ΓΟΥΕΝΤΙ ΛΟΟΥΕΡ
Οι μαινάδες του Χίτλερ.
Ο ρόλος των Γερμανίδων
στα ναζιστικά πεδία θανάτου

Μεταίχμιο, 2014,
τιμή 16,60 ευρώ

Η Βέρμαχτ δεν εκστράτευσε μόνη της στη Ρωσία. Το χιτλερικό «χιλιόχρονο Ράιχ» εισέβαλε το 1941 στη Σοβιετική Ενωση συνεπικουρούμενο από πλήθος διοικητικών υπαλλήλων, εργολάβων, αξιωματούχων ασφαλείας, ειδικών της «φυλετικής επιστήμης» και, φυσικά, τους εκτελεστές των Einzatsgruppen, όλους πρόθυμους να αναλάβουν τον προκαθορισμένο από τη ναζιστική ιδεολογία ρόλο τους στην εκμετάλλευση και στον «αποικισμό» μιας τεράστιας έκτασης που στο εθνικοσοσιαλιστικό φαντασιακό οριζόταν μαζί με την ήδη κατακτημένη Πολωνία ως «η Ανατολή». Περίπου 500.000, ανάμεσά τους δασκάλες, νοσοκόμες, γραμματείς, σύζυγοι ή σύντροφοι αξιωματούχων, ήταν γυναίκες. Την άγνωστη εν πολλοίς ιστορία τους στο πλαίσιο του Ολοκαυτώματος διερευνά η αμερικανίδα ιστορικός Γουέντι Λόουερ, καθηγήτρια του Κολεγίου Κλέρμοντ Μακένα της Καλιφόρνιας, στο βιβλίο της «Οι μαινάδες του Χίτλερ. Ο ρόλος των Γερμανίδων στα ναζιστικά πεδία θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο), το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά.

Για να κατανοήσει κανείς με σαφήνεια το πώς 400.000 νοσοκόμες, 30.000 βοηθητικοί των SS, 10.000 γραμματείς στις διοικήσεις των κατακτημένων περιοχών και πολλές χιλιάδες άλλες γυναίκες επιστρατεύθηκαν από το καθεστώς ή αναζήτησαν από μόνες τους νέες ευκαιρίες σταδιοδρομίας δίπλα στα ναζιστικά «πεδία θανάτου» θα πρέπει να αντιληφθεί δύο στοιχεία, θα υπογραμμίσει η Λόουερ στην αρχή της συνομιλίας μας. Το πρώτο είναι η βούληση των ναζί για τον άμεσο και μελλοντικό αποικισμό των πρώην πολωνικών και σοβιετικών εδαφών, το δεύτερο η πρόσληψη εκ μέρους τους αυτής της «Ανατολής». «Ο «αποικισμός» συνεπάγεται διαφορετική αντιμετώπιση από την απλή «κατοχή» μιας περιοχής –την εφαρμογή άλλων πληθυσμιακών πολιτικών: εκτός από την εκπεφρασμένη ναζιστική επιθυμία για εξόντωση των Εβραίων, στο στόχαστρο τίθενται πλέον οι Ουκρανοί και οι υπόλοιποι Σλάβοι. Υπονοεί επίσης τη μετακίνηση και την παρουσία επιπλέον κατηγοριών ανθρώπων, ιεραποστόλων, τεχνοκρατών, γεωγράφων. Οι γυναίκες είχαν πάντοτε ρόλο σε παρόμοιες περιπτώσεις στη γερμανική ιστορία, στη γερμανική αφρικανική αποικία της Ναμίμπια, για παράδειγμα. Και ο Χίτλερ έβλεπε τον εαυτό του ως αυτοκρατορικό κατακτητή, στην ιστορική τροχιά, την ιστορική συνέχεια των μεγάλων αυτοκρατοριών».
Οσον αφορά τον φυσικό και διανοητικό χάρτη του χώρου όπου θα συντελούνταν αυτές οι εξελίξεις, η Λόουερ εξηγεί ότι «η «Ανατολή» στο φαντασιακό των ναζί ήταν μια τρομακτική δυστοπία, την οποία οι ίδιοι έπαιρναν εντελώς στα σοβαρά και, κατά συνέπεια, εμείς δεν μπορούμε να αγνοήσουμε χαρακτηρίζοντάς την απλώς ανορθολογική, εγκληματική και παράφρονα. Το ναζιστικό όραμα ξεκινούσε με τη γενοκτονία, τη δημογραφική μηχανική και επεκτεινόταν από τον Χάινριχ Χίμλερ και τις υπηρεσίες του στη διαμόρφωση του τοπίου, τη μεταβολή του γεωγραφικού χώρου, της αρχιτεκτονικής, την επαναφορά της οικονομίας σε μια κατάσταση αποβιομηχάνισης. Πολλά από αυτά τα στοιχεία προέρχονταν από την ανάγνωση της μεσαιωνικής ιστορίας, άλλα αποτελούσαν δικές τους «καινοτομίες», αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο, φυλετικού χαρακτήρα».
Στο παραπάνω πλαίσιο οι περιπτώσεις που μελετά η Λόουερ διακρίνονται σε «μάρτυρες», «συνεργούς», «αυτουργούς» εγκληματικών πράξεων. Δεν δρουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά σε σχολεία, νοσοκομεία, γραφεία. Γι’ αυτό και σκηνές στις οποίες γυναίκες στρώνουν τραπέζια με φαγητό και αναψυκτικά προορισμένα για μια σύντομη ανάπαυλα των ανδρών από τις εκτελέσεις, πυροβολούν οι ίδιες εν ψυχρώ ανήλικα εβραιόπουλα ή στοχεύουν ενήλικους Εβραίους στη διάρκεια ενός κυνηγιού όπου αποτυγχάνουν να εντοπίσουν θηράματα αποτυπώνουν τη φρίκη του Ολοκαυτώματος όχι απλώς ως βιομηχανοποιημένης εξόντωσης αλλά ως ευρύτερης διαδικασίας, κανονικοποιημένης και οργανικά ενταγμένης στην καθημερινότητα. «Το ερώτημα είναι πώς και σε ποιον βαθμό συμμετείχαν στο Ολοκαύτωμα οι Γερμανίδες που βρέθηκαν σε αυτές τις περιοχές. Κάποιες συμμετείχαν σε κατασχέσεις περιουσιών, κάποιες στη διοικητική εφαρμογή της οργάνωσης των μαζικών δολοφονιών και της επιλογής των θυμάτων, κάποιες υπό το κράτος της περιέργειας, της γοητείας ή της δίψας για αίμα βρέθηκαν στους τόπους των εγκλημάτων και πήραν μέρος αυθόρμητα σε αυτά. Οσες γυναίκες στο βιβλίο μου βαρύνονται με φόνους ήταν κατά κύριο λόγο σύζυγοι ή ερωμένες μελών των SS ή αστυνομικών, επομένως το γεγονός ότι σχετίζονται με μέρη της μηχανής της γενοκτονίας υποδεικνύει πως πρόκειται για κάτι που ήδη στηρίζουν. Δεν είναι μόνο θέμα της εγγύτητας στο έγκλημα, πρόκειται για ιδεολογική αποδοχή».
Το να εκτιμήσει κανείς από τα διαθέσιμα στοιχεία πόσες από τις 500.000 Γερμανίδες ενέχονται σε εγκλήματα πολέμου δεν είναι εύκολο. Χαρακτηριστικά, η Λόουερ υπολογίζει τις γυναίκες σε βάρος των οποίων μεταπολεμικά διεξήχθη έρευνα για ανάμειξη σε εγκληματικές πράξεις (εκτός από εκείνες που εντάχθηκαν στα SS και / ή υπηρέτησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης) σε περίπου 500. Ενας σημαντικός αριθμός άλλων «γλίστρησε μέσα από τις ρωγμές του δικαιικού συστήματος», λέει, υποβοηθούμενες από την εικόνα του θύματος που κυριάρχησε στη Γερμανία έπειτα από τη σοβιετική εισβολή και τους μαζικούς βιασμούς στους οποίους επιδόθηκε ο Κόκκινος Στρατός στην πορεία προς το Βερολίνο. Ελάχιστες, επιπλέον, ήταν εκείνες που μεταπολεμικά μίλησαν ανοιχτά για τις εμπειρίες τους στη διάρκεια της κατοχής της «Ανατολής».
Με την ενδεικτική καταγραφή της πορείας ζωής 13 γυναικών που καλύπτουν όλο το φάσμα συμπεριφορών, από την κριτική στάση ως την αμέριστη στήριξη της ναζιστικής ιδεολογίας, από τη σκοπιά της μάρτυρος ως εκείνη της δολοφόνου, πριν, κατά και μετά τον πόλεμο, η Γουέντι Λόουερ θέλησε να αναδείξει στο βιβλίο της την πολυπλοκότητα του φαινομένου, όπως και τις προσωπικές επιλογές. «Επέλεξα να παρακολουθήσω τις συγκεκριμένες βιογραφίες προσώπων όπως η Ιλσε Στρούβε, η Λιζελότε Μάγερ, η Βέρα Βόλαουφ, γιατί θεώρησα ότι θα μου έδιναν ένα «σημείο εισόδου» στις αντιλήψεις των γυναικών της γενιάς της δεκαετίας του 1920, αλλά και θα έθεταν ένα πλαίσιο κατανόησης του Ολοκαυτώματος στη μεταπολεμική περίοδο. Γιατί αν επιχειρήσει κανείς να γράψει την ιστορία μιας γενιάς 500.000 γυναικών κινδυνεύει να χάσει την οπτική του ανθρώπινου στοιχείου. Μέρος της φρίκης είναι ακριβώς το γεγονός ότι μπόρεσαν να μπουν στον ρόλο να διευκολύνουν φόνους ή να διαπράξουν φόνους και στη συνέχεια να επιστρέψουν μεταπολεμικά σε ένα είδος κανονικότητας. Είναι αποκαλυπτικό, πιστεύω, να βλέπει κανείς αυτή τη συνέχεια, την υπαρκτή σε όλους μας ικανότητα να αποβεί κανείς σε μια περίοδο της ζωής του κάτι τόσο ακραίο και στη συνέχεια να επανέλθει, να ενσωματωθεί ξανά στην κοινωνία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ