Κατά τον γάλλο φιλόσοφο Ζιλιέν Μπεντά ως διανοούμενος δεν νοείται ο απλός παραγωγός στοχασμού, αλλά ο κτήτορας και φύλακας ταυτόχρονα της ανεξάρτητης κρίσης, αφοσιωμένος στην αλήθεια και μόνο. Ο ιδεότυπος του Μπεντά, άλλοτε επιβεβαιώνοντας άλλοτε διαψεύδοντας τον ορισμό του, άσκησε ιδιαίτερη επίδραση ως διακριτός κοινωνικός ρόλος στη Δύση μετά το 1900. Τρία βιβλία που εκδόθηκαν ταυτόχρονα στα τέλη του 2014 επαναξιολογούν πτυχές του ή προσφέρονται ως υλικό τεκμηρίωσης τοποθετώντας τον σε ένα χρονικό εύρος που, κατά μίμηση των όρων του Ερικ Χόμπσμπαουμ, θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει «μακρό 20ό αιώνα».
Το περίγραμμα του διανοουμένου, όπως τον σκιαγραφεί ο ιταλός ιστορικός του Πανεπιστημίου Κορνέλ Εντσο Τραβέρσο στη συζήτησή του με τον γάλλο δημοσιογράφο Ρεζίς Μεϊράν που εκδόθηκε με τον τίτλο «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;», εντάσσεται σε έναν διευρυμένο 20ό αιώνα που ανοίγει με την υπόθεση Ντρέιφους και κλείνει με την πτώση του κομμουνισμού το 1989, διαγράφοντας ένα τόξο ακμής και παρακμής. Αποτελεί διακριτή κοινωνική ομάδα, με σαφέστερη τοποθέτηση στην Αριστερά (από τη στιγμή που επιδίδεται στην κατασκευή ενός νέου φαντασιακού, κοινωνικών εναλλακτικών και ουτοπιών, κατά τον γερμανό φιλόσοφο Καρλ Μάνχαϊμ), χωρίς να αποκλείεται και η στοίχιση με τις συντηρητικές δυνάμεις υπό το παράδοξο, ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση πρόταγμα ενός εκπεφρασμένου αντιδιανοουμενισμού. Η ελίτ των εγγραμμάτων έχει τα εχέγγυα και το προνόμιο να μιλά εξ ονόματος ευρέων στρωμάτων του κοινωνικού σώματος: είναι η στιγμή των «οργανικών διανοουμένων» του Αντόνιο Γκράμσι, συνδεδεμένων με μαζικά πολιτικά κόμματα και συγκροτημένες ιδεολογικές παρατάξεις, στρατευμένων αντικομφορμιστών στο πρότυπο του Ζαν-Πολ Σαρτρ, οι οποίοι όμως διατηρούν το δικαίωμα στην ανεξάρτητη σκέψη.
Οταν ενσκήπτουν οι μεγάλες μεταβολές του τέλους του 20ού αιώνα, η γιγάντωση της πολιτιστικής βιομηχανίας, η αύξηση της επιρροής των ΜΜΕ, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η απομείωση της ισχύος των κομμάτων στη Δύση και η αποσύνδεση της ταύτισης των πολιτών με αυτά, η εικόνα του διανοουμένου ξεφτίζει. Ο γραπτός πολιτισμός αντικαθίσταται από τον πολιτισμό της εικόνας, ο διανοούμενος από τη μιντιακή προσωπικότητα, ο Πιερ Μπουρντιέ από τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί. Οι σημερινοί κριτικά σκεπτόμενοι ακαδημαϊκοί έχουν «τεράστια διανοητική επιρροή» αλλά μηδενικό πολιτικό αντίκτυπο. Το «μελαγχολικό στοίχημα» των ηττημένων επαναστάσεων με το οποίο κλείνει ο Τραβέρσο μοιάζει ταιριαστό ρέκβιεμ για την οικεία μορφή του διανοουμένου του 20ού αιώνα.
Η γοητεία του ολοκληρωτισμού


Μια μελαγχολική διαπίστωση αποτελεί και την αφετηρία της πραγματείας «Η σαγήνη των Συρακουσών. Διανοούμενοι στην πολιτική» του Μαρκ Λίλα, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια: η «ευθύνη των διανοουμένων» ως προς τη συμπαράταξή τους με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα της παραπάνω περιόδου. Ο Λίλα συνομιλεί με τον Τραβέρσο εφόσον ουσιαστικά προβληματοποιεί την παρατήρησή του για τους κατά Γκράμσι «οργανικούς διανοουμένους»: «όταν σοβαροί διανοητές γράφουν για σοβαρά ζητήματα δεν συμμετέχουν σε γεωμετρικά παιχνίδια εσωτερικού χώρου. Γράφουν διεισδύοντας στα κατάβαθα της εμπειρίας τους για να μπορέσουν να προσανατολιστούν μέσα στον κόσμο». Ιχνηλατώντας λοιπόν την πολιτική πορεία των Μάρτιν Χάιντεγκερ, Χάνα Αρεντ, Καρλ Γιάσπερς, Καρλ Σμιτ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Αλεξάντρ Κοζέβ, Μισέλ Φουκό και Ζακ Ντεριντά, άλλων στον πυρήνα, άλλων στις παρυφές ναζισμού ή μαρξισμού, ο Λίλα επιχειρεί να χαρτογραφήσει το όριο της αλληλεπίδρασης ιδεολογίας και κριτικής σκέψης.
Η προσέγγισή του ακολουθεί τα νήματα του στοχασμού, των πολιτικών επιλογών ή της στάσης ζωής που συνδέουν τους πρωταγωνιστές του, οργανωμένα γύρω από το ερώτημα της υπόρρητης, χαϊντεγκεριανής στοίχισής τους με μια θεολογικού, αποκαλυψιακού τύπου θέαση του κόσμου. Ωστόσο, η «σαγήνη των Συρακουσών», η αναφορά του αμερικανού συγγραφέα στην αποτυχημένη προσπάθεια του Πλάτωνα να καθοδηγήσει φιλοσοφικά τον τύραννο της σικελικής πόλης Διονύσιο Β’, δεν είναι απόρροια ανορθολογισμού, αλλά ηθικής απόκλισης. Στο πλατωνικό επίμετρο που ανακεφαλαιώνει και νοηματοδοτεί το βιβλίο ο Λίλα διαπιστώνει ότι οι «φιλοτύραννοι διανοούμενοι» του 20ού αιώνα υπήρξαν «ηδονοβλεψίες της πολιτικής», στρατευμένοι όπως στη μεταπολεμική Γαλλία ή αποστασιοποιημένοι όπως στην προπολεμική Γερμανία, εξίσου τυφλωμένοι από τη διανοητική τυραννία των παθών που προβάλλουν στην πολιτική. Ωστόσο, η ατομική ευθύνη στην οποία καταλήγει να αποδίδει την «προδοσία των διανοουμένων» μοιάζει ατελής από ιστορική σκοπιά. Αποτελεί καίρια χρηστική συμβουλή επαγρύπνησης, όχι όμως και αποτελεσματική ερμηνευτική προσέγγιση, εφόσον τελικά απολήγει σε περιπτωσιολογία. Είναι γεγονός ότι το ταξίδι στις Συρακούσες είναι μια μοναχική εμπειρία. Οταν όμως διαπιστώνει κανείς πολλές παράλληλες πορείες προς τον ίδιο προορισμό, έχει χρέος να στραφεί και στους όρους της συλλογικής εξήγησης.
Η στράτευση ως αυτολογοκρισία


Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να χρησιμεύσει το κείμενο του Κώστα Βάρναλη, το οποίο άλλωστε εμπίπτει στο πεδίο της ερμηνείας του Λίλα. Η πρόσφατη έκδοση των ταξιδιωτικών εντυπώσεών του με τίτλο «Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ» αποτελεί δείγμα ενός προνομιακού λογοτεχνικού είδους αντιπαράθεσης μειζόνων διανοουμένων, αυτού της αυτοψίας στην ΕΣΣΔ. Ο Βάρναλης την επισκέπτεται ως ήδη φτασμένος ποιητής το 1934, όντας ο εμβληματικότερος εκπρόσωπος της λογοτεχνικής πρωτοπορίας του ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο. Επιστρέφοντας δημοσιεύει στην εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» μια σειρά κειμένων στα οποία προβάλλει την πραγμάτωση της σοσιαλιστικής κοσμογονίας: βιομηχανία, θεσμική μεταρρύθμιση, κοινωνική πρόνοια, οικογενειακό δίκαιο, εκδημοκρατισμός της τέχνης. Η μεταβολή της κοινωνικής συνθήκης αλλάζει δραματικά προς το καλύτερο τα υλικά δεδομένα της καθημερινής ζωής όσο και τις ηθικές στάσεις και τις συνειδήσεις. Στα νεότευκτα ιδρύματα με το ευφάνταστο όνομα «προφυλακτόριουμ», για παράδειγμα, οι πρώην πόρνες βιώνουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία επανεκπαίδευσης: «με τη διδασκαλία, την εργασία και την ελευθερία, οι περισσότερες «αποκαθαίρονται» ηθικά και φτάνουν να γίνουν από τις καλύτερες «ουντάρνικες» στα εργοστάσια, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, δασκάλισσες, βιολονίστριες κ.τ.λ.».
Ο Βάρναλης, πολιτικά ανεξάρτητος στη διάρκεια του βίου του (δεν ήταν και δεν έγινε ποτέ μέλος του ΚΚΕ, η συμπόρευσή του παρέμεινε εθελούσια), καταγράφει τις αστοχίες: τις ουρές αξημέρωτα στα κρατικά καταστήματα, τη σπανιότητα των ταξί, την κρίση της κατοικίας στη Μόσχα. Επιλέγει όμως να μην τις σχολιάσει κριτικά, να μην συνάγει από αυτές οποιαδήποτε ανεπάρκεια του καθεστώτος. Αυτό συμβαίνει γιατί επιδίωξή του είναι η ένταξη των λεπτομερειών σε ένα συνολικό αφήγημα –τη χαρτογράφηση μιας ουτοπίας εν πορεία, μέτρο της οποίας μάλιστα δεν είναι η επαγγελία του σοσιαλιστικού ιδεώδους (βάσει της οποίας ο επίσης κομματικά ανεξάρτητος Αντρέ Ζιντ το 1936 απορρίπτει το εγχείρημα στην «Επιστροφή από τη Σοβιετική Ενωση»), αλλά το τσαρικό παρελθόν, το ελληνικό παρόν, ο «αστικός πολιτισμός». Η στράτευση στην Ουτοπία ωστόσο απαιτεί, όπως κάθε στράτευση, την ιεράρχηση των αξιών: μια ιστορία της ελπίδας προηγείται μιας ιστορίας χαμένων ευκαιριών, μια κριτική των πεπραγμένων στο παρόν υπονομεύει το μέλλον. Στην ουσία ο Βάρναλης και οι λοιποί απολογητές του υπαρκτού σοσιαλισμού, εφόσον δεν διαφωνούν είτε εντός του κομμουνιστικού κόμματος είτε δημόσια, αναστέλλουν τον κριτικό τους στοχασμό (την κρίσιμη ιδιότητά τους ως διανοουμένων) ανάγοντας σε υπέρτερη αξία την πιθανότητα πραγμάτωσης ενός ιδανικού. Εξ ου και η «Ρωσσία των Σοβιέτ» ενίοτε μεταφέρει ατόφια την προπαγάνδα του καθεστώτος: «οι φυλακές δεν είναι τόποι τιμωρίας όπου το καθεστώς εκδικείται τους οχτρούς του. […] Είναι τόποι ηθικού καθαρμού, όπου οι εγκληματίες μεταμορφώνονται σε «καλούς», ήτοι χρήσιμους για το κοινωνικό σύνολο ανθρώπους». Το παράδειγμα το οποίο προβάλλει ως επιστέγασμα της άποψής του ο Βάρναλης, οι «200 χιλ. [εγκληματίες] που δουλέψανε θεληματικά στο άνοιγμα του καναλιού της Λευκής Θάλασσας», είναι γνωστό σήμερα ότι αναφέρεται στην πραγματικότητα σε καταναγκαστικά έργα τροφίμων των πρώτων γκουλάγκ, από τους οποίους 12.000-25.000 πέθαναν στη διάρκεια της κατασκευής της διώρυγας.
Η κατίσχυση των μεγάλων ιδεολογικών μύθων στο συλλογικό φαντασιακό, η κοινωνική τους απήχηση και η συνακόλουθη μετάφρασή τους σε πολιτική συστράτευση αποτελούν το νήμα της Ιστορίας που συνέχει τον 20ό αιώνα. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλει να αναζητηθεί η «σαγήνη των Συρακουσών» του Λίλα, η αναστολή της κριτικής συνείδησης του Βάρναλη ως διανοουμένου: το μόνο ίχνος επίκρισης εμφανίζεται στα ανέκδοτα σημειωματάρια του ταξιδιού και καταγράφεται από τον επιμελητή της έκδοσης, Νίκο Σαραντάκο, στο παράρτημα του κειμένου: «Σ’ όλους τους λόγους, τέλος, ο Στάλιν. Αυτή η προσωπολατρία τι σημαίνει;». Εν τέλει, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο προσανατολισμός στον αιώνα όσον αφορά την ακεραιότητα, την πνευματική υπόσταση και την παραδειγματική λειτουργία του διανοουμένου, όπως την περιγράφει ο Εντσο Τραβέρσο και την προβληματοποιεί ο Μαρκ Λίλα, συνοψίζεται στο αδημοσίευτο ερώτημα του Βάρναλη για την προσωπολατρία του Στάλιν. Μεταξύ ουτοπίας και εξουσίας, σύμφωνα με τις ιδεολογικές ταυτίσεις και τις πολιτικές επιλογές του καθενός, υπήρξε το διάστημα ανάμεσα στην αυτολογοκρισία και την παρρησία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ