Laurent Mauvignier
Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη
Μετάφραση – Επίμετρο Σπύρος Γιανναράς
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 75, τιμή 8,5 ευρώ

Υπάρχουν κείμενα που, από τις πρώτες τους αράδες, αρπάζουν τον αναγνώστη απ’ τον λαιμό και στρέφουν το βλέμμα του αταλάντευτα προς τον ζόφο. Οι περίπου 60 σελίδες του ανατριχιαστικού πεζογραφήματος «Ce que j’ appelle oubli» (2011) του Γάλλου Λοράν Μοβινιέ (Τουρ, 1967) ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με αυτό που λέει ο εισαγγελέας της υπόθεσης, πως «κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπίρα».

Το πρόβλημα ωστόσο, το τρομακτικό και αβυσσαλέο πρόβλημα, είναι ότι, πράγματι, ένας άνθρωπος έχασε τη ζωή του, ότι γρονθοκοπήθηκε μέχρι θανάτου για την ακρίβεια, «δι’ ασήμαντον αφορμήν» καταπώς λέμε. Το γεγονός αυτό, όσο κι αν μας προκαλεί έναν ακαριαίο αποτροπιασμό, κακά τα ψέματα, δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε, να εισχωρήσουμε δηλαδή στη σημασία του, μέσα στο πλαίσιο ενός αστυνομικού δελτίου ειδήσεων που εκ των πραγμάτων περιορίζεται (και περιορίζει κι εμάς) στην επικράτεια του εφήμερου. Για να κατανοήσουμε σε βάθος ένα τέτοιο γεγονός, ή τουλάχιστον για να συναισθανθούμε τον οριακό του χαρακτήρα, κάποιος πρέπει να το αποσπάσει από εκεί και να το εντάξει σε μια άλλη επικράτεια, μια επικράτεια παράλληλη της ζωής και της πραγματικότητας, σε ένα πλαίσιο καθολικού προβληματισμού και αναστοχασμού.

Αυτό κάνει η λογοτεχνία εν γένει, αυτό κάνει, εν προκειμένω, και ο Λοράν Μοβινιέ ο οποίος μετατρέπει ένα εξωφρενικό συμβάν της πρόσφατης ιστορίας σε μια επείγουσα, θα έλεγε κανείς, μυθοπλασία, λιτή και αφτιασίδωτη, χωρίς τελείες, σε έναν δραματικό και ασθματικό μονόλογο υψηλής έντασης και απεγνωσμένης ευαισθησίας. Ο άγνωστος αφηγητής απευθύνεται στον μικρότερο αδελφό του θύματος. Τον Δεκέμβριο του 2009 ένας 25χρονος Γάλλος με καταγωγή από τη Μαρτινίκα, ονόματι Μικαέλ Μπλεζ, συνελήφθη σε ένα σουπερμάρκετ στη Λυών την ώρα που προσπαθούσε να κλέψει μερικές μπίρες.

Οι τέσσερις άνδρες της ασφάλειας του καταστήματος τον μετέφεραν σε μια αποθήκη όπου, με συνοπτικές διαδικασίες, ύστερα από απανωτά χτυπήματα που αποδείχθηκαν δολοφονικά, άφησε την τελευταία του πνοή στο πάτωμα. «Ηθελε απλώς μια μπίρα» γράφει με τρόπο διαισθητικό, στη δική του εκδοχή, ο συγγραφέας, «ήθελε να δροσίσει το στόμα του και να σβήσει εκείνη τη γεύση της σκόνης που δεν έλεγε να φύγει». Και ύστερα, αιφνιδίως, ολόκληρος ο κόσμος συμπυκνώνεται στο ψυχορράγημά του, κυριαρχούν στο σώμα οι πόνοι και στο μυαλό το βάσανο της έσχατης ελπίδας του ότι οι άλλοι κάποια στιγμή, δεν μπορεί, θα σταματούσαν.

Οι σεκιουριτάδες όμως δεν σταμάτησαν. Και όσο τον χτυπούσαν, οι ίδιοι «επινοούσαν ιστορίες» για να πιστέψουν πως χτυπούσαν «ό,τι τους έχει κάνει κακό στη ζωή». Το πραγματικό σκάνδαλο, αποφαίνεται ο Λοράν Μοβινιέ, είναι ότι ο φόνος «τους έδωσε χαρά, αυτό είναι, η ουσία της υπόθεσης είναι πως η ηδονή που αισθάνθηκαν τους καθιστά ένοχους κι όχι η αδικία του θανάτου του».

Με το βιβλίο του «Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη», το οποίο μετέφρασε με εξαιρετική προσήλωση στην ελληνική γλώσσα ο Σπύρος Γιανναράς, ο συγγραφέας καταγγέλλει την εκτεταμένη ανηθικότητα, ατομική και συλλογική, η οποία όχι μόνο οδηγεί στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής αλλά βρίσκει εν συνεχεία και ποικίλους τρόπους ώστε να την εκλογικεύει, να εκλογικεύει, με άλλα λόγια, την αποκτήνωση, τη βαρβαρότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ