HANS MAGNUS ENZENSBERGER
Tumult (Αναβρασμός)

Εκδόσεις Suhrkamp, Βερολίνο, 2014,
σελ. 287, τιμή 21,95 ευρώ

Το φθινόπωρο του 1967 μεγάλα λογοτεχνικά ονόματα της εποχής έχουν συρρεύσει στο Λονδίνο, προσκεκλημένα σε ένα σημαντικό φεστιβάλ ποίησης: από τον ήρωα της Αριστεράς αμερικανό ποιητή Οντεν ως τον οργισμένο Γερμανό Εντσενσμπέργκερ. Το γενικό θάμβος όμως προκαλεί ένας και μόνον, ο Πάμπλο Νερούδα, που απαγγέλλει σε επιβλητικό και ιερατικό τόνο τα ποιήματά του. Οι προσκεκλημένοι γιορτάζουν στη συνέχεια σε ποταμόπλοιο, ώσπου κάποια στιγμή αντιλαμβάνονται ότι λείπει ο πρωθιερέας. Τελικά βρίσκουν τον Νερούδα κουλουριασμένο σε μια σκοτεινή γωνιά της πρύμνης με κολλημένο στο αφτί του ένα ραδιοφωνάκι. Είχε ακούσει την εξαγγελία της Σουηδικής Ακαδημίας και ήξερε πια ότι το Νομπέλ εκείνη τη χρονιά είχε απονεμηθεί σε έναν άλλο, στον Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας. Για τον χιλιανό βάρδο η βράβευση ενός συναδέλφου από τη Γουατεμάλα ήταν προσβλητική. Αυτό όμως που τον είχε συντρίψει κυριολεκτικά ήταν ότι για καιρό πλέον ο λαχνός της Σουηδικής Ακαδημίας δεν θα ξανάπεφτε στη Λατινική Αμερική. Οι ομότεχνοί του προσπάθησαν να συνεφέρουν τον λιπόθυμο Νερούδα και όταν αποείδαν κάλεσαν τις πρώτες βοήθειες. Ετσι τελείωσε άδοξα εκείνο το πάρτι στον Τάμεση.

Ο οργισμένος τότε ποιητής και δοκιμιογράφος και νυν δαφνοστεφής λόγιος Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ έκλεισε πριν από λίγες ημέρες τα 85 του χρόνια και στις εκδόσεις Ζούρκαμπ κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό πεζό του με τίτλο «Αναβρασμός», μια προσωπική αναδρομή στην ταραγμένη δεκαετία του ’60, από όπου και το γλαφυρό επεισόδιο με τον Νερούδα. Αν πιστέψουμε τον πονηρό γέροντα, τα ξεχασμένα αυτά αυτοβιογραφικά κείμενα ανακαλύφθηκαν σε ένα σκονισμένο χαρτοκιβώτιο στο υπόγειό του από υπαλλήλους του Λογοτεχνικού Αρχείου του Μάρμπουργκ που συλλέγει και ταξινομεί τις ανέκδοτες παρακαταθήκες των γερμανών συγγραφέων. Αλλά δεν χρειάζεται να το πάρουμε τοις μετρητοίς, αν λάβουμε υπόψη την τέχνη της παιδιάς που καλλιεργεί εδώ και δεκαετίες ο Εντσενσμπέργκερ. Μας ενδιαφέρουν όμως σε κάθε περίπτωση οι παλιές αυτές σημειώσεις, αν θυμηθούμε ότι ακριβώς τη δεκαετία του ’60 ο Εντσενσμπέργκερ ήταν μία από τις αυθεντίες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και του φοιτητικού κινήματος στη Γερμανία. Εστω κι αν στα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν αποκήρυξε χωρίς να το διατυμπανίσει τον αριστερό Σατανά και επιδόθηκε στην καλλιέργεια ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού, εμπνευσμένου εν πολλοίς από τον γαλλικό διαφωτισμό, στοχασμό που του διασφάλισε σταθερή διεθνή εμβέλεια.
Το βιβλίο αυτό είναι για τον σημερινό αναγνώστη μια συναρπαστική περιήγηση στα θρυλικά χρόνια του μεγάλου αναβρασμού, των σοσιαλιστικών ονείρων και της φοιτητικής εξέγερσης. Ο Εντσενσμπέργκερ ταξιδεύει ασταμάτητα, αινιγματικές κεντρόφυγες δυνάμεις τον έλκουν συνεχώς μακριά από το Βερολίνο όπου οι φοιτητές εξεγείρονται κατά της στενόμυαλης και πουριτανικής μεταπολεμικής κοινωνίας. Επισκέπτεται δύο φορές τη Σοβιετική Ενωση, όπου και ξεκινά το περίφημο «ρωσικό ρομάντζο» του με την παράφορη και καταθλιπτική Μάσα, δέχεται πρόσκληση του πρίγκιπα Σιχανούκ και πηγαίνει στην Καμπότζη, δέχεται πρόσκληση από το ιδιωτικό πανεπιστήμιο Wesleyan στο Κονέκτικατ, εγκαταλείπει αιφνιδιαστικά τις ΗΠΑ και ζει στην Κούβα με την αγαπημένη Μάσα, που έχει γίνει στο μεταξύ η δεύτερη γυναίκα του. Εδικά οι αναμνήσεις από το κίνημα του ’68 παρουσιάζονται τώρα με τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον σημερινό παππού και στον αλλοτινό επαναστάτη που ήταν κλεισμένος τόσα χρόνια στο χαρτοκιβώτιο. Ο Εντσενσμπέργκερ συνδιαλέγεται με τον εαυτό του την εποχή της νιότης. «Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν οι απαντήσεις του στο ερώτημα: Μα αγαπητέ μου, τι είχες στον νου σου όταν τα έκανες όλα αυτά;».
Η απάντηση που προκύπτει από τον εκτενή αυτόν εσωτερικό διάλογο είναι ότι ο συγγραφέας δεν υπήρξε ποτέ στρατευμένος με την κλασική έννοια, υπήρξε όμως ανέκαθεν ένας αντικομφορμιστής και ένας «παρατηρητής που δεν έμενε ποτέ αμέτοχος». Μπορεί η απάντηση αυτή να είναι νόμιμη από τη σκοπιά του συγγραφέα σήμερα, αλλά ο νεαρός Εντσενσμπέργκερ δεν λέει στο βιβλίο όλη την αλήθεια. Ομολογεί ότι η μνήμη είναι ένας παραληρηματικός σκηνοθέτης και σε αυτό το αριστοτεχνικό πεζό ο σκηνοθέτης ξεχνά για παράδειγμα την επιστολή με την οποία ο στρατευμένος νέος εγκατέλειπε το 1968 το Πανεπιστήμιο Wesleyan για να εγκατασταθεί προσωρινά στην Κούβα. Ενα απόσπασμα: «Κύριε Πρύτανη, θεωρώ την τάξη που κυριαρχεί στις ΗΠΑ και την κυβέρνηση που την εξυπηρετεί την πιο επικίνδυνη ανθρώπινη ομάδα στον κόσμο… Διεξάγει έναν ακήρυκτο πόλεμο εναντίον ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων και πλέον… Σκοπός της είναι να εδραιώσει την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική πρωτοκαθεδρία της έναντι κάθε άλλης δύναμης. Θανάσιμος εχθρός της είναι η επαναστατική ανατροπή… Αποφάσισα να πάω στην Κούβα και να εργαστώ εκεί για αρκετό διάστημα».
Ο Εντσενσμπέργκερ είναι ένας άριστος παρατηρητής των πραγμάτων και των καταστάσεων. Τα ταξίδια του στη Σοβιετική Ενωση μας μεταφέρουν επιδέξια το κλίμα της εποχής, τις αντιφάσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας, τους πόθους των ανθρώπων. «Εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχουν σε αυτή τη χώρα ταμπόν. Σαν ο κεντρικός σχεδιασμός να αγνοεί ότι υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο». Αριστοτεχνική είναι και η σκηνή της συνάντησης με τον Νικίτα Χρουστσόφ που δέχεται στην ντάτσα του μερικούς ξένους προσκεκλημένους συγγραφείς και καταλήγει με την παρατήρηση: «Οι βασικές πεποιθήσεις του είναι τόσο απλές, ώστε δεν προγραμματίζουν τη συμπεριφορά του, αλλά, αντίθετα, η συμπεριφορά τις ερμηνεύει ανά περίπτωση… Δεν έχει εξάλλου ιδέα για τη μεγαλύτερη πολιτική προσφορά του που έγκειται στην απομυθοποίηση της εξουσίας». Τα ταξίδια του συγγραφέα στην Κούβα διαβάζονται σαν ντοκουμέντα μιας άδοξης επανάστασης και παράλληλα σαν οδοιπορικά της απογοήτευσης του Εντσενσμπέργκερ. Συμμετέχει μάλιστα προσωπικά στη συγκομιδή του ζαχαροκάλαμου την εποχή που το καθεστώς είχε επιβάλει τη ραγδαία αύξηση της παραγωγής ζάχαρης με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι αγροτικές υποδομές της Κούβας. Η σύλληψη του φίλα διακείμενου στο καθεστώς Κάστρο ποιητή και προσωπικού φίλου του Εντσενσμπέργκερ Χεμπέρτο Παντίγια κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Το καμαμπέρ κουβανέζικης παραγωγής που είχε προσφέρει κάποτε με υπερηφάνεια προσωπικά στον Εντσενσμπέργκερ ο «λίντερ μάσιμο» δεν έχει πια καμιά γεύση.
Ο συγγραφέας θα επιστρέψει στη Γερμανία, θα χωρίσει από τη Μάσα, που κάποια στιγμή θα αυτοκτονήσει, και θα πάρει τον δρόμο των στοχαστικών αναπροσαρμογών. Τα χρόνια έκτοτε πέρασαν, αλλά ο Εντσενσμπέργκερ παρέμεινε ένας δεξιοτέχνης των αλλεπάλληλων αποστασιών από τον εαυτό του. Η σχεδόν αινιγματική αυτή ικανότητα τον διατηρεί αναπάντεχα νέο. Το τελευταίο αυτό βιβλίο του, το οποίο θα παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό του χρόνου οι εκδόσεις Εστία, ένα καλειδοσκόπιο της πυρετικής δεκαετίας του ’60 και μια αναμόχλευση των προσωπικών περιπετειών του, αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας αυτός διατηρείται αστείρευτος.

Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ