Λέων Τολστόι
Η ανάσταση
Μετάφραση Ελένη Μπακοπούλου.
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,
σελ. 632, τιμή 25 ευρώ

Σε ένα εξαίρετο δοκίμιό του με τίτλο Why We Should Read the Classics? (Γιατί πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς;) δημοσιευμένο το 1986 στη New York Review of Books, ο Ιταλο Καλβίνο αναφέρεται σε δεκατέσσερις λόγους για τους οποίους θα πρέπει να διαβάζουμε τους κλασικούς. Ενας από τους σημαντικότερους είναι πως τα έργα των κλασικών περιέχουν και τα ίχνη από την αναγνωστική εμπειρία της εποχής τους. (Συμπεραίνουμε, επομένως, ότι αυτό προσδιορίζει και το πώς προσλαμβάνουμε το περιεχόμενό τους.) Ο Καλβίνο υποστηρίζει, ακόμη, πως η αναγνωστική απόλαυση των ώριμων αναγνωστών είναι μεγαλύτερη από εκείνη των νεότερων –χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι νέοι αναγνώστες δεν αναγνωρίζουν την αξία τους.

Η έκδοση της Ανάστασης του Τολστόι από τον Κέδρο σε νέα μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό τις παρατηρήσεις του Καλβίνο. Το τελευταίο μεγάλο μυθιστόρημα του γίγαντα του ρωσικού ρεαλισμού, μολονότι δεν είναι εφάμιλλο των αριστουργημάτων του (της Αννας Καρένινα, του Πόλεμος και ειρήνη και του Θανάτου του Ιβάν Ιλιτς) είναι ένα μεγάλο έργο, ένα αξεπέραστο «μελόδραμα», όπως έχει ειπωθεί. Ο Τολστόι το έγραψε στοχεύοντας στο να συγκινήσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό και να καταδικάσει τον δεσποτισμό, τον φεουδαλισμό, το άθλιο σύστημα των φυλακών και –μολονότι πιστός χριστιανός ο ίδιος –την υποκρισία της επίσημης Εκκλησίας. Είναι, με άλλα λόγια, και μια άγρια καταγγελία των σαθρών θεσμών της ρωσικής κοινωνίας και του τσαρικού καθεστώτος στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η ενοχή και η «ανάσταση»


Η μεταφορά των παραπάνω στο αφηγηματικό πεδίο δεν είναι φυσικά εύκολη υπόθεση και μόνο συγγραφείς της αξίας του Τολστόι μπορούν να την επιτύχουν. Εδώ συναντούμε τον συγγραφέα που έχει τη δύναμη να προπαγανδίζει τις ιδέες του χωρίς να παριστάνει τον ιεροκήρυκα. Οι ιδέες δηλαδή να αναδύονται από το θέμα με κινητήρια δύναμη την αφήγηση και την ικανότητά του να πλάθει όχι απλώς ζωντανούς αλλά και μοναδικούς χαρακτήρες:
Η πόρνη Κατερίνα Μάσλοβα κατηγορείται για φόνο. Ενας από τους ενόρκους στο δικαστήριο, ο Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοβ, μέλος της ρωσικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα (ο βασικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος), είναι εκείνος που την είχε αποπλανήσει όταν η Μάσλοβα ήταν υπηρέτριά του. Την είχε επιπλέον εγκαταλείψει έγκυο στο παιδί τους ονόματι Μίτιενκα. Η Μάσλοβα για να επιβιώσει καταντά πόρνη. Και κάποια στιγμή κατηγορείται για συνέργεια στον φόνο ενός εμπόρου σε πορνείο. Ο Νεχλιούντοβ όταν ορίζεται ένορκος στη δίκη της χωρίς να γνωρίζει ότι κατηγορουμένη είναι η Μάσλοβα, έχει αρραβωνιαστεί με μια κοπέλα της ανώτερης τάξης.
Η Μάσλοβα καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά χρόνια στη Σιβηρία –αλλά και η ζωή του Νεχλιούντοβ αλλάζει δραματικά. Νιώθει ένοχος για τη μοίρα της Μάσλοβα, ή πιο σωστά θεωρεί τον εαυτό του ως τον κύριο υπεύθυνο, και προσπαθεί να επανορθώσει. Αρνείται να παντρευτεί τη μνηστή του και ακολουθεί τη Μάσλοβα στη Σιβηρία. Κυριευμένος από αισθήματα ενοχής θα κάνει ό,τι μπορεί για να τη βοηθήσει και ταυτοχρόνως να απαλλαγεί από τις «ερινύες» που τον κατατρύχουν –άρα να «αναστηθεί», άρα να γίνει άλλος άνθρωπος. Ετσι, στο τέλος, αλλάζει μέσα του το νόημα των πραγμάτων. Το λέει άλλωστε πολύ χαρακτηριστικά ο Τολστόι στην τελευταία παράγραφο: «Από εκείνη τη νύχτα (σ.σ.: όπου διαβάζει το Ευαγγέλιο) άρχισε για τον Νεχλιούντοφ μια εντελώς καινούργια ζωή, όχι τόσο γιατί άρχισε να ζει με καινούργιους όρους, αλλά γιατί όσα του συνέβαιναν εφεξής, αποκτούσαν γι’ αυτόν εντελώς διαφορετικό νόημα από ό,τι παλαιότερα. Πώς θα τελειώσει αυτή η καινούργια περίοδος της ζωής του, θα το δείξει το μέλλον».
Ο Τολστόι άρχισε να γράφει την Ανάσταση το 1899, έναν χρόνο μετά τη διατύπωση της θεωρίας του περί «παθητικής αντίστασης» ή πιο σωστά «μη αντίστασης», που ενέπνευσε αργότερα τον Γκάντι και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ομως η οξύτητα με την οποία περιγράφει την αθλιότητα των φυλακών, την υποκρισία του δικαστικού συστήματος, την απόλυτη σύμπλευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον τσαρικό απολυταρχισμό είναι πρωτοφανής σε σύγκριση με την υπόλοιπη λογοτεχνική παραγωγή στη Ρωσία του 19ου αιώνα.

Το πιο ανατρεπτικό μυθιστόρημα
Η Ανάσταση είναι ένα βιβλίο γεμάτο πάθος και οργή. Ο αναγνώστης νιώθει συμπόνια για τον κεντρικό της χαρακτήρα, αλλά και μια εσωτερική ταραχή, γιατί εκείνος διαθέτει κάποια γνωρίσματα που υπάρχουν σε όλους μας. Ολοι κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό Νεχλιούντοφ και δεν το γνωρίζουμε. Η αυτογνωσία επομένως είναι το προϊόν μεγάλης πνευματικής προσπάθειας. Γιατί οι δυνάμεις του Κακού (που εδώ έχουν καθεστωτικό χαρακτήρα) δεν μπορούν να ηττηθούν χωρίς εσωτερικό αγώνα.
Λέγεται πως η νουβέλα του Τολστόι Ο θάνατος του Ιβάν Ιλιτς (1886), όπου η ζωή κρίνεται ενώπιον του θανάτου, προλέγει τον υπαρξισμό. Στην Ανάσταση όμως αυτό που κρίνεται είναι το νόημα της ζωής και το υπαρξιακό της περιεχόμενο απέναντι στην κοινωνία με την οποία αναπόφευκτα θα συγκρουστεί όποιος θέλει να ζήσει «αληθινά». Κρίνεται δηλαδή η σημασία της επιλογής ως βασικός προορισμός της ουσίας της. Και ταυτοχρόνως το νόημα της πράξης.
Το βιβλίο υπήρξε το δημοφιλέστερο και ταυτοχρόνως το πιο ανατρεπτικό μυθιστόρημα του Τολστόι. Είναι ένα έργο που δεν άρεσε στον μεγάλο θαυμαστή του Τολστόι, τον Ναμπόκοφ, ο οποίος θεωρούσε την Αννα ΚαρένιναΑννα Καρένιν, όπως προτιμούσε) το κορυφαίο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Ο Ναμπόκοφ αντιπαθούσε τα μυθιστορήματα που γράφονται με την πρόθεση να περάσουν στους αναγνώστες οποιοδήποτε «μήνυμα» –και η Ανάσταση είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Ας μην απορούμε, επομένως, που εξαιτίας της η Ρωσική Εκκλησία αφόρισε το 1901, έναν χρόνο μετά τη δημοσίευσή της, τον Τολστόι. Αλλά, επιστρέφοντας στην αρχή, σε ό,τι αφορά τον αναγνώστη (ώριμο ή νεότερο, δεν έχει σημασία) ισχύει και για το βιβλίο αυτό η πασίγνωστη φράση του Ναμπόκοφ: «Οταν διαβάζεις Τουργκιένιεφ ξέρεις ότι διαβάζεις Τουργκιένεφ. Οταν όμως διαβάζεις Τολστόι, αρχίζεις και δεν μπορείς να σταματήσεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ