Κώστας Βάρναλης
Απαντα τα ποιητικά (1904-1975)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,
σελ. 542, τιμή 30 ευρώ

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974, πέντε μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης στα ενενήντα του χρόνια. Το έργο του αγαπήθηκε και υμνήθηκε με πάθος από τον κόσμο της Αριστεράς, στην υπόθεση της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του και την τέχνη του. Αλλά η σημασία του έργου του –και η αξία του φυσικά –δεν ορίζεται αποκλειστικά από το πολιτικό του περιεχόμενο. Η ιδεολογία είναι βεβαίως ουσία –και όχι απλό όχημα ή προπαγάνδα –στην ποίησή του. Δύο από τις συλλογές του, το Φως που καίει (1922) και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), αποτελούν και σήμερα σταθμούς της νεοελληνικής ποίησης, παρά τις ενστάσεις και τον όποιον αναδρομικό ψόγο που μπορεί να επιστρατεύσουν οι «καλοθελητές».

Είναι άλλωστε της μόδας, και εδώ και διεθνώς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης η λεγόμενη «στρατευμένη» λογοτεχνία να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον, ανεξαρτήτως της αξίας της. Αλλά τα καλλιτεχνικά έργα έχουν τη δύναμη να υπερβαίνουν τα αίτια και τις αφορμές που τα προκάλεσαν –ακόμη και το ίδιο τους το περιεχόμενο καθαυτό. Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η «Μαγδαληνή» στο Φως που καίει είναι από τα ωραιότερα ελληνικά ποιήματα και ακόμη περισσότερο «Οι πόνοι της Παναγιάς» στους Σκλάβους πολιορκημένους, όπου η Παναγία γίνεται η αιώνια μάνα και αναρωτιέται: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί», για να καταλήξει με απελπισμένη οργή: «Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά / την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω». Ή ποιον μπορεί να μη συγκινήσουν βαθιά στίχοι από το ίδιο ποίημα όπως: «Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν» ή ακόμη: «Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν»; Και ποιοι θα διαβάσουν τους Σκλάβους πολιορκημένους και δεν θα τους εντυπωθεί ο καταληκτικός στίχος του πρώτου ποιήματος «Αχ, πού σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»;
Καθαρό βίωμα, βαθιά πίστη


Μόνο ένας ποιητής πρώτης γραμμής θα μπορούσε να υπερβεί τη σχηματικότητα που συνεπάγεται η μεταφορά (στο πεδίο της τέχνης) της οποιασδήποτε πολιτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας. Οι ποιητές γενικά, καθώς λέγεται, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους φιλοσόφους, από τον καιρό ακόμη του Πλάτωνα, όπου κατά τον Ρόμπερτ Γκρέιβς οι Ελληνες πήραν στραβό δρόμο και εγκατέλειψαν την ποίηση προς χάριν της φιλοσοφίας.
Στον Βάρναλη η πολιτική θεωρία είναι καθαρό βίωμα και βαθιά πίστη. Οταν στο Φως που καίει εισάγει τον χαρακτήρα της Αριστέας (που εκπροσωπεί την αντίδραση) και της Μαϊμούς (υπηρέτριάς της) κινείται στο ίδιο πεδίο με πολλούς άλλους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου που παρουσιάζουν στο συμβολικό πεδίο την άρχουσα τάξη ως πόρνη πολυτελείας. Η Αριστέα και η μαϊμού θα χαθούν μέσα σε έναν ανοιγμένο τάφο, αφού πιο μπροστά έχει προηγηθεί ο «Οδηγητής» που ξεσηκώνει τον λαό.
Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης είχε διαβάσει στο Παρίσι, όπου είχε μεταβεί το 1919 για μεταπτυχιακές σπουδές ως υπότροφος του ελληνικού κράτους και «μυήθηκε» στις σοσιαλιστικές θεωρίες, το κορυφαίο ποίημα Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ (σε γαλλική μετάφραση, υποθέτω).
Οι Δώδεκα εκδόθηκαν το 1918 (το Φως που καίει το 1922) και ανήκουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής και της παγκόσμιας ποίησης που εισάγουν το σύμβολο του επαναστατημένου Χριστού στην ποίηση του 20ού αιώνα. Πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στο μεγάλο ποίημα του Ρώσου και στον «Οδηγητή» του Ελληνα: στον βηματισμό, στην ένταση, στο πάθος: «Ενας δεν είμαι μα χιλιάδες! / Οχι μονάχα οι ζωντανοί –κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή». Ή ακόμη: «Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί». Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στους Δώδεκα (που τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος).
Εκανα τη σύγκριση για να τονίσω πως μπορεί μεν η ποίηση να μην αξιολογείται πρωτίστως με βάση το περιεχόμενό της ή, για να είμαι ακριβέστερος, τη θεματική της περιοχή, αλλά το περιεχόμενο ανήκει αναμφισβήτητα στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά όταν το ποιητικό επίτευγμα είναι σπουδαίο. «Επαναστατικά», ας πούμε, ποιήματα είχαμε και πριν από το Φως που καίει, όμως το βιβλίο του Βάρναλη είναι το πρώτο και από πολλές πλευρές οριακό (και εν πολλοίς αξεπέραστο) επαναστατικό ποιητικό έργο. Γι’ αυτό και η δραστικότητά του παραμένει αμείωτη (και δεν εννοώ βεβαίως ότι συνιστά ένα είδος κατήχησης των μαζών).
Η σολωμική επίδραση


Οσοι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική ποίηση δεν θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν τη δημιουργική αφομοίωση των διδαγμάτων που ο Βάρναλης άντλησε από τον Σολωμό πρωτίστως αλλά και από τον Παλαμά, όπως και από την εκκλησιαστική υμνογραφία. Το ότι διαβάζει και αφομοιώνει το σολωμικό δίδαγμα «χωρίς μεταφυσική», όπως λέει στην ομότιτλη μελέτη του, έχει τη σημασία του. Η άψογη λ.χ. στιχουργική του (όπως σε κάποιες περιπτώσεις και η εικονοποιία του) θυμίζει τον Σολωμό: «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» γράφει για παράδειγμα ο Σολωμός και «- Ω πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο» ο Βάρναλης.
Η ενότητα Σκόρπια ποιήματα 1910-1958 περιέχει πολλά άνισα αλλά και ορισμένα από τα ωραιότερα –και γνωστότερα –ποιήματα του Βάρναλη, όπως το νεανικό Ορέστης, την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, τους πασίγνωστους Μοιραίους, το Πέρασμά σου και την Μπαλάντα του Αντρίκου.
Οι κατοπινές συλλογές Ελεύθερος κόσμος και Οργή λαού δεν είναι ίδιας αξίας με το Φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους, αν και εδώ βρίσκει κανείς σκόρπιους εδώ κι εκεί θαυμάσιους στίχους ή και ολόκληρες στροφές ιδιαίτερα σε κάποια λακωνικά και ιδιαιτέρως σκληρά ποιήματα προς εμαυτόν, όπως αυτό στη σελ. 494: «Αφήστε με λιγάκι, άσωτοι πόνοι / να πάω ως το τραπέζι ως το μπαλκόνι. / Στο τραπέζι, να γράψω την κατάρα μου, / στο μπαλκόνι να φτύσω από ψηλά / τωρινά, περασμένα και μελλούμενα». Δύο χρόνια προτού πεθάνει έγραφε με αφοπλιστική αποστροφή: «Οσο τα περασμένα ανακαλώ / τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. / Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά / μα θα πεθάνω μοναχά από σιχασιά».
Ο τόμος προσφέρει την πλήρη εικόνα του ποιητή Βάρναλη που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού, του ποιητή ο οποίος οιστρηλατείται από τις ελπίδες που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Η φωνή αυτή, συνδυασμένη με το σαρκαστικό (αριστοφανικό) της χιούμορ, καθιστά την ποιητική του κατάθεση μοναδική. Γι’ αυτό και, μολονότι κατέρρευσε το σύστημα στο οποίο πίστεψε, ο Βάρναλης παραμένει επίκαιρος.

Αψογη τεχνική και απαράμιλλη πλαστικότητα
Πριν γράψει το Φως που καίει ο Βάρναλης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: τους Πυθμένες το 1904 (στα είκοσι χρόνια του), τις Κηρήθρες το 1905 και τον Προσκυνητή το 1919. Αλλά και σ’ αυτές η επίδραση του Σολωμού είναι εμφανέστατη. Μολονότι η τεχνική του ήταν από τότε αξιοζήλευτη, αν δεν άλλαζε προσανατολισμό κι έμενε στο κλίμα αυτών των συλλογών θα ήταν ένας ακόμη ελάσσων ποιητής περιορισμένης κλίμακας και τετριμμένης θεματογραφίας. Αλλά ο Προσκυνητής με την έντονη ελληνολατρία του προετοιμάζει το Φως του καίει. Ηδη η τεχνική του Βάρναλη είναι υψηλού επιπέδου, οι ρίμες του εξαιρετικής πρωτοτυπίας συχνά, οι εικόνες του καθαρές. Υπάρχει βεβαίως μια επιτήδευση, αλλά κι αυτά που προετοιμάζουν το μέλλον της κατοπινής του ποίησης: «Εγώ ‘μουν όλοι εσείς, εγώ ‘μουν η άχνα / που από της μάζας έβγαινε τα σπλάχνα». Οι δύο τελευταίοι στίχοι μάλιστα αυτού του συνθετικού ποιήματος μοιάζουν να προετοιμάζουν το Φως που καίει το οποίο θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα: «Αν φτάσω είναι το φτάσιμο δικό σας, / η ήττα δικιά μου αν πέσω για το φως σας».
Λένε πως το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι πρωτίστως οι ποιητές οι ίδιοι. Ο Βάρναλης δεν ήταν απλώς από τους σημαντικότερους ποιητές, σπουδαίος φιλόλογος και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Τα ποιήματά του από το 1923 και εξής αποτελούν πρότυπα τεχνικής, ιδιαίτερα για τους νέους ποιητές που δεν γνωρίζουν το μετρικό σύστημα, δεν ξέρουν τι θα πει πρωτότυπη ρίμα ούτε συνίζηση και χασμωδία. Η άψογη τεχνική του ώριμου Βάρναλη είναι εναρμονισμένη με την απαράμιλλη πλαστικότητα της γλώσσας του και τη νοηματική της καθαρότητα, που είναι εμφανής ακόμη και στα πεποιημένα και εκβιασμένα συχνά ποιήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ