Τάσος Καφαντάρης
Η γεύση της μνήμης
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2014,
σελ. 352, τιμή 15,32 ευρώ,
τιμή e-book 6,99 ευρώ

Η πρόσφατη συγκίνηση διαρκείας για την ανασκαφή του μυστικού της Αμφίπολης κατέδειξε περίτρανα ότι οι πραγματικά σημαντικοί άνθρωποι που διάβηκαν αυτή τη γη συνεχίζουν να «ζουν μέσα μας» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όσες χιλιετίες κι αν πέρασαν. Αλλά αν αυτό υπήρξε διαπίστωση του τέλους του φθινοπώρου για τους πολλούς από μας, για τον συγγραφέα ενός πολλαπλά πρωτότυπου μυθιστορήματος, που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού, υπήρξε σίγουρα αφετηρία και έμπνευση.

Τα μυθιστορήματα δράσης δομούνται συνήθως γύρω από ένα καταλυτικό συμβάν στη ζωή των πρωταγωνιστών τους, μια σύντομη και σημαδιακή περίοδο της ζωής τους. Ο δημοσιογράφος επιστημών του «Βήματος» Τάσος Καφαντάρης επέλεξε να διαρρήξει αυτή την παραδοχή στο πρώτο του λογοτεχνικό βήμα με μια μυθιστορία που εκτυλίσσεται στο διάστημα χιλιετιών!
Η πλοκή του έργου ξεκινά στο σήμερα στη Ρόδο. Ο μαθηματικός Αρης Χιμήδης συνειδητοποιεί ότι έχασε τη μνήμη του και ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι με έναν ιδιαίτερο τρόπο ξαναβρίσκει τις μνήμες προγενέστερων ανθρώπων. Aκολουθεί ένας κυκεώνας δράσης, με τον αρχικό πρωταγωνιστή να ψάχνει εναγωνίως τι του συμβαίνει με τη βοήθεια νέων ηρώων αλλά και με πολλούς αντιπάλους. Το πεδίο δράσης εκτείνεται από τη Ρόδο στον Καύκασο και στη Σικελία, από τη Μικρά Ασία στην Κρήτη και από τη Γερμανία στο Θιβέτ, σε ένα διαρκές ταξίδι στον χωροχρόνο. Απλοί άνθρωποι, επιστήμονες, μέλη μυστικών οργανώσεων και μυστηριώδεις οργανώσεις από τα βάθη του χρόνου επιδίδονται σε ένα συναρπαστικό κυνήγι ενός επιστημονικού «θησαυρού», με την κορύφωση της περιπέτειας να δίνεται στο πιο καυτό σημείο του πλανήτη, στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας. Εκεί ο συγγραφέας, μέσα από αριστοτεχνικό στήσιμο που θυμίζει κινηματογραφική ταινία, όπως πολλές σκηνές του βιβλίου, δίνει την κάθαρση με έναν εξαιρετικά ευφάνταστο τρόπο.
Η πλοκή του βιβλίου δομείται σε πολλά επίπεδα, με τη μετάβαση από το σήμερα στο χθες να μας αποκαλύπτει σκηνές από την απώτερη (μυθ)ιστορία των Ελλήνων και όχι μόνο. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση για τον συγγραφέα: να καταδαμάσει το πλήθος των πληροφοριών που εμπεριέχει κάθε κεφάλαιο για επιστήμη, τεχνολογία, ιστορία, γεωγραφία, αρχαίους κόσμους και σύγχρονα γεωπολιτικά παιχνίδια, ενώ ταυτόχρονα κινεί τα νήματα της δράσης πολλών ηρώων στο παρόν και στο παρελθόν. Ο Καφαντάρης αποδεικνύεται άξιος τεχνίτης της πλοκής, ανταποκρινόμενος με μαεστρία στο εγχείρημα.
Μια άλλη αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα του βιβλίου σχετίζεται ακριβώς με τον τρόπο που διαχειρίζεται τις πληροφορίες που παρέχει στον αναγνώστη. Τα όσα αφηγείται, μέσα από τις αρχαίες, μεσαιωνικές ή και σύγχρονες ιστορίες που έχει εντάξει στο υφάδι της πλοκής, δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας του αλλά στηρίζονται εν πολλοίς σε καταγεγραμμένα στοιχεία. Ο Κολοσσός της Ρόδου, ο Δίσκος της Φαιστού και οι μεγαλιθικοί ναοί του Γκεμπεκλίτεπε εξακολουθούν να κρύβουν αινίγματα για τους αρχαιολόγους και να αποτελούν ανεπίλυτα μυστήρια για τα οποία έχουν γραφεί πολλά από τους ειδικούς. Το ίδιο ισχύει και για σχεδόν όλα τα εντυπωσιακά τεχνολογικά επιτεύγματα που αναφύονται σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο: δεν ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας αλλά αναφέρονται σε τεχνολογία υπαρκτή που εξελίσσεται ήδη στα ερευνητικά εργαστήρια των πανεπιστημίων. Πώς το γνωρίζει αυτό ο αναγνώστης; Στο τέλος του βιβλίου ο Καφαντάρης προσφέρει ένα ευρετήριο με διαδικτυακές παραπομπές, πραγματική πυξίδα για τη συναρμολόγηση όλων των ψηφίδων γνώσης που συνάρμοσε στην πλοκή. Πρόκειται για ένα ολόκληρο μετα-βιβλίο, ένα ταξίδι γνώσης στο οποίο μπορείς να αφεθείς για μέρες πολλές μετά την πρώτη επαφή με τη «Γεύση της μνήμης». Σε αντίθεση άλλωστε με πολλές ιστορικές περιπέτειες που ξεχνιούνται εύκολα μετά το ανέβασμα της αδρεναλίνης, το συγκεκριμένο βιβλίο αφήνει τον αναγνώστη «πεινασμένο» να ανακαλύψει «τι απ’ όλα αυτά ήταν αλήθεια».
Αλλά, ακόμη κι αν ξετυλίξεις όλο αυτό το γαϊτανάκι γνώσης, σου μένει η επίγευση του φαντασιακού γεφυρώματος που έχτισε μεταξύ όλων των επί μέρους ιστοριών του: η αναπάντεχη εξήγηση που δίνει για το πώς «άνοιξε το κουτί της Πανδώρας» και τι συνδέει την εποχή της με την εποχή μας μοιάζει μαγικά αληθοφανής και πιστευτή. «Μήπως μόνο έτσι εξηγούνται όλα;», πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται. Ο συγγραφέας δεν σου απαντάει τελειωτικά, καθώς σταματάει αφοπλιστικά την αφήγησή του με μια υπόσχεση συνέχειας.
Μια σύσταση: ο πλούτος των πληροφοριών και η παρείσφρηση ιστοριών – αναμνήσεων από αλλοτινές εποχές απαιτούν αναγνώστες σε εγρήγορση, που έχουν χρόνο να διαθέσουν προκειμένου να βυθιστούν στην πολυπρόσωπη και πολυδαίδαλη αφήγηση. Κατά τα άλλα, το βιβλίο διαβάζεται «μονορούφι» και σίγουρα δεν ξεχνιέται εύκολα.
Οσο για το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται, μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι είναι αρκετά ευρύ. Η γλαφυρότητα της περιγραφής και η καταιγιστική δράση το κάνουν κατάλληλο για κάθε ενημερωμένο/μορφωμένο αναγνώστη μετά την εφηβεία. Θα το λατρέψουν οι αναγνώστες αστυνομικών ιστοριών, κατασκοπευτικών θρίλερ, ψυχολογικών δραμάτων, περιπετειών εξερεύνησης και δράσης, ιστορικών μυθιστορημάτων ή διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας. Αλλά εκείνοι που θα ήθελε περισσότερο ο συγγραφέας να το διαβάσουν –κατά δήλωσή του –είναι οι μεγαλωμένοι με βιντεοπαιχνίδια νέοι μας, η «γενιά της οπτικοποίησης», όπως τους έχει χαρακτηρίσει. Ο λόγος είναι αφενός ότι οι πολυεπίπεδες ιστορίες είναι γι’ αυτή τη γενιά «οικείο περιβάλλον» και, αφετέρου, ότι είναι η γενιά που χρειάζεται περισσότερο από κάθε προηγούμενη να βγάλει νόημα από το παρελθόν μας και να αντλήσει δύναμη για το μέλλον της. Το βιβλίο τούτο έχει αναμφίβολα μια τέτοια καταλυτική επίδραση καθώς ρίχνει φως σε ανεξερεύνητα σκοτάδια της Ιστορίας, με «καλούς» πρωταγωνιστές ανθρώπους σχετικά κοινούς, έστω και ιδιαίτερα φιλομαθείς για τις ημέρες μας. Ισως, με το αναμενόμενο επόμενο βήμα της σειράς, η «Γεύση της μνήμης» καταλήξει να είναι η κατάλληλη και διευρυμένη επαν-αφήγηση της «Οδύσσειας» για τον 21ο αιώνα…
Η κυρία Ασπασία Χατζηδάκη είναι αν. καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ