Αχιλλέας Κυριακίδης
Μουσική και άλλα πεζά (1973-1995)
Επίμετρο Αριστοτέλης Σαΐνης.
Εκδόσεις Πατάκη, 2015,
σελ. 408, τιμή 15,90 ευρώ

Είναι σύζυγος («Η γυναίκα μου» έχει δηλώσει «είναι το ego μου χωρίς το alter»), πατέρας (τρεις κόρες), παππούς (τρεις εγγονές), συγγραφέας (αφοσιωμένος μινιμαλιστής, μικροτεχνίτης της γλώσσας και δοκιμιογράφος), σκηνοθέτης του κινηματογράφου (επίμονος μικρομηκάς), πολύγλωσσος μεταφραστής (του Μπόρχες βασικώς, του Ζορζ Περέκ, του Ζαν Εσνόζ, του Λουίς Σεπούλβεδα κ.ά.) και κόκκινος φίλαθλος (κριτικά σκεπτόμενος). «Αν μου είναι γραφτό να πεθάνω από ανακοπή, αυτό θα συμβεί σίγουρα στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός». Την περασμένη Κυριακή, επί παραδείγματι, οΑχιλλέας Κυριακίδηςδεν παρακολούθησε το «ντέρμπι των αιωνίων» στην τηλεόραση.

«Φυλάω τα νώτα μου. Εκλεισα το κινητό και πήγα να δω τον «Λεβιάθαν» του Σβιάγκιντσεφ. Βγαίνοντας απ’ το σινεμά έμαθα ότι είχαμε χάσει» εξήγησε στο «Βήμα» ο ίδιος, «άρρωστος», ισόβιος υποστηρικτής του πειραιώτικου συλλόγου. Είναι όμως δυνατόν; Αφησε το ματς και πήγε την ίδια ώρα στον κινηματογράφο; Τι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; «Αντιχουλιγκανική!» απάντησε ο Αχιλλέας Κυριακίδης και κάπως έτσι, αφήνοντας πίσω μας τις παθογένειες του ελληνικού ποδοσφαίρου, αρχίσαμε σιγά-σιγά να περιπλανιόμαστε «στα εσωτερικά της μυθολογίας» του, σε ένα παράλληλο και δημιουργικό σύμπαν, λαβυρινθώδες και ανατρεπτικό, όπου διασταυρώνονται με μετρημένη λεπτότητα και ποιητική διάθεση οι μελωδίες, οι εικόνες και οι λέξεις, όπου η «πραγματικότητα» συνιστά εν τέλει μια «θεσπέσια οργανωμένη μυθοπλασία, ένα δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένο όνειρο από το οποίο αλίμονό μας αν ξυπνήσουμε».
Αφορμή για όλα αυτά στάθηκε ο συγκεντρωτικός τόμος υπό τον τίτλο«Μουσική και άλλα πεζά (1973-1995)»που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη. Σε αυτόν περιλαμβάνονται τρία αυτοτελή βιβλία του ιδίου –μιλάμε, ασφαλώς, για διηγήματα και μικρά πεζά που πρωτοεμφανίστηκαν στις εκδόσεις Υψιλον, «Ο πληθυντικός μονόλογος» του 1984, οι «Διεστραμμένες ιστορίες» του 1988 και η «Μουσική» του 1995 -, ενώ ανθολογούνται και δύο παλαιότερες συλλογές του στις εκδόσεις Δωδώνη, η «Διαφάνεια» του 1973 (το ομότιτλοδιήγημα υπήρξε το πρώτο κείμενό του που εκδόθηκε, το 1971)και τα «Στοιχεία ταυτότητος» του 1977.
Τι νόημα έχει για τον ίδιο μια τέτοια αναδρομή; «Εχω την αίσθηση ότι αυτά τα τρία αυτούσια βιβλία για τα οποία μιλάμε δεν αξιώθηκαν την αποδοχή που είχαν μεταγενέστερα βιβλία μου», όπως οι «Τεχνητές αναπνοές» (Πόλις, 2003) λ.χ. που απέσπασαν το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2004. «Δεν νομίζω ότι ευθυνόταν ο εκδότης γι’ αυτό, ήταν οι εποχές τέτοιες. Σκέφτηκα λοιπόν ότι θα ήταν καλό να τα ξαναεκδώσω. Επέλεξα και ορισμένα διηγήματα από τα δύο πρώτα μου βιβλία –είχα, βλέπετε, και ορισμένες «αρχαιολογικές» ανησυχίες –και έφτιαξα έναν τόμο που, ωστόσο, επ’ ουδενί θα ήθελα να εκληφθεί ως προκαταβολικό συγγραφικό μνημόσυνο», χρωμάτισε σκωπτικά τη φωνή του ο Αχιλλέας Κυριακίδης –«ξέρετε τι εννοώ, που βραβεύεται ένας λογοτέχνης για τα επιτεύγματά του όταν πλέον είναι με το ένα… χέρι στον συγγραφικό τάφο».
Δύσκολα πάντως κάνει κανείς τέτοιες σκέψεις στην περίπτωσή του ακριβώς λόγω της ακατάσχετης (πνευματικής) δραστηριότητάς του, της συστηματικής ενασχόλησής του κατά τις τελευταίες δεκαετίες με διαφορετικές τέχνες –τέχνη, βεβαίως, είναι και η μετάφραση, και σύντομα ο ίδιος θα ξεπεράσει τους εκατό τίτλους. Οσο και αν φαίνεται παράξενο σε μας, ο Αχιλλέας Κυριακίδης έχει ακόμη «μεταφραστικά απωθημένα»: «Η αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ, «Η βουή και το πάθος» του Φόκνερ, το «Κουτσό» του Κορτάσαρ, το «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» του Λόουρι. «Κάποιος έχει πει (μπορεί κι εγώ) ότι η ζωή είναι ένα ποδήλατο» λέει ο ίδιος. «Αν δεν κάνεις συνεχώς πεντάλι, χάνεις την ισορροπία σου και πέφτεις».
Σε κάθε περίπτωση, «νομίζω ότι τα κείμενα αυτά με εκπροσωπούν ακόμη και τώρα, σήμερα ίσως και παραπάνω, αλλιώς δεν θα τα επανεξέδιδα» υπογράμμισεμε αυτοπεποίθηση και πράγματι ο χρόνος που εν τω μεταξύ τα έχει διαπεράσει μάλλον δεν βρήκε τίποτα να τους αφαιρέσει. Αντιθέτως, θα ‘λεγε κανείς, είναι λες και τα προστάτεψε ο ίδιος ο χρόνος σαν πολύτιμες μινιατούρες που σφύζουν από ζωή και ουσία, από μια εγγενή, θα ‘λεγε κανείς, λογοτεχνική αυτάρκεια που μοιράζεται και ο κατοπινός αναγνώστης της πιο πρόσφατης νουβέλας του υπό τον αινιγματικό τίτλο «360» (Πατάκης, 2013).
Σε μια συνομιλία με τον Αχιλλέα Κυριακίδη θα ανέκυπτε αργά ή γρήγορα και το ερώτημα «Τι είναι, τέλος πάντων, η κινηματογραφική γραφή;» αλλά και ένας ευρύτερος προβληματισμός για την πολυκύμαντη σχέση λογοτεχνίας και κινηματογράφου. «Δεν ξέρω να σας πω τι είναι αυτή η «κινηματογραφική γραφή». Οσοι την επικαλούνται πιθανώς να εννοούν τον ρυθμό της αφήγησης ή τις εικόνες που γεννά η ανάγνωση. Οσο για μένα, πληρώνω το τίμημα του να είσαι υπηρέτης δύο αφεντάδων: όταν γράφω σκέφτομαι με εικόνες και όταν σκηνοθετώ με λέξεις» σημείωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας εν συνεχείατην «πρωτοκαθεδρία της εικόνας». «Αλλωστε» συνέχισε «ο συγγραφέας είναι κι αυτός σκηνοθέτης. «Οπως ο σκηνοθέτης σού δείχνει αυτά που επιλέγει εκείνος να δεις, έτσι και ο συγγραφέας δημιουργεί ακριβώς τις εικόνες που θέλει εκείνος να διαβάσεις».
Πώς βλέπει τη μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη; «Και τι δεν έχει ειπωθεί για αυτό το ψευδο-ζήτημα! Η γνώμη μου, πάντως, είναι ότι αν πρόκειται να γυρίσεις μια ταινία, για να μείνεις πιστός στο μυθιστόρημα που μεταφέρεις, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να τη γυρίσεις» σχολίασε με περιπαικτική ειρωνεία. «Πιστεύω ότι ο κινηματογράφος που λατρεύω εγώ, ο κινηματογράφος που οι εικόνες του σου γεννοβολούν σκέψεις και κυρίως ιδέες, έχει τελειώσει με τον Ταρκόφσκι» ανέφερε και ύστερα απαρίθμησε άλλες σκηνοθετικές του αγάπες: Ντράγερ, Γουέλς, Γκοντάρ, Αντονιόνι, Κιούμπρικ μεταξύ άλλων.
Η επαφή με τη μουσική
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε στο Κάιρο το 1946. «Εχω ουδέτερες ως ελάχιστα τρυφερές μνήμες από τότε. Μια παιδική ηλικία μάλλον συμβατική, σε μια κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα με περίκλειστες εθνικές κοινότητες. Η πρώτη μου επαφή ήταν με τη μουσική. Ο πατέρας μου ήταν βαρύτονος και τραγουδούσε στην όπερα. Δεν τον πρόλαβα να τραγουδάει, αλλά ακούγαμε πολλή όπερα στο σπίτι από το ραδιόφωνο. Η μεσαία κόρη μου μάλιστα, ακολουθώντας τα χνάρια του παππού της, είναι σοπράνο. Η μουσική, λοιπόν! Προ πάντων η μουσική, όπως είπε και ο Βερλέν!
Στην Αίγυπτο γεννήθηκε και η μεγάλη αγάπη μου για τον κινηματογράφο. Πηγαίναμε σινεμά μία-δύο φορές την εβδομάδα και έτσι έχω φάει με το κουτάλι όλον τον (αμερικανικό κυρίως) κινηματογράφο της εποχής. Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη πρώτη ταινία που είδα, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η πρώτη μου ανάμνηση είναι έγχρωμη και σινεμασκόπ: «Ο χιτών». Η λογοτεχνία δεν είχε μπει ακόμη στη ζωή μου».
Στην Ελλάδα ήρθε 14 ετών. «Νιώθω σαν να ‘χα γεννηθεί εδώ, εδώ ανδρώθηκα, εδώ διάβασα τα πρώτα μου λογοτεχνικά βιβλία». Ντοστογέφσκι και Κάφκα: δύο ονόματα που ξεστόμισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τον ρωτάω αν συνεχίζει να τους αγαπά. «Ηταν ένα σοκ που εξελίχθηκε σε σοκ διαρκείας» είπε και γούρλωσε τα μάτια του. Μιλώντας για τον Κάφκα εστιάζει στο υποδόριο χιούμορ του. «Γελάω πολύ με τον Κάφκα. Δεν ξέρω πόσοι συμμερίζονται την άποψή μου αυτή, αλλά, διάολε, θέλει μεγάλη συγγραφική μαστοριά όχι μόνο να «γελάς» πονηρά κάτω από την επιφάνεια μιας σοβαρής ή σοβαροφανούς αφήγησης αλλά και να οδηγήσεις τον αναγνώστη να ανακαλύψει αυτό το χιούμορ».
Μετά προχώρησε στους Ελληνες: Λουντέμης, Καζαντζάκης, Σαμαράκης κ.ά. «Ομως ο Σαμαράκης, μετά τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό του Λουντέμη και τον μεγαλόστομο ιδεατισμό του Καζαντζάκη, κέντρισε το αναγνωστικό μου αισθητήριο: γράψιμο νευρώδες, αγχωτικό, ασθματικό, με ένα εύρημα που καραδοκούσε στο τέλος. Κι εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, έρχεται ο Βασίλης Βασιλικός και η τριλογία του «Το φύλλο. Το πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα». Αποκάλυψη τότε!». Στο μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να συχνάζει στο Θέατρο Τέχνης και «Το φύλλο» του Βασιλικού έδεσε με τον «Αμεδαίο» του Ιονέσκο αλλά και με το διήγημα «Η παραβολή του νεκρού» που έγραψε ο ίδιος, δέκα χρόνια αργότερα. «Μια άλλη σημαντική ανακάλυψη και… αποκάλυψη για μένα ήταν ο Μπέκετ». Ωσπου κάποια στιγμή, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, έρχεται ο Μπόρχες. «Κάποιος μου χάρισε ένα βιβλιαράκι Penguin με τον τίτλο «Labyrinths». Τρελάθηκα! Και αποφάσισα να μάθω ισπανικά για να τον διαβάζω από το πρωτότυπο. Είμαι αυτοδίδακτος. Δεν άργησα να εξοικειωθώ με αυτή τη σπουδαία γλώσσα χάρη στα πολύ καλά γαλλικά μου και τις γερές βάσεις λατινικών που είχα από το σχολείο». Το πρώτο βιβλίο του Μπόρχες που μετέφρασε ήταν το «Ρόδινο και γαλάζιο». Υστερα, σταδιακά και με ενθουσιώδη δημιουργικότητα, «μετέφρασα όλο το πεζογραφικό corpus» του μεγάλου αργεντινού συγγραφέα, τον οποίο συνάντησε στην Κρήτη στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Την ίδια περίπου εποχή εκδόθηκε «Η συνέχεια της οθόνης» με αμιγώς κινηματογραφικά κείμενα. «Είχα ήδη αρχίσει να βλέπω το σινεμά ως έμπειρος θεατής, να γράφω κριτικές και θεωρητικά κείμενα που δημοσιεύονταν σε διάφορα περιοδικά, κάτι που δεν έπαψα ποτέ να κάνω».
Στον κινηματογράφο μέσω της λογοτεχνίας
Σκηνοθέτης έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. «Αλλά κι εκεί μπήκα μέσω της λογοτεχνίας. Ηταν η εποχή που ο Γιάννης Σμαραγδής έκανε τη σειρά «Η δε πόλις ελάλησεν» για τη δημόσια τηλεόραση. Οταν τον ρώτησα: «Γιατί δεν αφιερώνεις ένα επεισόδιο στον άνθρωπο που έρχεται συνεχώς από τον Πύργο;», εννοώντας τον λατρεμένο μου Τάκη Σινόπουλο, εκείνος μου ζήτησε να γράψω το σενάριο και όταν του πήγα το σενάριο μου πρότεινε να το σκηνοθετήσω εγώ, όπερ και εγένετο. Η ταινία απέσπασε το πρώτο βραβείο ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ της Δράμας –ένα βραβείο που ανήκει εξ ολοκλήρου στον θαυμάσιο φίλο και θαυμάσιο φωτογράφο Νίκο Σμαραγδή». The rest is history: άλλες δέκα ταινίες μικρού μήκους που βραβεύτηκαν εδώ και στο εξωτερικό.
«Οπως όλοι οι πεζογράφοι» είπε «τα πρώτα πράγματα που έγραψα ποτέ ήταν ατυχή ποιήματα». Τους ποιητές όμως τους αγαπά και τους θαυμάζει. Μας χάρισε έναν αφορισμό του: «Μόνο ένας ποιητής ξέρει γιατί γράφονται ποιήματα –δεν είμαι ποιητής». Παρόμοιους αφορισμούς για τις τέχνες με τις οποίες καταγίνεται περιλαμβάνει το μικρό βιβλίο του Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας που αναμένεται από τις εκδόσεις Κίχλη. «Είστε σκεπτικιστής με τη γλώσσα, κύριε Κυριακίδη;» ρωτήσαμε στο τέλος. «Με τη γλώσσα καθόλου, με τις ταξινομήσεις της απολύτως» απάντησε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ