Το 1977 γυρίστηκε από τον γερμανό σκηνοθέτη Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ η ταινία Χίτλερ. Μια ταινία από τη Γερμανία, από τις πλέον πρωτοποριακές της μεταπολεμικής εποχής. Η ταινία παίχτηκε ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας χωρίς περικοπές, μολονότι η διάρκειά της ξεπερνά τις επτά ώρες. Είναι η σημαντικότερη του γερμανού σκηνοθέτη και τη θαύμαζε η «σκοτεινή κυρία» των αμερικανικών Γραμμάτων Σούζαν Σόντακ. Εγραψε μάλιστα για αυτήν ένα από τα καλύτερα δοκίμιά της με τίτλο Ο Χίτλερ του Ζίμπερμπεργκ που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Under the Sign of Saturn (1980).
Η Σόντακ (εβραϊκής καταγωγής) δεν φανταζόταν τότε πως ο Ζίμπερμπεργκ, δεκατρία χρόνια αργότερα, θα υποστήριζε πως στην εποχή μας «κυριαρχούν οι εβραϊκές αναλύσεις, οι εικόνες, οι ορισμοί της τέχνης, της επιστήμης, της κοινωνιολογίας, της λογοτεχνίας, των μέσων ενημέρωσης». Και ότι «τις παραμέτρους τις ορίζει ο άξονας ΗΠΑ – Ισραήλ». Και αυτά, κατά τη γνώμη του, συμβαίνουν σε αγαστή σύμπνοια αριστερών και Εβραίων.
Βεβαίως η θεαματική μεταστροφή καλλιτεχνών και διανοουμένων δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Επί του προκειμένου όμως, ειδικά για την πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας, έχουν ιδιαίτερη σημασία, διότι ο Σίμπερμπεργκ δεν ήταν ο μόνος που «αλλαξοπίστησε». Το ίδιο συνέβη και με έναν άλλο σκηνοθέτη, τον Εντγκαρ Ριτς, τον γνωστό θεατρικό συγγραφέα, μυθιστοριογράφο και δοκιμιογράφο Μπότο Στράους, εξαιρετικά παραγωγικό, δημοφιλή και πολυβραβευμένο, τον θεατρικό συγγραφέα Χάινερ Μίλερ από την πρώην Ανατολική Γερμανία (πολύ γνωστό και στη χώρα μας) και έναν από τους δημοφιλέστερους γερμανούς πεζογράφους: τον Μάρτιν Βάλζερ. Ο τελευταίος ειδικά προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων το 1998 όταν παραλαμβάνοντας στην Εκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης το Βραβείο Ειρήνης μίλησε για εκμετάλλευση του Ολοκαυτώματος που χρησιμοποιείται προκειμένου να εκφοβίζεται η Γερμανία. Είπε και άλλα συναφή τα οποία παραπέμπουν εμμέσως στα περί «θυματοποίησης» των Γερμανών για τα εγκλήματα του Γ’ Ράιχ, που προπαγανδίζει εδώ και χρόνια η νέα γερμανική Δεξιά.
Ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Γουόλιν στο βιβλίο του Η γοητεία του ανορθολογισμού: Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό: Από τον Νίτσε στον μεταμοντερνισμό (εκδόσεις Πόλις 2007) υποστηρίζει πως «ένας από τους άμεσους στόχους των επιθέσεων του Βάλζερ ήταν κατά πάσα πιθανότητα η βροχή των αιτημάτων για αποζημίωση που υπέβαλαν τα θύματα του Ολοκαυτώματος και οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας».
Η περίπτωσή του, ωστόσο, αν δεν θεωρηθεί σκανδαλώδης, προκαλεί τουλάχιστον θλίψη, όχι τόσο για τη θεαματική πολιτική του στροφή όσο για το ότι είναι ένας συγγραφέας πρώτης γραμμής που το πεδίο των ιδεών στο οποίο κινείται το έργο που τον χαρακτηρίζει και τον έκανε διάσημο είναι η ανάποδη όψη εκείνων που διακηρύσσει σήμερα.
Το Gruppe 47


Το 1947 μια ομάδα νέων και άγνωστων τότε γερμανών συγγραφέων δημιούργησε το Gruppe 47 με στόχο όχι μόνο να ανανεώσει τη λογοτεχνία στη Γερμανία, που είχε υποστεί τεράστιο πλήγμα κατά τη χιτλερική εποχή, αλλά και να ενημερώσει το κοινό για τα λησμονημένα δημοκρατικά ιδεώδη. Μέλη της ομάδας (ανάμεσά τους και ο Μάρτιν Βάλζερ) ήταν οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που θα σημάδευαν τη μεταπολεμική γερμανόφωνη λογοτεχνία. Παραθέτω τους γνωστότερους στη χώρα μας: Γιοχάνες Μπομπρόβσκι, Χάινριχ Μπελ, Γκίντερ Γκρας, Πάουλ Τσέλαν, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Πέτερ Χάντκε, Ζίγκφριντ Λεντς (που πέθανε πρόσφατα), Ινγκεμπορ Μπάχμαν, Γκίντερ Αϊχ, Πέτερ Βάις και ο αποκαλούμενος «πάπας των γερμανών κριτικών» Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι. Από τους παραπάνω μόνον ο Βάλζερ, ο Γκρας και ο Εντσενσμπέργκερ βρίσκονται στη ζωή.
Το έργο τους ήταν ό,τι καλύτερο μας έδωσε στη δεκαετία του 1960 η γερμανική λογοτεχνία. Αλλά, από τη δεκαετία του 1990 και εξής, παρατηρείται μια συντηρητική «επανάσταση» και μετά την επανένωση της Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990 η δεκαετία του 1960 στο πολιτικό πεδίο απαξιώνεται από τη νέα Δεξιά η οποία αυτοαποκαλείται «δημοκρατική». Είναι μεν υπέρ της Ευρώπης, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι εντός της οι Γερμανοί δεν θα υπερασπίζονται οικουμενικές αξίες αλλά θα προσδιορίζουν την εθνική τους ταυτότητα.
Το αν ο οικονομικός επεκτατισμός της Γερμανίας, όπως τον ζούμε τα τελευταία χρόνια, θα μεταβάλει τις πολιτικές δομές της ηπείρου μας είναι ακόμη δύσκολο –ίσως και πρώιμο –να το πει κανείς. Αλλά αναφερόμενοι στο ιδεολογικό πεδίο θα λέγαμε απλούστατα πως οι διανοούμενοι δεν είναι «αθώες περιστερές». Διόλου τυχαίο μάλιστα που ένας σπουδαίος Γερμανός, ο Τέοντορ Αντόρνο, είπε πως η ιδέα περί ηθικής ανωτερότητας των διανοουμένων είναι πολύ επικίνδυνη. Στον ίδιο ανήκει επίσης το σαρκαστικό σχόλιο πως «Γερμανός είναι αυτός που δεν λέει ψέματα, εκτός και αν τα πιστεύει».

Ο «διανοούμενος» Σόιμπλε


Πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης είπε για τον γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι «είναι ο μόνος ευρωπαίος πολιτικός που έχει τη στόφα του διανοούμενου» και επίσης ότι είναι «πεπεισμένος Ευρωπαίος και γέννημα-θρέμμα της ομοσπονδιακής ιδέας». Ο Σόιμπλε έχει τη «στόφα» του διανοούμενου, κατά μία έννοια, αλλά για διαφορετικούς λόγους, δεδομένου ότι θεωρεί το έθνος ως «κοινότητα προστασίας και πεπρωμένου». Αυτό όμως δεν είναι άποψη φεντεραλιστή αλλά στοχεύει στα πατριωτικά αισθήματα των Γερμανών, όπως εκφράζονται σήμερα από μεγάλη μερίδα του γερμανικού Τύπου. Και η έννοια της «πατρίδας» ή της «εστίας» (Heimat) είναι βασική στο σκέπτεσθαι και στις πολιτικές του απόψεις στις οποίες παραμένει σταθερός από τη νεότητά του ακόμη, όταν ήταν το αγαπημένο παιδί του Χέλμουτ Κολ. Τις απόψεις του Σόιμπλε συμμερίζονται πολλά στελέχη των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών.
Οι αξίες της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ήταν διαφορετικές από εκείνες που διέπουν την ενωμένη πλέον Γερμανία. Συμβαίνει το αντίθετο από αυτό που είχε προτείνει κάποτε ο Τόμας Μαν: μια ευρωπαϊκή Γερμανία και όχι μια γερμανική Ευρώπη. Στην πολιτική σφαίρα φυσικά τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα αλλά δεν είναι συμπτωματικό που τις ιδέες οι οποίες αναπτύχθηκαν στην Ομοσπονδιακή Γερμανία τις υπερασπίζονται μόνον δύο επιφανείς προσωπικότητες της χώρας, που ακούγονται πλέον ως μοναχικές φωνές: ο Γκίντερ Γκρας και ο τελευταίος σπουδαίος επιζών φιλόσοφος της Σχολής της Φρανκφούρτης Γιούργκεν Χάμπερμας. Και επίσης δεν είναι τυχαία η «επιστροφή» στο προσκήνιο συγγραφέων με προ-φασιστικές ή και καθαρά φασιστικές ιδέες, όπως ο Ερνστ Γιούγκερ (1895-1998) και ο Καρλ Σμιτ (1888-1985). Είναι ειρωνικό που ενώ ο Καμύ καταδικάζει στον Επαναστατημένο άνθρωπο το ολοκληρωτικό ιδεολογικό σύστημα του Γιούνγκερ, τον γερμανό συγγραφέα, τιμημένο και στη Γερμανία και διεθνώς με αμέτρητα βραβεία, θαύμαζε ο Φρανσουά Μιτεράν.

Η αλλαγή πορείας του Τύπου
Ο Λένιν είπε κάποτε ότι όποιος ελέγχει το Βερολίνο ελέγχει τη Γερμανία και όποιος ελέγχει τη Γερμανία ελέγχει την Ευρώπη. Οσοι παρακολουθούν τα όσα συνέβησαν από το 1990 και εξής θα έχουν διαπιστώσει τον τεράστιο ρόλο που έπαιξε ο γερμανικός Τύπος στη θεαματική στροφή της πολιτικής κουλτούρας της χώρας προς τα δεξιά. Η εφημερίδα Die Welt ήταν βεβαίως πάντοτε ένα σκληρό δεξιό φύλλο, αλλά πώς συνέβη το προ του 1990 δημοκρατικό, προοδευτικό και φιλελεύθερο Spiegel να φιλοξενεί σήμερα, μαζί με τα σημαντικά κείμενα ερευνητικού ρεπορτάζ, και ορισμένα επιεικώς απαράδεκτα κείμενα;
Χειρότερη ακόμη είναι η περίπτωση της μια φορά κι έναν καιρό σοβαρής και μετριοπαθούς συντηρητικής Frankfurter Algemeine Zeitung (FAZ). Αναθεωρητικοί ιστορικοί φιλοξενούνται στις σελίδες της, όπως ο πολύς Ερνστ Νόλτε, που έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει πως οι Εβραίοι θα πρέπει να χρωστούν περίπου χάρη στον Χίτλερ, αφού εξαιτίας του απέκτησαν κράτος! Κι όμως ο Νόλτε, παρά τη διεθνή κατακραυγή για τις θέσεις του, τιμήθηκε το 2000 με το βραβείο Κόνραντ Αντενάουερ, από τα σημαντικότερα στη Γερμανία.
Παλαιότερα, δηλαδή πριν από την επανένωση της Γερμανίας, θα ήταν αδιανόητο η FAZ να χαρακτηρίζει «χούλιγκαν» τους υπουργούς οποιασδήποτε κυβέρνησης (όπως έκανε πρόσφατα για τους έλληνες υπουργούς που πήγαν στις Βρυξέλλες). Μολονότι η ποιότητα των φιλολογικών σελίδων της παραμένει εξαιρετικά υψηλή (ο Μαρσέλ Ράιχ Ρανίτσκι έγραφε εκεί ως το τέλος της ζωής του, το 2013), η πολιτική αρθρογραφία της είναι στην υπηρεσία ενός ιδεολογήματος που αποκαλείται «εθνικός φιλελευθερισμός». Ο,τι και αν σημαίνει αυτό, δεν έχει καμιά σχέση με τις ιδέες του Διαφωτισμού πάνω στις οποίες βασίστηκαν οι δυτικές δημοκρατίες. Ιδέες που θα έπρεπε σήμερα κατ’ εξοχήν να τις προβάλλει και να τις υπερασπίζεται η πολιτική ηγεσία της Γαλλίας, η οποία όμως παρουσιάζεται, δυστυχώς, πολύ κατώτερη των περιστάσεων –για να μην πούμε τίποτε χειρότερο.
Η νέα Δεξιά στη Γερμανία οδηγεί στην απολιτικοποίηση των θεσμών της –που πάει να διαχυθεί και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μεταμοντερνισμός έχει εισβάλει στην πολιτική σφαίρα, όπου δεν συζητούνται πλέον ιδέες και προτεραιότητες αλλά μόνο νούμερα και στατιστικές. Εχουμε άραγε εισέλθει στην εποχή των τεχνικών της εξουσίας και του ατομικού προσδιορισμού, που σημαίνει και το τέλος της πολιτικής; Ας μη βιάζονται οι καλοθελητές. Αλλωστε, ένας σπουδαίος Γερμανός, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ήταν εκείνος που είπε τη μεγάλη κουβέντα: όποιος είναι εναντίον της πολιτικής, είναι υπέρ της πολιτικής που του επιβάλλεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ