Βίκυ Τσελεπίδου
Eλενίτ
Εκδόσεις Νεφέλη, 2014,
σελ. 104, τιμή 8,90 ευρώ

Μικροδιήγημα, μπονζάι διήγημα, διήγημα της λεγόμενης αστραπιαίας μυθοπλασίας (flashfiction). Οι όροι πολλοί, αλλά το χαρακτηριστικό ένα: εξαιρετική συντομία. Είναι το διήγημα που διαβάζεται στον χρόνο που διαρκεί ένα τσιγάρο, ορίζουν ορισμένοι. Εντονα αποσπασματικό, ελλειπτικά βραχύ και πολύ δημοφιλές στην εποχή μας, αποτυπώνει τη σχέση μας με τον χρόνο σε καιρούς που οι διάρκειες σμικρύνονται. Η νέα γενιά ελλήνων διηγηματογράφων δείχνει να αγαπά το είδος πολύ –όχι πάντοτε με ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Η συλλογή Ελενίτ(Νεφέλη, 2014) της πρωτοεμφανιζόμενης Βίκυς Τσελεπίδου ανήκει στις αξιόλογες περιπτώσεις μικροδιηγήματος. Είκοσι πέντε διηγήματα, με πρωταγωνίστριες κυρίως γυναίκες, γριές και φοιτήτριες, συζύγους, μάνες, κόρες και ερωμένες, χριστιανές και μουσουλμάνες. Ιστορίες του χωριού αλλά και της πόλης, από την πλατεία Αγίας Ειρήνης στο Μοναστηράκι ως τα πομακοχώρια της Θράκης. Θεματική κλωστή που διατρέχει τα διηγήματα είναι η οικογένεια και οι οικογενειακές σχέσεις -που κάθε άλλο παρά πρότυπες είναι. Η σκοτεινή πλευρά τους έρχεται στην επιφάνεια: βία, κακοποίηση, κυνικός υπολογισμός. Στο γοτθικής αγριότητας «Στο χιόνι» μια γρια τεμαχίζει τον νεκρό γιο της. Στο «Κρίκος ανάμεσα» μια λεχώνα βάζει το βρέφος της στην κατάψυξη –φτυστό ο πατέρας της. Στο «Χρυσός με σμαραγδένια πέτρα» μια γυναίκα παιδεύεται πώς να αποσπάσει τον χρυσό σταυρό του πεθαμένου ψυχοπατέρα της από το κουφάρι του την ώρα της κηδείας.
Η τριανταεννιάχρονη Τσελεπίδου, γέννημα Καβάλας και κάτοικος Ξάνθης, συμβολαιογράφος το επάγγελμα, ζωγραφίζει το αποκρουστικό αλλά πραγματικό πρόσωπο της ανθρώπινης μοναξιάς. Στο «Σκληρό ψωμί», το καρβέλι του Λευτέρη τον περιμένει στον φούρνο ενώ εκείνος άψυχος κρέμεται στην πολυθρόνα του. Στο σαρκαστικό «Ψυγείο», ένας μουγκός εργένης κλείνεται στο ψυγείο, έκπληξη για όσους κάποτε τον αναζητήσουν. Η Σόνια, την ώρα που αβγοκόβει μια κοτόσουπα για τον Γιώργο, αναθυμάται ένα σπασμένο χέρι, ένα κενό αέρος και τη στιγμή της αποκάλυψης της κρυφής εγκατάλειψης. Στα αυτοβιογραφικά «Μέδουσα, 6 Ιουνίου 2014» και «YalanDünya» μια συμβολαιογράφος, με προνομιακή εξ επαγγέλματος πρόσβαση στη ζωή των πελατών της, ανακαλύπτει τον μικροαστικό συμφεροντολογισμό, αλλά και την τρυφερότητα, περίκλειστων κόσμων. Σύγχρονες ιστορίες, χωρίς την κρίση να φιγουράρει ακκιζόμενη στο προσκήνιο. Συγκινητικός αποχαιρετισμός στον πρόωρα χαμένο πεζογράφο Πέτρο Κουτσιαμπασάκο (1965-2014) είναι το διήγημα «Ο Πέτρος».
Στο καλό μικροδιήγημα, τα λεγόμενα, αφαιρετικά στο έπακρο, συμπυκνώνονται σχεδόν ποιητικά, η συγκίνηση προκαλείται από το ανείπωτο και το ανείδωτο, από αυτό που συμβαίνει εκτός σκηνής, όπως στο αινιγματικό «Ελενίτ» που δίνει τον τίτλο σ’ ετούτη τη συλλογή. Μεταξύ του ελενίτ και της γυψοσανίδας της οροφής ενός υπνοδωματίου, τα περιστέρια έχουν φτιάξει φωλιά. Η Λου έχει εφιάλτες ότι τα περιστέρια πέφτουν στο κεφάλι της. Σκηνές χιτσκοκικών «Πουλιών» και υπερρεαλιστικές εικόνες επικάθονται στις φοβίες -ή στις παραισθήσεις, άραγε;- της Λου. Τι είναι η Λου, πού βρίσκεται αυτό το δωμάτιο, γιατί ο συνομιλητής της της συστήνει να ξυρίσει το κεφάλι της; Οι ερμηνείες μας θα δώσουν στα γραμμένα πολλαπλές όψεις, η Λου από πρόσωπο γουντιαλενικά κωμικό μπορεί να καταλήξει σπαρακτικά τραγικό.
Την τεχνική της αφαίρεσης δεν εφαρμόζει παντού η Τσελεπίδου με την ίδια επιτυχία. Στη «Διαδρομή της χελώνας», οι δύο ιστορίες της αφήγησης, ασύνδετες μεταξύ τους, κρέμονται χαλαρά, χάνοντας η καθεμιά τη δραστικότητά της ως μονάδας. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, που εμβολίζεται πλαγίως από τον λόγο των ηρώων, ελάχιστοι διάλογοι, σκληρός ρεαλισμός που αποδίδεται με γλώσσα αφτιασίδωτη και λόγο κοφτό, προφορικό, σύνταξη χασματική, νόημα κρυπτικό είναι τα συνεπή χαρακτηριστικά της γραφής της.
Τις ικανότητές της στη διάπλαση γεμάτων χαρακτήρων και στη σύνθεση πλοκής που επιδέξια εκτυλίσσεται δείχνει η συγγραφέας σε δύο από τα εκτενέστερα διηγήματα της συλλογής, στις «Λιωμένες φράουλες» και στο «Μισό». Η υπόθεση κοινή: ένα μοιραίο γεγονός δείχνει τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως φαίνονται στη σχέση ενός ζευγαριού.
Δυνατό σημείο της θρακιώτισσας πεζογράφου η λεπτομερής οικοδόμηση των σκηνικών μέσα στα οποία κρίνονται οι χαρακτήρες της. Με εικόνες οπτικές, οσφρητικές και ακουστικές αποδίδει την αποπνικτική ατμόσφαιρα ενός φοιτητικού δωματίου νοσηρής αλληλεξάρτησης, την αγωνία της ηλικιωμένης γυναίκας που ψυχορραγεί πεσμένη αβοήθητη σε ένα μονοπάτι προσκυνήματος, το σκηνικό ενός τροχαίου δυστυχήματος όπου η ανεπανόρθωτα θραυσμένη ζωή της κανονικότητας βρίσκεται παντού: στις λιωμένες λαμαρίνες, στις καμένες σάρκες, στα πολτοποιημένα τρόφιμα μιας σακούλας σουπερμάρκετ.
Οργή, εχθρότητα, μίσος, βία, αναλγησία, σχέσεις νοσηρές, εικόνα ζοφερή. Χαραμάδα φωτεινή η γριά Πομάκα Χαμιντέ. Οχι γιατί έχει λιγότερους καημούς, αλλά γιατί παραδέχεται με χαμόγελο στα όμορφα μάτια της, ότι η ζωή πάει μπροστά ακόμη κι όταν φλερτάρει με τη φρίκη. Μια γείωση στην πραγματικότητα, που σπανίως είναι ροζ, από μια ενδιαφέρουσα πεζογράφο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ