετά την Καρδαμύλη θα καταλήξει σε έναν φάρο στο νότιο Ταίναρο και ατενίζοντας το ατέλειωτο γαλάζιο θα συνειδητοποιήσει ότι το βλέμμα του δεν βρίσκει έρμα στην απεραντοσύνη.
Ο συμπαθητικός μας ήρωας, ο μετριότατος κύριος Βάλτερ, καταλαβαίνει ότι το ταξίδι του τελείωσε. Ο ίδιος δεν ήταν καν για τη μεγάλη έξοδο, δεν έζησε καμιά περιπέτεια, η ψυχή του δεν ήταν διαρρυθμισμένη κατάλληλα για το τρομερό βήμα. Κι εκεί στο Ταίναρο θα νοσταλγήσει τον πραγματικό του κόσμο, την καθημερινή δουλειά στην εφορία, τα τετριμμένα και τα εσκαμμένα, με συμβολικό αποκορύφωμα της στενής του ευτυχίας τη γλυκιά ερώτηση της Εντιτ κάθε Κυριακή στο πρωινό: «Θέλεις ένα αβγό;». Κι όμως, το μυθιστόρημα του Λανγκενέγκερ είναι με τον τρόπο του γοητευτικό, επειδή με συγγραφική δεξιοτεχνία αναδεικνύει τη μετριότητα του μέσου ανθρώπου στην Κεντρική Ευρώπη και ταυτόχρονα της χαρίζει αξιοπρέπεια.
Το ταξίδι στη Μάνη


Μεταξύ Πάτρας και Μάνης ο Βάλτερ περνά από την Αθήνα και κάνει τη νενομισμένη επίσκεψη στην Ακρόπολη. Συναντά εκεί έναν εκκεντρικό βρετανό φιλέλληνα ονόματι Γουίλιαμ που συλλέγει υπογραφές για την επιστροφή των Ελγινείων και με μια υποβλητική κίνηση του δείκτη του υποδεικνύει την επιβεβλημένη συνέχεια του ταξιδιού: την Καρδαμύλη. Διαισθανόμαστε εδώ την απήχηση του Πάτρικ Λη Φέρμορ. «Ναι, έχω διαβάσει βέβαια το έργο του Λη Φέρμορ για τη Μάνη» λέει ο Λανγκενέγκερ.
«Στην πρώτη εκδοχή του βιβλίου μου μάλιστα το πρόσωπο αυτό λεγόταν Πάτρικ. Μετά όμως σκέφθηκα ότι η ομοιότητα με τον Λη Φέρμορ θα ήταν υπερβολικά προφανής για τους επαΐοντες κι έτσι του έδωσα τελικά το όνομα Γουίλιαμ, από τον συναγωνιστή του Φέρμορ Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος. Μαζί είχαν απαγάγει στην Κρήτη τον διοικητή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, τον στρατηγό Χάινριχ Κράιπε. Οσο για τη Μάνη, είναι ένας κόσμος που δεν είχα δει ποτέ πριν, και σίγουρα όχι στην Ευρώπη. Οσο νοτιότερα προχωρεί κανείς, το τοπίο γίνεται πιο απέριττο, τα δέντρα πιο χαμηλά, δίνουν τη θέση τους στους θάμνους και τελικά φθάνει κανείς σε ένα είδος ερήμου. Εχει κάτι το εντυπωσιακό και αρχαϊκό, αλλά και το ξένο και εξωτικό».
Το «Πρωτόκολλο Περσέας»


Τα τελευταία χρόνια κάποιοι γερμανόφωνοι συγγραφείς ανακαλύπτουν την Ελλάδα ως λογοτεχνικό τόπο. Ο Κάι Χένζελ έγραψε το συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ «Πρωτόκολλο Περσέας» που εκτυλίσσεται στη σημερινή Κρήτη και στην Αθήνα της αβεβαιότητας και της κρίσης. Ο Νταρίους Κοπ, κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα της Τερέζια Μόρα «Το τέρας», που τιμήθηκε το 2013 με το βραβείο των γερμανών εκδοτών για το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς, καταλήγει στην Αθήνα και ύστερα από πολλαπλά πλήγματα της μοίρας καταρρέει στη σκιά της Ακρόπολης, περιτριγυρισμένος από εξαγριωμένους έλληνες διαδηλωτές.
Στις διαδηλώσεις της πρωτεύουσας εμπλέκεται και η Νέλια Φεν, ηρωίδα του βιβλίου της αυστριακής συγγραφέως Μαρλένε Στρεερούβιτς «Το ταξίδι μιας νεαρής αναρχικής στην Ελλάδα». Και τώρα η ελληνική «περιπέτεια» του Γιάκομπ Βάλτερ. «Οι συγγραφείς», πιστεύει ο Λανγκενέγκερ, «στρέφονται περισσότερο στην Ελλάδα, επειδή είναι βέβαιοι ότι τα προβλήματα της χώρας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά αλλά αφορούν όλους μας. Μπορεί η οικονομία της υπερχρέωσης να οδηγήθηκε στην Ελλάδα στα άκρα, το σύστημα όμως είναι παντού το ίδιο. Στην ενασχόλησή μας με την Ελλάδα μπορούμε να θέσουμε μια σειρά ερωτήματα: Θα πλήξει η κρίση κι εμάς; Πότε; Πώς θα αντιδράσουμε τότε; Και τι θα επακολουθήσει;».
Σε αντίθεση με τη γερμανόφωνη δημοσιογραφία, η λογοτεχνία αρνείται να υποκύψει στον μανιχαϊσμό του Καλού και του Κακού. Ή μάλλον επανεξετάζει και επαναπροσδιορίζει τους πόλους του. Με τα λόγια του ίδιου του Λόρεντς Λανγκενέγκερ: «Με την κρίση η Ελλάδα συμβολίζει κάτι που συγκινεί τους ανθρώπους και κατά συνέπεια και τους συγγραφείς. Κάτι εντελώς διαφορετικό από την Ιρλανδία για παράδειγμα που θεωρείται πρότυπο στην αντιμετώπιση της κρίσης ή την Πορτογαλία που εφαρμόζει χωρίς πολλές γκρίνιες τους όρους του Μνημονίου και τις επιταγές των περικοπών.
Η Ελλάδα εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση, που τουλάχιστον στο πρόγραμμά της περιλαμβάνει έναν διαφορετικό χειρισμό αυτής της κρίσης. Από το 2008 περιμένω να βγει κάποιος και να πει «ναι, έγιναν λάθη, το οικονομικό σύστημα απέτυχε, πρέπει τώρα να το αλλάξουμε». Αλλά δεν το έκανε κανένας. Ολοι, με πρώτους τους Ελβετούς και τους Γερμανούς, έκαναν τα πάντα για να σώσουν τις τράπεζές τους και όλα συνεχίζονται σαν να μη συνέβη τίποτε. Η Ελλάδα τουλάχιστον προτείνει να δοκιμάσουμε κάτι άλλο».
Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ