Χρήστος Αρμάντο Γκέζος
Η λάσπη.
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μελάνι,
σελ. 201, τιμή 15 ευρώ

Πώς βιώνει ένας μετανάστης, που δεν είναι ακριβώς ξένος αφού προέρχεται από βορειοηπειρώτικη οικογένεια, την παραμονή του στην Αθήνα; Ποια είναι η εικόνα της πόλης που κυριαρχεί στα αισθήματά του, με ποιον τρόπο θα εγκατασταθούν οι άλλοι στη συνείδησή του και πώς θα ορίσει εν τέλει ο ίδιος την ταυτότητά του; Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος γεννήθηκε το 1988 στη Χειμάρρα, έχει μια επιτυχημένη ποιητική συλλογή στο ενεργητικό του (Ανεκπλήρωτοι φόβοι, 2013) και το πρώτο του μυθιστόρημα αποτελεί τον μακρύ, εξαιρετικά διαταραγμένο μονόλογο ενός νεαρού Βορειοηπειρώτη ο οποίος μετά από έναν χρόνο απουσίας στην Αλβανία επιστρέφει σε μια χώρα και μια πολιτεία που έχει γνωρίσει εις βάθος από την παιδική του ηλικία. Ο 28χρονος Αλέξανδρος ή Σάντο δεν θα επιστρέψει στην Αθήνα για καλό: είναι αποφασισμένος να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα μπροστά στη μάνα και την αδελφή του αφού συναντήσει για μια τελευταία φορά τη γυναίκα η οποία θα εκπροσωπήσει τον μοναδικό του έρωτα.

Ο έξαλλος, υπερθερμασμένος λόγος του Σάντο ενόσω οδεύει προς την αυτοκτονία θα σαρώσει τα πάντα: τα πρόσωπα που συνάντησε και συναντά στην καθημερινότητά του με όλα τα βίαια, τα απωθητικά ή τα γλυκερά τους σουσούμια, τα εμπόδια που ύψωσαν τείχος απέναντι σε κάθε του επιθυμία, τους δρόμους που έκλεισαν ξανά και ξανά σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο ενσωμάτωσής του, τις συνθήκες που τον οδήγησαν στις πιο διαφορετικές μορφές εξαχρείωσης. Μέσα από όλα αυτά ο Σάντο θα μισήσει βαθιά την Αθήνα: θα εξεγερθεί εναντίον της, θα τη βρίσει, θα την κράξει, θα την περιπαίξει, θα τη χλευάσει και θα τη διασύρει αλύπητα – και όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης η οποία συνιστά μάλλον παρεμπίπτουσα παράμετρο.
Παρεμπίπτουσα, ωστόσο, παράμετρος στο μυθιστόρημα του Γκέζου δεν είναι μόνο η κρίση, αλλά και το ίδιο το κοινωνικό και οικονομικό status του μετανάστη. Η κακοδαιμονία του ήρωα, η συνεχής ροπή του προς την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, η πλήρης αδυναμία του να ισορροπήσει δεν είναι αποτέλεσμα του αποκλεισμού του από την κοινωνία, αλλά προϊόν ενός παραλυτικού εγκλωβισμού στην κόλαση του εαυτού του. Το οικογενειακό παρελθόν θα πάρει εδώ το πάνω χέρι αποκομμένο σε μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό πρόβλημα του αγώνα για επιβίωση είτε στον γενέθλιο τόπο είτε στην Ελλάδα. Η εσωτερική ιστορία της οικογένειας θα σφραγίσει ανεξίτηλα την προσωπικότητα και τον ψυχισμό του Σάντο. Ενας παρ’ ολίγον δολοφονημένος παππούς, που δεν θα μπορέσει ποτέ να αναλάβει διανοητικά μετά την απόπειρα εναντίον του, ένας πατέρας γεννημένος από έναν τέτοιο παππού, που θα μετατραπεί σε μόνιμη πηγή απειλής για τον γιο του, κι ένας γιος σε προχωρημένη σύγχυση, που από τη μια θα πέσει σε απόγνωση για τη βαριά αρρώστια του πατέρα και από την άλλη θα θελήσει να τον στείλει μιαν ώρα αρχύτερα στον θάνατο.
Πώς το έλεγε ο Λακάν; Οι εικόνες, οι στάσεις και οι συμπεριφορές των προγόνων καθορίζουν την οικονομία του σώματος των απογόνων. Πέρα από το οιοδήποτε κοινωνικό του πρόσημο, ο Σάντο είναι ένας γενετικά σημαδεμένος. Ακόμα κι όταν θα βρει την αγάπη και θα σιγουρευτεί για το βάρος της, δεν θα δοκιμάσει επ’ ουδενί να τη διασώσει και να την κρατήσει κοντά του: θα αφεθεί, αντιθέτως, σε ένα πελώριο ρεύμα αδράνειας και παραίτησης, χρησιμοποιώντας όση ενέργεια του έχει απομείνει για να την κάνει κομμάτια. Υπό αυτή την έννοια το μυθιστόρημα του Γκέζου είναι ένα υποδειγματικά σκηνοθετημένο υπαρξιακό θρίλερ του οποίου τη δράση παρακολουθούμε κυριολετικά με κομμένη την ανάσα. Οσο για τον πρωταγωνιστή του, αποδεικνύεται ένας άρτια σμιλεμένος χαρακτήρας, ικανός τόσο να πέσει επί δικαίους και αδίκους, για να τους διαμελίσει και να τους καταβροχθίσει, όσο και επιζητήσει, έστω και με σφιγμένα χείλη, έστω και χωρίς καμία προοπτική, τη λύτρωση του έρωτα.
Θα κλείσω με μιαν επιφύλαξη για το διαρκές παραλήρημα του μονολόγου. Με αλλεπάλληλες, προσεκτικά διαβαθμισμένες μεταπτώσεις, οι οποίες καταλήγουν σε μια δραματουργικά λειτουργική ασυνταξία και ασυναρτησία, παρεμβάλλοντας στην ακατάσχετη ρύμη τους τον συντεταγμένο λόγο των άλλων, αλλά και ωραία ενισχυμένος από το βορειοηπειρώτικο ιδίωμα, ο γλωσσικός παραδαρμός του Σάντο σκοντάφτει κατά καιρούς σε μια σειρά φραστικών εγκεφαλισμών («περιθώριο αμφισβήτησης της οριστικής και αμετάκλητης παύσης λειτουργίας του εγκεφάλου», «παρελθοντική διάσταση που μόνο πρόσφατα ανακάλυψα τη σημασία της», «ευεργετική ψευδαίσθηση υφασμένη από τους ιστούς της μνήμης και της λήθης», «τεχνική ανθρωπομηχανολογική σύμπτωση»), που δεν καταφέρνουν με την ξύλινη τυποποίησή τους να προσθέσουν το παραμικρό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ