Tony Judt
When the Facts Change. Essays 1995-2010
Εκδόσεις William Heinemann, 2015,
τιμή 25 στερλίνες

«Δεν του ήταν άγνωστη η διένεξη, η άσκηση πολεμικής. Τα δοκίμιά του όμως δείχνουν ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν άνθρωπο που επεδίωκε την πολεμική χάριν της πολεμικής. (…) Πίστευε ότι υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις και ότι ένα καλύτερο μέλλον μπορούσε να οικοδομηθεί μόνο στη βάση αυτού που αποκαλούσε «χρηστικό παρελθόν». Τα δημόσια σχόλια και η ιστορική του παραγωγή αποτελούσαν τμήματα μιας ενιαίας θέασης του κόσμου». Η κριτική του Μαρκ Μαζάουερ για τη μεταθανάτια συλλογή δοκιμίων του ιστορικού Τόνι Τζαντ (1948-2010) από τους «Financial Times» της 17ης-18ης Ιανουαρίου 2015 συνιστά ταυτόχρονα αποτίμηση του επιστημονικού του έργου και πορτρέτο ενός δημόσιου διανοουμένου. Ο ίδιος άλλωστε ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου βιβλίου υποδεικνύει μια παρόμοια ανάγνωση: το When the Facts Change. Essays 1995-2010 συγκροτεί σύνοψη της πνευματικής διαθήκης του Τζαντ. Γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από το Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ένα μακράς πνοής εγχείρημα σύνθεσης της ιστορίας της σύγχρονης Ευρώπης μετά το 1945, και από Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ανατομία της δομικής κρίσης της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας, ο Τόνι Τζαντ ανήκε σε μια γενιά ιστορικών οι οποίοι εγκατέλειψαν την απομόνωση του ακαδημαϊκού χώρου και επανήλθαν στον στίβο του πολιτικοκοινωνικού διαλόγου έγκαιρα προκειμένου να στοιχηθούν απέναντι στα προβλήματα της δυτικής δημοκρατίας που έθεσαν η 11η Σεπτεμβρίου και η οικονομική κρίση.

Αναμέτρηση με την ιστορία


Γραμμένα για ένα διακεκριμένο βήμα λόγου όπως η «New York Review of Books» σε διάστημα δύο δεκαετιών, τα περισσότερα από τα δοκίμια της συλλογής χαρτογραφούν μια ευρύτατη επικράτεια καίριων προβληματισμών της περιόδου, από την ενθουσιώδη υποδοχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου στην πλήρη απογοήτευση του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας, από τη διάβρωση της αμερικανικής δημοκρατίας στην απορρύθμιση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, από την ανοιχτή πληγή της διαμάχης Ισραήλ – Παλαιστινίων στην ακατάσχετη αιμορραγία της. Βρετανός εβραϊκής καταγωγής, Κεντροευρωπαίος από διανοητική έλξη, Αμερικανός για επαγγελματικούς λόγους, βαθύς γνώστης της ευρωπαϊκής ιστορίας, ο Τόνι Τζαντ βρισκόταν στην ιδανική θέση για να αναμετρηθεί με τον γόρδιο δεσμό ιστορίας, μνήμης και πολιτικής που μοιάζει να στοιχειώνει τον σημερινό μεταψυχροπολεμικό κόσμο.
Η επίλυση του δεσμού για τον ίδιο δεν θα γινόταν με σπαθί –τα διεθνή τεκτονικά ρήγματα του πολυπολικού κόσμου δεν θα αποκαθιστώνταν με όρους ριζικής αποκοπής αλλά υπομονετικής επαναπροσέγγισης. Σε αυτό το πλαίσιο επέκρινε τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ την περίοδο της μονομερούς ηγεμονικής πολιτικής του Τζορτζ Μπους. Ο υπαρκτός κίνδυνος του ισλαμικού φονταμενταλισμού δεν απέκρυπτε ούτε τη φενάκη του πολέμου στο Ιράκ (στον οποίο ο ίδιος αντιτάχθηκε) ούτε τις καταστρεπτικές του συνέπειες για τη διακρατική κοινότητα: «Είμαστε μάρτυρες της διάλυσης ενός διεθνούς συστήματος» έγραφε το 2003. Η διαμάχη μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, ήδη ετεροβαρής εις βάρος των τελευταίων, διαιωνιζόταν από την απόλυτη άρνηση των ΗΠΑ να πιέσουν αποτελεσματικά την εκάστοτε κυβέρνηση του Τελ Αβίβ στην κατεύθυνση ενός έντιμου συμβιβασμού. Επικρίνοντας σκληρά το Ισραήλ για τη στρατοκρατία, τον εποικισμό και τον στραγγαλισμό της Δυτικής Οχθης και της Λωρίδας της Γάζας, ο Τζαντ δεν έκλεινε τα μάτια στα ελλείμματα και στις διεφθαρμένες πρακτικές της παλαιστινιακής ηγεσίας. Πίστευε όμως ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Και τα δύο μέρη θα πρέπει να εξαναγκαστούν να συνομιλήσουν. Και μετά θα πρέπει να αρχίσουν να ξεχνούν».
Η ηγεμονία της Γερμανίας


Το ερώτημα της λήθης ως προϋπόθεσης επίλυσης του Μεσανατολικού δεν αποτελεί τη μοναδική θέση του για την οποία ζητείται η ετυμηγορία του χρόνου. Στο παρελθόν άλλες από αυτές δικαιώθηκαν, άλλες όχι. Στο εξαιρετικά διορατικό κείμενό του με τίτλο «Ευρώπη: Η μεγάλη χίμαιρα» έθετε ανάγλυφα τον Ιούλιο του 1996 όλα εκείνα τα ζητήματα που δοκιμάζουν την Ευρωπαϊκή Ενωση είκοσι χρόνια μετά: υπογεννητικότητα, μετανάστευση, εθνικισμός, τοπικισμός, αναζωπύρωση των ακροδεξιών κηρυγμάτων, διεύρυνση προς τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, προβληματικό σύστημα λήψης αποφάσεων. Αλληλένδετα μεταξύ τους, έφεραν για τον ίδιο προφανείς μελλοντικές συνέπειες. Για την απροθυμία των Ευρωπαίων να ενσωματώσουν χώρες κοντινές στη Ρωσία, όπως η Λετονία και η Βουλγαρία, είχε άδικο. Για την επερχόμενη ηγεμονία της Γερμανίας είχε δίκιο. Οπως και για τη διαπίστωση ότι από πολλές πλευρές προβαλλόταν ένας μύθος που καθιστούσε την «Ευρώπη» πανάκεια, με σαφή τον κίνδυνο να υπονομεύσει το περιεχόμενο της έννοιας. Σε μια τέτοια περίπτωση «θα ανακαλύψουμε ότι αυτή έχει αποβεί τίποτα περισσότερο από πολιτικά ορθό τρόπο να καλύπτουμε τοπικές δυσχέρειες, σαν η απλή επίκληση μιας ενωμένης Ευρώπης να υποκαθιστούσε την επίλυση προβλημάτων και κρίσεων του παρόντος». Κάτι που όντως ανακαλύψαμε στον δρόμο προς την κρίση της ευρωζώνης.
Παρόμοια ζητήματα έθεταν κατά τον Τζαντ πολιτικά και ηθικά διλήμματα τα οποία απαιτούσαν πνευματική γενναιότητα. Διόλου τυχαία στη συλλογή περιλαμβάνονται δύο κείμενα που αναφέρονται στον Αλμπέρ Καμύ και στον Λέσεκ Κολακόφσκι. Ο γάλλος νομπελίστας αποτελούσε οδηγό για τη συνείδηση του διανοουμένου, ο πολωνός φιλόσοφος ενσάρκωση της παρρησίας λόγου σε ένα ανελεύθερο καθεστώς. Προσδιορίζοντας την Πανούκλα του Καμύ ως αλληγορία της κατεχόμενης από τους ναζί Γαλλίας, όπου το βάρος της ευθύνης του καθενός τίθεται αντιμέτωπο με την αποδοχή του καθεστώτος ή την αποστασιοποίηση, τη δράση ή την αδράνεια, ο Τζαντ σημείωνε το 2001 ότι «ταυτοποιεί τα βασικά ηθικά διλήμματα της εποχής μας» και κατέληγε ότι «ο μόνος τρόπος να πολεμήσεις την πανούκλα είναι με την αξιοπρέπεια». Αξιοπρέπεια που διέκρινε ακριβώς στη στάση του Λέσεκ Κολακόφσκι, ο οποίος διαφώνησε δημόσια με τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956, κατέκρινε σφοδρά το Κομμουνιστικό Κόμμα της Πολωνίας το 1966, διαγράφτηκε και βρέθηκε εξόριστος στη Δύση δύο χρόνια αργότερα. Την ευθυκρισία και την έλλειψη παρωπίδων στην πρόσληψη της πραγματικότητας που χαρακτήριζε τους Καμύ και Κολακόφσκι υιοθετούσε και ο ίδιος ο Τζαντ ως προσωπική του αρχή: «Οταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζω κι εγώ» συνήθιζε να λέει –φράση που αποτυπώνεται στον τίτλο του τόμου. Το να έχει κανείς το σθένος να αποδέχεται τα λάθη του δημόσια, να μην άγεται και φέρεται από ιδεοληψίες, να επανερμηνεύει την πραγματικότητα και να λαμβάνει σαφή θέση ενώπιον πολιτικών και ηθικών προβλημάτων φέροντας την ευθύνη που του αναλογεί υπήρξε για τον Τόνι Τζαντ το ουσιαστικό περιεχόμενο της στράτευσης. Καθήκον το οποίο χαρακτηριστικά δεν περιόριζε στους διανοουμένους αλλά θεωρούσε επιβεβλημένη ιδιότητα κάθε πολίτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ