Πριν από λίγες ημέρες η Τουρκία έχασε, και θρήνησε γι’ αυτό, έναν από τους κορυφαίους λογοτέχνες της σύγχρονης ιστορίας της. Ηταν ένα ακόμη Νομπέλ Λογοτεχνίας που περίμεναν πολλοί αλλά ποτέ δεν δόθηκε. «Ολη μου τη ζωή ένα όνειρο είχα: να γράψω λίγο παραπάνω, να γράψω λίγο καλύτερα» έλεγε ο κουρδικής καταγωγής συγγραφέας Γιασάρ Κεμάλ, ένας γίγαντας των τουρκικών γραμμάτων, που έφυγε από τη ζωή (28/2) σε ηλικία 92 ετών. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών είδε τον πατέρα του να δολοφονείται από τον Γιουσούφ, τον θετό του γιο, την ώρα που προσευχόταν στο τζαμί. Ο συγκλονισμός τού προκάλεσε ένα τραύλισμα. Το γιάτρεψε με τα ποιήματα που σκάρωνε και απήγγελλε δυνατά, με τα δημώδη τραγούδια της γενέτειράς του, εκεί, στη νότια, καρπερή πεδιάδα της αρχαίας Κιλικίας που σήμερα ονομάζεται Τσουκούροβα. Ο Γιασάρ Κεμάλ, που αργότερα αγάπησε τον Ομηρο, τον Θερβάντες, τον Σταντάλ, τον Τσέχοφ, ήταν αυτός που αποτύπωσε στο αχανές έργο του την προφορική παράδοση της βαθιάς Ανατολίας και την πέρασε στην αιωνιότητα.

Θωμάς Κοροβίνης, συγγραφέας
Γκϊουλέ γκϊουλέ, Γιασάρ μπαμπά*
Η τύχη το ‘φερε να γεννηθώ με τον Γιασάρ Κεμάλ την ίδια ημερομηνία, 6 Οκτωβρίου, τριάντα χρόνια αργότερα. Είχε την ηλικία του πατέρα μου. Τον ανακάλυψα ευτυχώς νωρίς, γιατί τα βιβλία του ήταν για μένα εκτός των άλλων και μαθήματα εθνογραφίας και γνωριμίας με τη λαϊκή θυμοσοφία και τους κλασικούς ήρωες της Ανατολίας. Το 1991 τον γνώρισα στην Κωνσταντινούπολη, σε μια τιμητική γι’ αυτόν συναυλία που είχε οργανώσει ο Ζουλφί Λιβανελί. Και το 1994 αξιώθηκα να μεταφράσω το μυθιστόρημά του «Ο Τσακιτζής» που εκδόθηκε απ’ την Αγρα, με εκτενή εισαγωγή για τους Ζεϊμπέκους που με απασχολούσαν ήδη σοβαρά ως ερευνητικό θέμα. Τέσσερα είναι τα πρόσωπα του τουρκικού πολιτισμού που με συνεπήραν απόλυτα: δύο ασυναγώνιστοι τραγουδιστές, η Χαμιγέτ Γιουτζεσές (1916-1996) και ο Ζεκί Μουρέν (1931-1996), ένας πολυσχιδής κινηματογραφιστής, ο Γιλμάζ Γκιουνέι (1937-1984) –που του έγραψα και αποχαιρετιστήριο τραγούδι -, και προπάντων ο πνευματικός γίγας Γιασάρ Κεμάλ (1923-2015).
Ο εξέχων βετεράνος κούρδος δημιουργός, μοναδικός στυλίστας της ρεαλιστικής πεζογραφίας, που συμπυκνώνει στο πάμπλουτο έργο του όλες τις πτυχές της αποθησαυρισμένης ανατολίτικης σοφίας και κατέχει μια εκλεκτή θέση ανάμεσα στους κλασικούς της παγκόσμιας πεζογραφίας, υπερέχει τον 20ό αιώνα μαζί με τον ποιητή Ναζίμ Χικμέτ από όλα τα εμβληματικά πνευματικά αναστήματα της γείτονος που της κληροδότησαν σημαίνον έργο, όπως π.χ. ο Σαμπαχατίν Αλή, ο Ορχάν Βελή Κανίκ, ο Αζίζ Νεσίν, ο Κεμάλ Ταχίρ, ο Νετζατί Τζουμαλί. Είχε τιμηθεί με πλήθος βραβείων και υψηλών διακρίσεων, όμως, ήδη από το 1955, έτος κυκλοφορίας του επικού μυθιστορήματός του «Ο ψηλόλιγνος Μεμέτ» (σ.σ.: τελευταία φορά κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το 1981, όπως και «Ο μεσόστυλος» ή «Ο θρύλος των χιλίων ταύρων»), θα του ταίριαζε ένα Νόμπελ, που το χάρηκε βέβαια στο πρόσωπο του πολύ νεότερου και σπουδαίου Ορχάν Παμούκ, αν και ο ίδιος δεν θυμάμαι να αναφερόταν σε εκείνον. Το ορφανό επαρχιωτόπουλο, από ένα χωριό της περιφέρειας Αδάνων, που έχασε πέντε χρονών τον πατέρα του, μα και το δεξί του μάτι –που μου ‘φερνε πάντοτε στον νου τον δικό μας Ξενάκη -, στα είκοσί του ψήθηκε στα γράμματα δουλεύοντας σαν βιβλιοθηκάριος, έμαθε –ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση των Ασίκηδων –να παίζει σάζι, να αφηγείται λαϊκά παραμύθια και να τραγουδά και μετουσίωσε όλη αυτή την εμπειρία του περιπλανώμενου τροβαδούρου σε αριστοτεχνήματα μικρής πρόζας με θέματα αντλημένα από την εποποιία των λαϊκών θρύλων της Ανατολίας, συνδυάζοντας παράλληλα την αποσταγμένη πείρα του από τη βιωματική του πρόσληψη της αριστερής ιδεολογίας, την αγάπη του για τις τυραννισμένες ζωές των ανθρώπων της υπαίθρου, την τριβή του με τη λαϊκή γλώσσα και τις ιδιομορφίες της.
Εχω αδυναμία στις πνευματικές προσωπικότητες της Αριστεράς που κομίζουν και κάτι άλλο, πέραν των γνωστών συμβάσεων. Κι εδώ, σ’ εμάς; Δεν μας έλειψαν η Διδώ, ο Τσίρκας και αρκετοί άλλοι. Και αξιωθήκαμε έναν Ρίτσο. Ο αυτοδίδακτος αγωνιστής Γιασάρ Κεμάλ έχει ίσως ένα παραπάνω. Είναι απόλυτα ταυτισμένος με τους λαϊκούς του ήρωες, εργάτες της γης, μεροκαματιάρηδες της θάλασσας, προλετάριους των μεγαλουπόλεων, πλασμένος μαζί τους· δεν τους φαντάζεται, ούτε τους φτιάχνει. Τους περιέχει σαν ομοούσιος, όπως διακριτά σε όλο του το έργο περιέχει –δίπλα στον ύμνο του αγώνα των καταφρονεμένων –την αδιάλειπτη αγωνία του για τη σωτηρία της μάνας-φύσης, θέμα που ανέδειξε εξαιρετικά το σύγχρονο τουρκικό σινεμά με ταινίες που γυρίστηκαν βασισμένες σε ποιητικές νουβέλες του, όπως «Το χώμα σίδερο, ο ουρανός μπακίρι» κ.ά.
* Στο καλό, πατέρα Γιασάρ

Θεόδωρος Μαλικιώσης, εκδότης του Θεμελίου
Ο συγγραφέας των αδυνάτων και της κοινωνικής Τουρκίας

Με βαθιά συγκίνηση πληροφορήθηκα τον θάνατο του Γιασάρ Κεμάλ. Ηξερα ότι ήταν άρρωστος, ότι νοσηλευόταν. Τεράστια πνευματική φυσιογνωμία για τη γειτονική μας χώρα. Πολύ συχνά μάθαινα τα νέα του από την Κωνσταντινούπολη και τον κοινό μας φίλο Παναγιώτη Αμπατζή, ο οποίος μετέφρασε θαυμάσια αρκετά βιβλία του στη γλώσσα μας για το Θεμέλιο. Υπενθυμίζω: «Φύγανε και τα πουλιά», «Η θυμωμένη θάλασσα», «Οι αγάδες του Ακτσάσαζ», «Η ιστορία ενός νησιού» αλλά και τα «Χρώματα της ζωής και της γραφής: Συζήτηση με τον Alain Bosquet» όπου αναδύονται ο χαρακτήρας και οι ιδέες του.
Στην Ελλάδα, πέραν του μεγάλου ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, ο Γιασάρ Κεμάλ διαβάστηκε πολύ από το τέλος της δικτατορίας και πιο συστηματικά κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Ο ίδιος μαζί με τον Ασίζ Νεσίν υπήρξαν οι κορυφαίοι προοδευτικοί πεζογράφοι της σύγχρονης Τουρκίας, με διεθνή αναγνώριση. Ο Γιασάρ Κεμάλ πιο συγκεκριμένα ήταν μια προσωπικότητα με κύρος και αίγλη, απολάμβανε τεράστιο σεβασμό σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνική Τουρκία. Ηταν ο συγγραφέας των αδυνάτων και των διωκομένων, και γι’ αυτό ακριβώς διώχθηκε και ο ίδιος. Εκανε πολλές φορές φυλακή, δεν ξέρω αν βασανίστηκε. Ανέδειξε πάντως με παρρησία το κουρδικό ζήτημα, ήταν αφοσιωμένος σ’ αυτό και στήριζε, πιθανότατα και οικονομικά, τον πολιτικό αγώνα των Κούρδων για ίσα δικαιώματα και περισσότερη δημοκρατία.
Τον είχα συναντήσει από κοντά κάμποσες φορές. Μία από αυτές ήταν στην Τουρκία, όταν (επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη) πήγα εκεί με τον Νικηφόρο Βρεττάκο και τη Διδώ Σωτηρίου. Την Ελλάδα την είχε επισκεφθεί πολλές φορές. Μια φορά που βρισκόταν στην Αθήνα, πέρασε και από το βιβλιοπωλείο. Ο Γιασάρ Κεμάλ ήταν ένας άνθρωπος προσηνής και ζεστός, δύσκολα όμως του έπαιρνες πολλές κουβέντες. Δεν ήταν τόσο ανοιχτός και επικοινωνιακός όσο ο Ασίζ Νεσίν. Οταν μάλιστα συναντιόντουσαν αυτοί οι δύο και ο άλλος τού έκανε κριτική, ο Γιασάρ Κεμάλ του απαντούσε πάντοτε με μια ηρεμία, μια πραότητα.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Κεμάλ Σαδίκ Γκιοκτσελί. Με το ψευδώνυμο, με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστός, άρχισε να δημοσιογραφεί. Από την κεντροαριστερή εφημερίδα «Τζουμχουριέτ» απολύθηκε κάποια στιγμή πιθανώς λόγω ανωτέρας κρατικής παρέμβασης. Οι απόψεις του ενοχλούσαν. Ο Γιασάρ Κεμάλ είχε πολλές σχέσεις με το εξωτερικό και ιδιαίτερα με τη Γαλλία. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Παγκόσμιας Ακαδημίας για την Κουλτούρα και είχε προσωπική, φιλική σχέση με τον Φρανσουά Μιτεράν. Η πρώτη του γυναίκα ήταν Εβραία. Εκείνος ήταν Αλεβίτης, ανήκε δηλαδή στην πλέον εκσυγχρονισμένη πλευρά του Ισλάμ, στο πιο προοδευτικό κομμάτι μιας, κατά τ’ άλλα, θρησκευόμενης κοινωνίας. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, ήταν ο συντοπίτης του συγγραφέας Ντερμιτάς Τζεϊχούν που έλεγε ότι ο Γιασάρ Κεμάλ ήταν «ο Καζαντζάκης της Τουρκίας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ