Η επιτυχία του Καντ είναι απλώς η επιτυχία ενός θεολόγου, μια τροχοπέδη για την όχι και τόσο στέρεη γερμανική εντιμότητα.
Νίτσε, 1888
Υπάρχει μια αρχή που διέπει τις παρατηρήσεις όλων των θνητών: μπορεί κανείς να παρατηρεί τα τυφλά σημεία των άλλων, όχι όμως ταυτόχρονα και τις δικές του απροϋπόθετες προϋποθέσεις, τις οποίες φυσικά ξεχνά ή, πράγμα που είναι το ίδιο, απωθεί. Ετσι θα πρέπει να διαβάσουμε και τη συνολική διάγνωση του Νίτσε για τον Καντ (1724-1804): αφού ο Καντ ξύπνησε από τον δογματικό λήθαργο της νοησιαρχίας μέσω του Χιουμ, έριξε τους δικούς του επιγόνους σε έναν βαθύτερο λήθαργο, τον ανθρωπολογικό, όπου κανείς ονειρεύεται ότι ξυπνά στο «Βασίλειο των σκοπών», της «ηθικότητας», της «καλής» και «ελεύθερης θέλησης» και της «παγκόσμιας ειρήνης». Οσοι, στις μέρες μας, έχουν ξυπνήσει από τον ανθρωπολογικό λήθαργο τρίβουν τα μάτια τους ενώπιον ενός οικονομικού παγκόσμιου πολέμου που δεν λέει να κοπάσει.
Αυτόματο του καθήκοντος


Είναι γνωστό ότι τα κλισέ που συνοδεύουν την περσόνα τού αναμφισβήτητα μείζονος γερμανού διαφωτιστή είναι κυρίως αρνητικά. Οπως έγραφε χαρακτηριστικά ο είρων και μεγάλος στυλίστας της γραφής Χάινριχ Χάινε (1797-1856), «η ιστορία της ζωής του Καντ δύσκολα περιγράφεται, αφού ο Καντ δεν έχει ούτε ιστορία ούτε ζωή». Δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρά του, την Καινιξβέργη, ακολουθούσε καθημερινά αυστηρό προγραμματισμό (ενώ θεωρητικά απέρριπτε το μηχανιστικό μοντέλο), δίνοντας την εικόνα ενός «αυτόματου του καθήκοντος» (Νίτσε), και πέθανε μάλλον ευτυχής, στις 12.2.1804, εκστομίζοντας ένα «Καλώς έχει!» («Εs ist gut!»). Ισως επειδή είχε κατά νου τους στίχους από ποίημα του οιονεί φιλελεύθερου ηγεμόνα και προστάτη του, Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας, το οποίο δεσπόζει στην καντιανή Αισθητική ως μοναδική περιεχομενική αναφορά σε ποιητικό έργο τέχνης: «Ας αποσυρθούμε αγόγγυστα και χωρίς θλίψη από τη ζωή, αφού εγκαταλείψουμε τον κόσμο γεμάτο με τις ευεργεσίες μας». Ισως, πάλι, επειδή ένιωθε παρηγοριά με την «ιδέα» του Λόγου ότι «φυσικός προορισμός» μας είναι το «υπεραισθητό» και όχι ο θάνατος. Γίνεται αντιληπτό ότι η βασική καντιανή φιλοσοφική διάκριση του υποκειμένου σε εμπειρικό και υπερβατολογικό, σε φυσικό και έλλογο ον, ενσαρκώθηκε πλήρως από τον ίδιο τον εισηγητή της. Η εν λόγω διαφορά επανεγγράφεται και στην αισθητική εμπειρία του Υψηλού, όπου εντοπίζεται μια υπόρρητη απόρριψη της περατότητας του ανθρώπου: ενώ το εμπειρικό υποκείμενο πνίγεται μέσα στη δίνη των κυμάτων, το υπερβατολογικό αισθάνεται αθάνατο μέσα από τη ρυθμιστική «ιδέα» της υπεροχής του πάνω στη φύση και στον χρόνο.
Ας σημειώσουμε επιγραμματικά ότι η υπερβατολογική ελευθερία, η «πέτρα του σκανδάλου για τη φιλοσοφία», υπήρξε το διαρκές αίτημα και πάθος του Καντ. Τόσο η Αισθητική όσο και η Τελεολογία του δεν είχαν άλλη αποστολή από το να αντιπαραθέσουν στην έξωθεν επιβεβλημένη «μηχανή» (του κράτους, της μίμησης, της ρητορικής) το ιδιοφυές, αυτόνομο υποκείμενο, καθώς και έναν νέο τρόπο οριζόντιας αυτοοργάνωσης και διακυβέρνησης της κοινωνίας μέσω της παιδαγωγικής (Ρουσό) και του διαρκούς αυτοελέγχου, προοιωνιζόμενες έτσι την έλευση της κυβερνητικής και άρα αυτορρυθμιζόμενης κοινωνίας.
Παρ’ όλα αυτά, το εμπειρικό υποκείμενο, φέρ’ ειπείν ο ίδιος ο πανεπιστημιακός δάσκαλος και δημόσιος υπάλληλος Καντ, υποστήριζε, ως γρανάζι της κρατικής μηχανής της Καινιξβέργης, την απόλυτη υποταγή στον ηγεμόνα. Ο Καντ ταύτισε το παράγγελμα του Λόγου για έναν ηθικό (ελεύθερο) βίο με το παράγγελμα του ηγεμόνα του («Να συλλογίζεστε, όσο θέλετε και για ό,τι θέλετε. Αλλά να υπακούετε!»), τον οποίο αποκαλούσε τον «ένα και μοναδικό κύριο», θολώνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ υποταγής και ελευθερίας. Ο Φουκό, σχολιάζοντας το νέο καθεστώς του καντιανού υποκειμένου, έκανε λόγο για έναν «υποταγμένο ηγεμόνα», ο δε Νίτσε για τη νέα ιστορική καθολικότητα ονόματι δημοκρατική μάζα, όπου όλοι είναι σκλάβοι και ουδείς κύριος, γεγονός που είχε ολέθριες συνέπειες στην ιστορία της Γερμανίας, όταν εμφανίστηκε ένας κηδεμόνας-φύρερ.
Κριτική του καθαρού λόγου


Βέβαια ένας μεγάλος φιλόσοφος, και ειδικά ο Καντ, δεν κρίνεται αποκλειστικά από τα «εμπειρικά» δεδομένα και τις οφθαλμοφανείς δραστηριότητες του βίου του. Κρίνεται κυρίως από την καινοτομία των εννοιών και μεταφορών που επινόησε («συνθετικές κρίσεις a priori», «όροι δυνατότητας», «υπερβατολογική αυταπάτη», «κοπερνίκεια στροφή», «δικαστήριο του Λόγου») και τις κινήσεις που διέγραψε η σκέψη του καθώς επιχειρούσε να αποφύγει τις παγίδες των τότε κυρίαρχων δογματικών και σκεπτικιστικών φιλοσοφιών. Κρίνεται επίσης από την εντιμότητά του να εκθέσει τα όρια της κατανόησης –παρότι ο Νίτσε τον μετονόμασε σε cant, ήτοι ηθικολόγο υποκριτή, επειδή εν τέλει υπήρξε φερέφωνο κατηγορικών προσταγών προερχόμενων από τον υπεραισθητό κόσμο. Κρίνεται από τις αβύσσους που αποκάλυψε –έστω και αν ο Χάιντεγκερ διαπίστωσε την τακτική υποχώρηση του Καντ εν όψει του διαγνωσμένου σκοτεινού και αβυσσαλέου θεμελίου της γνώσης: του χρόνου. Κρίνεται, τέλος, από το αίτημα για αυτονομία της σκέψης και του πρακτικού Λόγου –μολονότι ο Φουκό μάς έδειξε την ετερονομία τους σε σχέση με μια νέα τεχνολογία της εξουσίας: την παιδαγωγική, που αντικατέστησε την ιερατική και η οποία, αντί να εκθέτει τον υπήκοο στις αυθαιρεσίες της μοναρχίας και της εκκλησίας, τον μεταμορφώνει σε αυτενεργό υποκείμενο που υποτάσσεται ελεύθερα σε έναν εσωτερικό κύριο ονόματι ηθικός νόμος.
Στο πλαίσιο αυτής της νέας, γραφειοκρατικής οργάνωσης της διαφωτισμένης κοινωνίας, η αυτονομία της σκέψης και η κριτική της ικανότητα ανακαλύπτεται από τον Καντ ως παραγωγική δύναμη απολύτως συμβατή με την παράλληλα αναπτυσσόμενη μερκαντιλιστική θεωρία, η οποία θεμελιώνεται σε εσωτερικές, «ρυθμιστικές» αρχές της αγοράς και όχι στο μηχανιστικό κρατικό συμφέρον. Βέβαια, ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα, το νέο φιλελεύθερο κράτος καλεί με βασιλικά και υπουργικά διατάγματα τους δασκάλους και καθηγητές των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στον ελεύθερο στοχασμό, κρατικοποιώντας έτσι εκ των προτέρων την «κατηγορική προσταγή» του Καντ και επιβάλλοντας σε όλη την πρωσική επικράτεια κανόνες για την ομοιόμορφη εκτέλεση του παιδαγωγικού προγράμματος με στόχο τη δημιουργία μιας νέας κυβερνητικής ελίτ. Επιτρέπει και προωθεί την κριτική των υφιστάμενων συνθηκών αποσκοπώντας στη συνεχή βελτίωση της επίδοσης όλων, επειδή χρειάζεται έλλογους ηγεμόνες και μορφωμένους υπηκόους για την αποτελεσματική διακυβέρνηση της κοινωνίας.
Ωστόσο, το νέο μιντιακό μοντέλο της γραφής και της ανάγνωσης, που εμφανίζεται με τον Διαφωτισμό ως μια «στροφή προς τη δημοσιότητα», συγκαλύπτει έντεχνα με τα πέπλα της «ως εάν» ελευθερίας το λειτουργικό σύστημα της νέας πολιτικής μορφής εκούσιας υποταγής: ο αστός διανοούμενος πιστεύει ότι ως αναγνώστης και μελλοντικός συγγραφέας (Autor) είναι φορέας εξουσίας και αυθεντίας (Autorität), ενώ την ίδια στιγμή οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλα κλιμάκια. Κατά την εποχή του Καντ περνάμε ανεπαίσθητα από το μηχανιστικό και κατασταλτικό μοντέλο εξουσίας στο οργανικό (τελεολογικό) και άρα κυρίως παραγωγικό, όπου ο «άνθρωπος» είναι μέσο και σκοπός, υποκείμενο και αντικείμενο της γνώσης και της βιοεξουσίας, η οποία αποβλέπει στη συνεχή βελτιστοποίησή του.
Τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με τον αγγλοσαξονικό οικονομικό νεοφιλελευθερισμό τού «επιχειρείν», ο οποίος περιορίζει και υποβαθμίζει τη γλώσσα σε χρήσιμη πληροφορία για την επικοινωνία, κυριάρχησε μια εκδοχή του «καθαρού Λόγου» η οποία, επικαλούμενη και τον Καντ, ασκεί ένα συνεχές δικαστήριο σε κάθε γλωσσική μορφή που δεν συμμορφώνεται με την «επιχειρηματολογία» ως κανονιστική μορφή της επιστήμης και της «δημόσιας χρήσης» του Λόγου. Στον Καντ όμως υπάρχει και η έννοια της «καλλιέργειας» (Kultur), μέσω της οποίας καλούμαστε να γίνουμε περισσότερο δεκτικοί σε γλωσσικές μορφές και «γλωσσικά παιχνίδια» (Βιτγκενστάιν) που επιτρέπουν τη μετάβαση και σε άλλα γένη του λόγου (π.χ. η «ωραία επιστήμη», στην οποία βέβαια ουδέποτε ενέδωσε ο Καντ), χωρίς a priori κανόνες και συνοριοφύλακες του λόγου.
Ειδάλλως, όλα τα επιστημονικά περιοδικά και συμπόσια θα μετατρέπονταιεσαεί σε δικαστήρια της νέας κατηγορικής προσταγής (call for papers) για τη διαφύλαξη του –κατά τα άλλα αναμφισβήτητα χρήσιμου –επιχειρηματολογικού λόγου: να γράφεις έτσι ώστε η γραφή σου να είναι επικοινωνίσιμη, ήτοι ελέγξιμη και ανταλλάξιμη από όλους. Βέβαια, αν και ο Καντ αγαπούσε τα καθημερινά συμπόσια, αφού αυτά καλλιεργούν και προάγουν όλες τις πνευματικές δυνάμεις και ως εκ τούτου τη «νόμιμη» κοινωνικότητα και την ευγένεια των τρόπων, ο Προυστ, ασκώντας την καλαισθητική του κρίση, επιφύλαξε, ακόμη και για τη συχνά προβαλλόμενη κοινωνικότητα του πρώσου στοχαστή, ανηλεή κριτική:
«Επανερχόμαστε στο Συμπόσιον, όμως σε ένα συμπόσιο που γίνεται στην Καινιξβέργη, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα, ένα συμπόσιο συγχρόνως δύσπεπτο και αποστειρωμένο, με ξινές λαχανίδες και λουκάνικα και χωρίς πληρωμένα τεκνά».
Μήπως ο Προυστ είχε κατά νου την τελευταία σκηνή από το Συμπόσιο του Ξενοφώντα;
Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ