Barry Day (επιμ.)
The World of Raymond Chandler.
In his own words
Εκδόσεις Knopf, 2014,
σελ. 243, τιμή 27,95 δολάρια

Το εμβληματικότερο όνομα της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ένα παρεπόμενο της οικονομικής κρίσης. Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ δεν θα γινόταν ο Ρέιμοντ Τσάντλερ αν δεν είχε υπάρξει θύμα της «Μεγάλης Υφεσης» το 1932, όταν απολύθηκε από στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας Dabney Oil Syndicate, όπου εργαζόταν για δέκα χρόνια. Περίπτωση διανοουμένου σε ένα πεδίο όπου επικρατούσαν γραφιάδες της στιγμής, γεννημένος στο Σικάγο αλλά μεγαλωμένος στο Λονδίνο, φοίτησε σε κολέγιο, στρατεύτηκε με τον καναδικό στρατό στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σταδιοδρόμησε στον μισητό για τον ίδιο χώρο των επιχειρήσεων, βιοπορίστηκε γράφοντας για τα «παλπ» περιοδικά που γίνονταν ανάρπαστα στις Ηνωμένες Πολιτείες του ’30, έγινε σεναριογράφος στο Χόλιγουντ για τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Μπίλι Γουάιλντερ και θεωρείται σήμερα θεμελιωτής του αμερικανικού νουάρ, από κοινού με τον Ντάσιελ Χάμετ και τον Τζέιμς Κέιν. Σε μια εποχή που «Ο μεγάλος αποχαιρετισμός» και το «Αντίο, γλυκιά μου» διδάσκονται πια στα πανεπιστήμια ως πρότυπα γραφής και η επιρροή του στη σύγχρονη γενιά των Τζέιμς Ελρόι και Τζορτζ Πελεκάνου είναι έκδηλη και αναγνωρισμένη, η βιογραφία του συγγραφέα Μπάρι Ντέι με τίτλο «The World of Raymond Chandler» επικαλείται τα δικά του λόγια για να σκιαγραφήσει άγνωστες στο ευρύ κοινό λεπτομέρειες από τη ζωή του.

Σαν ξένη γλώσσα


Αντλώντας από την πυκνή αλληλογραφία του Τσάντλερ με οικείους, φίλους και εκδότες, όπως και από τη λογοτεχνική και σεναριακή παραγωγή του, ο Ντέι επιμελείται μια συλλογή αποσπασμάτων όπου ο αμερικανός δεξιοτέχνης του νουάρ μιλάει για τον εαυτό του και τους ήρωές του, τις μοιραίες γυναίκες και τους σκληρούς άνδρες, τους εκδότες και το κοινό, την τεχνική της συγγραφής και τους κανόνες της λογοτεχνίας, τους δασκάλους της μυθοπλασίας και τη γνώμη του για τους ανθρώπους του σιναφιού του.
Οπως προκύπτει από τα γραφόμενα του ιδίου, η ματιά του Τσάντλερ στην αμερικανική κοινωνία ήταν αυτή ενός ξένου. Η παραμονή του στη Μεγάλη Βρετανία ως την ηλικία των 27 ετών τού επέτρεψε να αποτιμήσει τους συμπατριώτες του αποστασιοποιημένα, να αποκωδικοποιήσει νόρμες και νοοτροπίες και να ανασυνθέσει την καθομιλουμένη των παλπ περιοδικών σε ένα δικό του, πρωτότυπο ύφος. Η απλότητα αλλά και ο ανεπιτήδευτος κομπασμός των Αμερικανών αποτελούσαν ευχάριστη αλλαγή σε σχέση με τα βρετανικά ειωθότα, τα «American English» όμως ήταν μια «ξένη γλώσσα» για τον άνθρωπο που είχε αποκτήσει «κλασική παιδεία» στο λονδρέζικο κολέγιο Ντάλγουιτς. Ωστόσο, αυτό ακριβώς ήταν που τον έθελγε και θα αποτελούσε στόχο της γραφής του: «Το μόνο για το οποίο νοιάζομαι είναι αυτό που ο Ερολ Φλιν αποκαλεί «μουσική», τα λόγια που πρέπει να πει» σημείωνε στον Φρέντερικ Λιούις Αλεν, εκδότη του περιοδικού «Harper’s Magazine», το 1948.
Η πορεία του προς τον στόχο αυτόν χαρτογραφείται στις περισσότερες από 100 σπάνιες φωτογραφίες που ο Μπάρι Ντέι συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο καθώς, εκτός από αψευδείς μάρτυρες του Τσάντλερ και της εποχής του, έχουν το πλεονέκτημα να υποδεικνύουν με σαφήνεια τη δική του θέση σε αυτήν. Εξώφυλλα περιοδικών και μυθιστορημάτων του, του «Black Mask» ή του «Ο κίνδυνος είναι η δουλειά μου», υπενθυμίζουν ότι στον χώρο και στον χρόνο του ο Τσάντλερ αποτελούσε τμήμα της παραλογοτεχνίας: η γραφή του επικρινόταν κατά κόρον για ευκολίες, τυποποιήσεις, ανυπαρξία πλοκής και εικονογραφούνταν με γυναίκες σε αισθησιακές στάσεις ή άνδρες με το όπλο προτεταμένο.
Bία και διαφθορά


Οι ήρωές του, πρωταγωνιστές αστυνομικών μυθιστορημάτων όπου οι αστυνομικοί εξορίζονταν σε βοηθητικούς ρόλους, υπάκουαν στις κοινωνικές συμβάσεις: «Μοναχικοί ιδιωτικοί ντετέκτιβ ανεξαιρέτως, ως έναν βαθμό Ρομπέν των Δασών, για τον απλούστατο λόγο ότι το κοινό δεν εμπιστευόταν την αστυνομία» επισημαίνει ο Ντέι. «Η διαφθορά έμοιαζε τόσο διαδεδομένη ώστε ένας αστυνομικός εξ ορισμού δεν αποτελούσε αξιόπιστο ήρωα». Η βία, συστατικό στοιχείο της μυθοπλασίας του Τσάντλερ, δεν προοριζόταν απλώς να προσελκύσει αγοραστές –ήταν καταστατική αρχή της καθημερινότητας την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, των χρόνων, δηλαδή, που προηγήθηκαν της εμφάνισής του στα «παλπ» περιοδικά. Οσο για τη γλώσσα του, ήταν μια συνειδητή προσπάθεια να κάνει το είδος του νουάρ να πει πράγματα που ως τότε πνίγονταν σε μια θάλασσα στερεοτύπων.
Προκειμένου να γράψει τις πρώτες του ιστορίες ο Τσάντλερ μελέτησε και ανέλυσε τον τρόπο γραφής αστέρων του πεδίου, όπως οι Ντάσιελ Χάμετ και Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, αλλά και υποδεέστερων υπογραφών, γιατί πίστευε πως «μόνο από τους δευτεροκλασάτους μαθαίνεις. Οι πρώτης τάξεως συγγραφείς είναι εκτός συναγωνισμού, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς δημιουργούν τα τεχνάσματά τους». Ως προσωπική άσκηση ο ίδιος επέλεγε το διήγημα ενός επαγγελματία συγγραφέα, έκανε μια εκτεταμένη περίληψή του, το ξανάγραφε με τον δικό του τρόπο και συνέκρινε τα αποτελέσματα για να αποσαφηνίσει σε ποια σημεία η δική του δουλειά υστερούσε από τη δημοσιευμένη. Στο τέλος της ιδιαίτερης αυτής μαθητείας συνέθεσε ένα απόλυτα προσωπικό ύφος, με σήμα κατατεθέν φράσεις σαν την παρακάτω: «Χρόνια υπαγόρευσης στο Dictaphone είχαν καταστρέψει την ποιότητα της φωνής του, η οποία διέθετε πια όλη τη λεπτότητα του κιαροσκούρο μιας κόρνας γαλλικού ταξί».

Ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου
Ο αγαπημένος πρωταγωνιστής του Ρέιμοντ Τσάντλερ ήταν ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, αυτός που αναμφίβολα ξέφευγε από τις απλές φωτοσκιάσεις. Δημιουργημένος προοδευτικά από το 1933 ως το 1939, πρώτα ως «Τζον Ντάλμας», έπειτα ως «Κάρμαντι», «Μάλορι», «Τζον Εβανς», βαφτίστηκε οριστικά στον «Μεγάλο ύπνο», το πρώτο μυθιστόρημα που ο Ρέιμοντ Τσάντλερ έγραψε σε ηλικία 51 ετών, και αντικατέστησε αναδρομικά όλους τους προκατόχους του στις επανεκδόσεις των αρχικών διηγημάτων. Ρεαλιστής και ιδεαλιστής ταυτόχρονα, σταυροφόρος ανοίκειων αξιών σε μια ξένη χώρα, κατέχει τον Ελιοτ, τον Προυστ, τον Φλομπέρ και αγαπά τον Μότσαρτ, χωρίς αυτό να τον παρεμποδίζει να ξυλοφορτώνει καθάρματα για 25 δολάρια συν τα έξοδά του, να πίνει αδιάκριτα οινοπνευματώδη ή να αυτοσαρκάζεται επανειλημμένως. Οι δύο τελευταίες συνήθειες παραπέμπουν στον προχωρημένο αλκοολισμό και στην καυστικότητα του ίδιου του Τσάντλερ, υποδεικνύοντας, κατά τον Ντέι, ότι ο δημιουργός είχε πλάσει τον χαρακτήρα κατ’ εικόνα και ομοίωση του εαυτού του. Ενός εαυτού εσωτερικά αντιφατικού, πολιτικά αγνωστικιστή, με μια απλουστευτική φιλοσοφία ζωής («σήμερα σου δίνουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη, αύριο μια κλωτσιά στα δόντια»), αλλά ταυτόχρονα τολμηρού σκαπανέα της λογοτεχνίας που έσπασε τα όρια λαϊκού και λόγιου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ