Stefan Ihrig
Ataturk in the Nazi Imagination

Belknap Harvard, 2014,
τιμή 29,95 δολάρια

Η εξάρτηση του Χίτλερ από τον Μουσολίνι, του ναζισμού από τον φασισμό, ως προτύπου πολιτικής οργάνωσης, κατάκτησης και άσκησης της εξουσίας έχει συστηματικά διερευνηθεί και κατά κόρον προβληθεί στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ωστόσο ο εθνικοσοσιαλισμός άντλησε παραδείγματα από διάσπαρτες και αντιφατικές μεταξύ τους πηγές –ενίοτε μάλιστα από κάποιες διόλου αναμενόμενες: στο βιβλίο «Atatürk in the Nazi Imagination», μία από τις πιο πρωτότυπες μελέτες που έχουν παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια στο συγκεκριμένο πεδίο, ο νεαρός γερμανός ιστορικός Στέφαν Ιχριγκ υποδεικνύει ότι, νωρίτερα ακόμη από τη φασιστική Ιταλία, ήταν η κεμαλική Τουρκία και ο ηγέτης της που σαγήνευαν το συλλογικό φαντασιακό των ναζί.

Ο Ιχριγκ τεκμηριώνει με εξαντλητική έρευνα ότι σε όλο το ανάπτυγμα του εθνικιστικού Τύπου της γερμανικής Δεξιάς, από τις παρυφές του συντηρητισμού ως τους εξτρεμιστές εθνικοσοσιαλιστές, η Τουρκία έλαβε εξαιρετικά προνομιούχο θέση μετά το 1918. Ο Μικρασιατικός Πόλεμος ήταν ο «τουρκικός πόλεμος της ανεξαρτησίας», η πορεία του απέβη μείζον ενημερωτικό γεγονός των χρόνων της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Κεμάλ Ατατούρκ αναγορεύθηκε σε προσωπικότητα παγκόσμιας ιστορικής εμβέλειας, η χώρα του μετατράπηκε σε υπόδειγμα από το οποίο η Γερμανία θα μπορούσε «να πάρει μαθήματα»: αν η συνθήκη των Σεβρών ήταν αναθεωρήσιμη, το ίδιο ίσχυε και για τη συνθήκη των Βερσαλλιών, αν η Τουρκία είχε βρει τον τρόπο να ξεφύγει από τον «ζυγό», η Γερμανία δεν είχε παρά να ακολουθήσει. Επιστρατεύονταν οι στρατηγικές της αναλογίας και της συνάφειας: ενώ η Τουρκία εκγερμανιζόταν (ο σουλτάνος αναφερόταν ως «κάιζερ», το ισλάμ ως «τουρκική εκκλησία»), γερμανικοί όροι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την απόρριψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών εκτουρκίζονταν (η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε υποστεί τη δική της «πισώπλατη μαχαιριά», της είχε επιβληθεί μια «υπαγορευμένη ειρήνη»).
Κύριος αρνητικός πρωταγωνιστής στο μεσοπολεμικό θέατρο σκιών ήταν η ιμπεριαλιστική Αντάντ, ο εθνικιστικός Τύπος όμως επεφύλασσε εξέχοντα ρόλο στην Ελλάδα: εντολοδόχος των δυτικών συμμάχων ο ελληνικός στρατός λογιζόταν ως «παρείσακτος», το ελληνικό κράτος καταγγελλόταν ως «κερδοσκόπος του πολέμου» και η ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία συνδεόταν αποκλειστικά με βία, εγκλήματα και σφαγές.
Ο δάσκαλος και οι μαθητές


Εγγράφοντας τον προϋπάρχοντα λόγο στο εθνικοσοσιαλιστικό αφήγημα, σημειώνει ο Ιχριγκ, οι ναζί κατασκεύασαν το δικό τους είδωλο: «η Τουρκία δεν ήταν η παλιά Ανατολή, αλλά ο σημαιοφόρος της σύγχρονης εθνικιστικής και ολοκληρωτικής πολιτικής που επιθυμούσαν να φέρουν στη Γερμανία». Τον Σεπτέμβριο του 1922 ο «Λαϊκός Παρατηρητής», επίσημο όργανο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, διακήρυττε ότι «σε αυτές τις μέρες της ατίμωσης και της ατιμίας ένα όνομα αποδεικνύει τι μπορεί να πετύχει ένας αληθινός άνδρας. […] Η νίκη του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θα μας δώσει νέα δύναμη και θα δυναμώσει την πίστη μας στο ανίκητο του πνεύματος του ηρωισμού». Λίγες μέρες πριν από το «πραξικόπημα της μπιραρίας» η ναζιστική εφημερίδα του Μονάχου «Heimatland» ζητούσε επιτακτικά από τον περιβεβλημένο με δικτατορικές εξουσίες επίτροπο της Βαυαρίας Γκούσταβ φον Καρ «δώστε μας μια κυβέρνηση σαν της Αγκυρας», προτρέποντάς τον να γίνει «ένας δεύτερος Κεμάλ Πασάς». Οταν ο «Τούρκος Φύρερ» θα πέθαινε στις 10 Νοεμβρίου 1938, η είδηση σε πολλά πρωτοσέλιδα θα συναγωνιζόταν σε έκταση τις περιγραφές του παγγερμανικού αντιεβραϊκού πογκρόμ της «Νύχτας των Κρυστάλλων» και θα έσπρωχνε την επέτειο των 15 ετών από το θνησιγενές πραξικόπημα του Μονάχου στις εσωτερικές σελίδες.
Ο θαυμαστής και μιμητής του Κεμάλ ωστόσο θα αποδεικνυόταν άλλος. Οι πρώιμες αναφορές του Χίτλερ στον Ατατούρκ ήταν σπάνιες, αν και ο Ιχριγκ παρατηρεί ότι αριθμητικά εκείνες για τον Μπενίτο Μουσολίνι δεν υπερτερούσαν κατά πολύ. Στη δίκη του, το 1924, χρησιμοποίησε παραδειγματικά και τους δύο, προτάσσοντας μάλιστα τον τούρκο στρατηγό ως απόστολο της ελευθερίας του έθνους του, προκειμένου να υποστηρίξει ότι κινούμενος από παρόμοια ευγενή κίνητρα διέπραξε, σχήμα οξύμωρο, «εθνική προδοσία». Εξι μήνες μετά την ανάρρησή του στην εξουσία, τον Ιούλιο του 1933, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Μιλιέτ» έχριζε γενναιόδωρα τον Κεμάλ «επιφανέστερο άνδρα του αιώνα» και κατέληγε λέγοντας πως «το τουρκικό κίνημα υπήρξε για εκείνον ένα λαμπρό άστρο». Το 1938 θα πρόσθετε ότι «ο Ατατούρκ ήταν δάσκαλος. Ο Μουσολίνι ήταν ο πρώτος του μαθητής και εγώ ο δεύτερος».
Φυλετικά ευεργετήματα


Το Γ’ Ράιχ επιζητούσε να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη καθεστώτων τα οποία μπορούσε να προβάλλει ως πρότυπα, ενώ ταυτόχρονα η σύγκριση θα αναδείκνυε τα δικά του επιτεύγματα. Η Τουρκία του Ατατούρκ προσφερόταν ως υπόδειγμα κράτους που είχε αποκαθάρει τον πληθυσμό του από τα επικίνδυνα παράταιρα στοιχεία και, κατά συνέπεια, εκσυγχρονιζόταν με ταχείς ρυθμούς –χωρίς βέβαια το «τουρκικό θαύμα» να επισκιάζει το γερμανικό. Σε αυτό το αφήγημα Ελληνες και Αρμένιοι παραλληλίζονταν με τους Εβραίους ως προς το ηθικό και φυλετικό ποιόν: έχοντας επιτύχει εκεί που απέτυχαν οι Αρειοι, έλεγε ο Χίτλερ σε μια κομματική συνάντηση το 1927, «να νικήσουν οικονομικά τον Εβραίο […], έγιναν Εβραίοι οι ίδιοι. Εχουν εκείνα τα συγκεκριμένα, επαίσχυντα χαρακτηριστικά που καταδικάζουμε στους Εβραίους». Εφόσον οι φορείς της παρακμής εξέλιπαν, η φυλετική κοινότητα θα ήταν υγιής και αγνή: η εγκύκλιος της 30ής Απριλίου 1936 των αρμόδιων για την εφαρμογή των νόμων της Νυρεμβέργης υπουργείων αποφαινόταν ότι «οι Τούρκοι είναι Αρειοι». Πέραν των φυλετικών ευεργετημάτων, η πολιτεία της «πραγματικής εθνικής δημοκρατίας» παρέπεμπε στα πολιτικά εργαλεία και τους στόχους της ναζιστικής Γερμανίας. Η στρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας το 1936, το «Anschluss» της Αυστρίας το 1938 και η συμφωνία του Μονάχου το 1939 συνδέθηκαν στενά με το προηγούμενο της δυναμικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Κοινωνίας των Εθνών στις δικές της διεκδικήσεις επί των ζητημάτων των Στενών και του σαντζακίου της Αλεξανδρέττας. Η κεμαλική εκκοσμίκευση επέτρεπε στον καθεστωτικό λόγο να προβάλλει το Ισλάμ ως τον «μεγάλο επιβραδυντή της προόδου» προκειμένου να τεθεί ανάγλυφα η ναζιστική περιθωριοποίηση των χριστιανικών εκκλησιών.
Ευσύνοπτη, ρέουσα και συναρπαστική ως προς τις πιθανές προεκτάσεις της, η μελέτη του Στέφαν Ιχριγκ δεν αποτελεί απλώς συμπλήρωμα της γενεαλογίας του ναζισμού. Θέτει παράλληλα και το ζήτημα της επανεξέτασης της αλληλεπίδρασης των εικόνων που φασισμός, ναζισμός και κεμαλισμός φιλοτεχνούσαν για τον εαυτό τους και τους άλλους. Τα είδωλα που ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Μπενίτο Μουσολίνι και ο Κεμάλ Ατατούρκ έβλεπαν κοιτώντας ο ένας στον καθρέφτη του άλλου μοιάζουν να έχουν περισσότερες αντανακλάσεις και διαθλάσεις από όσες πιστεύαμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ