John Sutherland
Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας
Μετάφραση Γιώργος Λαμπράκος.
Εικονογράφηση Sarah Young.
Εκδόσεις Πατάκη, 2014,
σελ. 399, τιμή 18,80 ευρώ

Δεν έχει την προσωπικότητα του εμπρηστικού δημόσιου διανοούμενου ενός Τέρι Ιγκλετον, ούτε κυκλοφορεί περιβεβλημένος τον μανδύα της αναμφίλεκτης αυθεντίας ενός Χάρολντ Μπλουμ. Γι’ αυτό, πιθανόν, είναι εκδοτικά άγνωστος στην Ελλάδα. Ομότιμος καθηγητής Σύγχρονης Αγγλικής Φιλολογίας του University College London στη Βρετανία και συστηματικός κριτικός βιβλίου στον Guardian, ο εβδομηνταεξάχρονος Τζον Σάδερλαντ διδάσκει πλέον στο California Institute of Technology στις ΗΠΑ. Ειδήμων στη βικτωριανή λογοτεχνία, με περισσότερα από είκοσι βιβλία στην εργογραφία του, διετέλεσε πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Μπούκερ. Εχει επιμεληθεί ανθολογίες αγγλικής λογοτεχνίας, έχει εκδώσει ατομικές βιογραφίες και τόμους για εξέχοντες συγγραφείς και έργα (Lives of the Novelists: A History of Fiction in 294 Lives, Profile Books, 2011), μελέτες για τη λογοκρισία και τα μπεστ σέλερ, έναν τόμο για τους μηχανισμούς παραγωγής και κατανάλωσης της μυθοπλασίας (Fiction and the Fiction Industry, Bloomsbury 2014) και τη δική του αυτοβιογραφία (The Boy Who Loved Books, John Murray, 2007).

Η Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας, που του παρήγγειλε το Yale University Press για την εκδοτική σειρά του «Μικρές ιστορίες» και η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μια αρκετά προσεγμένη μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου, είναι η πεμπτουσία της κριτικής διαδρομής του Σάδερλαντ, μια επισκόπηση της λογοτεχνίας από τον Ομηρο ως τη fanfic και τη διαδραστική λογοτεχνία των ημερών μας, από την προφορική λογοτεχνία ως το ψηφιακό βιβλίο.
Αν περιμένετε έναν συνοπτικό οδηγό του τι πρέπει να διαβάσετε στη ζωή σας γεμάτο ονόματα και τίτλους, βιογραφικά σημειώματα συγγραφέων και περιλήψεις έργων, μην αγοράσετε το βιβλίο, θα απογοητευθείτε. Δεν πρόκειται για μια συμπυκνωμένη εκδοχή του Δυτικού Κανόνα του Μπλουμ. Αν όμως δεν συντάσσεστε με τη ρομαντική θέση ότι η λογοτεχνία είναι το δώρο του Θεού σε ορισμένα ευφυή όντα (τους συγγραφείς), αν δεν πιστεύετε ότι η λογοτεχνία δημιουργείται in vitro αλλά σε συνάρτηση με τις υλικές συνθήκες στην κοινωνία της εποχής της, αν θέλετε να μάθετε τι επίδραση είχε η θέσπιση νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων στην ανάπτυξη της λογοτεχνίας και πώς σχετίζεται ο καπιταλισμός με την εμφάνιση του μυθιστορήματος, τότε δεν υπάρχει ιδανικότερο ανάγνωσμα από τούτο το βιβλίο του Σάδερλαντ. Μια μικρή ιστορία της λογοτεχνίας που είναι μαζί μικρή ιστορία του βιβλίου, της ανάγνωσης, της κριτικής.
Ο Σάδερλαντ, που έχει μελετήσει ενδελεχώς και την ιστορία του βιβλίου στη Δύση και τις αναγνωστικές συμπεριφορές, στα σαράντα σύντομα κεφάλαια της Μικρής ιστορίας της λογοτεχνίας καταπιάνεται με λογοτεχνικά είδη (έπος, τραγωδία, ουτοπίες και δυστοπίες), και με εξέχουσες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες (Σαίξπηρ, Ντίκενς, Τζέιν Οστεν, αδελφές Μπροντέ, Βιρτζίνια Γουλφ), επισημαίνει ρήξεις και συγγένειες («Οι απίθανες ιστορίες των ταξιδιωτών: Ντιφόου, Σουίφτ και η εμφάνιση του μυθιστορήματος», «Το έτος που άλλαξε τα πάντα: Το 1922 και οι μοντερνιστές»). Τοποθετεί τη λογοτεχνία στο πλαίσιο της ιστορίας του βιβλίου αφιερώνοντας κεφάλαια στην τυπογραφία, στα πνευματικά δικαιώματα και στο γούστο του αναγνωστικού κοινού, αναφέρεται στον ρόλο της λογοκρισίας, στην αλληλεξάρτηση της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο.
Τα κεφάλαια «Ενοχες απολαύσεις: ευπώλητα και εμπορικά» και «Ποιος είναι ο καλύτερος; Βραβεία, φεστιβάλ και λέσχες ανάγνωσης» είναι απόσταγμα πολύχρονων μελετών του για τους θεσμούς που προωθούν τη λογοτεχνία που πρέπει να διαβάσει κάθε κριτικός που περιφρονεί το φαινόμενο της μαζικής λογοτεχνίας σαν εκδοτική παρωνυχίδα και κάθε μέλος κριτικής επιτροπής των πάμπολλων βραβείων της εποχής μας, που διαγκωνίζονται στη διεκδίκηση κύρους και αξιοπιστίας. «Πολλοί εκδότες παρουσιάζουν στις μέρες μας τη μυθοπλασία και την ποίησή τους συσκευασμένη για λέσχες ανάγνωσης» γράφει ο Σάδερλαντ, που όμως δεν τις υποτιμά, αλλά εκτιμά ότι «συμβάλλουν στο να διατηρείται η ανάγνωση ζωντανή και ευχάριστη. Χωρίς αυτό η ίδια η λογοτεχνία θα χανόταν».
Στο κεφάλαιο «Πώς να διαβάζουμε», στο πρόσωπο του αρχετυπικού κριτικού δρος Σάμιουελ Τζόνσον εκφράζεται η ανάγκη για τάξη, ευχρηστία και κοινή λογική στις λογοτεχνικές μας κρίσεις, ενώ όποιος διαβάσει τα κεφάλαια «Αυτοκρατορία» (για τη λογοτεχνία των Κίπλινγκ, Κόνραντ και Φόρστερ) και «Πολύχρωμες κουλτούρες» (για το φυλετικό ζήτημα στη λογοτεχνία) αποκτά μια καθαρή εικόνα σύγχρονων κριτικών προσεγγίσεων στα ζητήματα αυτά χωρίς την ερμητική ορολογία της μετααποικιοκρατικής θεωρίας.
Χωρίς υποσημειώσεις, χωρίς τον τεχνικό λόγο του φιλολογικού εγχειριδίου, χωρίς δογματισμούς και πομπώδεις αφορισμούς, η Μικρή ιστορία της λογοτεχνίας του Σάδερλαντ μπορεί να αφιερώνει περισσότερο χώρο στην Τζ. Κ. Ρόουλινγκ από ό,τι στον Ντοστογέφσκι και η μνεία της στην Ε. Λ. Τζέιμς με τα εκατομμύρια αντίτυπα του Πενήντα αποχρώσεις του γκρι να είναι εκτενέστερη από τη μνεία στον Τολστόι, αλλά σκοπός του Σάδερλαντ δεν είναι να προσφέρει έναν ακόμη κατάλογο αναμενόμενα μεγάλων έργων και μεγάλων συγγραφέων. Εκείνο που φαίνεται ότι επιδιώκει είναι να καταγράψει τους μηχανισμούς βάσει των οποίων παράχθηκε, εξελίχθηκε και αντιμετωπίστηκε η λογοτεχνία μέσα στους αιώνες ώστε να οξύνει το βλέμμα μας για τις ριζοσπαστικές αλλαγές στο λογοτεχνικό τοπίο που έρχονται με την τεχνολογία στον 21ο αιώνα. Για τον έλληνα αναγνώστη, για τον έλληνα κριτικό, η σφαιρική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου από τον Σάδερλαντ υποδεικνύει τα εργαλεία που πρέπει να έχουν διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή προκειμένου οι αναγνώσεις του πρώτου να είναι υποψιασμένες και οι κρίσεις του δεύτερου νηφάλιες και βάσιμες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ