ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ
Τελευταία έξοδος Στυμφαλία

Εκδόσεις Εστία,
σελ. 190, τιμή 14 ευρώ

Βλέπουμε όλα τα τελευταία χρόνια με πολύ καχύποπτο μάτι τους συγγραφείς οι οποίοι προσπαθώντας να μιλήσουν για την κρίση απαριθμούν εξαντλητικά τα οικονομικά και τα κοινωνικά της συμπτώματα, καταγράφουν ή πιθανολογούν τις αιτίες της με τον τρόπο που το κάνει ένα πολιτικό άρθρο και σπεύδουν να καταγγείλουν τους υπαιτίους της σαν να συντάσσουν κομματικό μανιφέστο. Και λέμε συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις πως η λογοτεχνία οφείλει να ακολουθήσει άλλους δρόμους αν επιδιώκει να έχει ένα όντως πειστικό αποτέλεσμα: να αποφύγει την κατονομασία και τον άπλετο φωτισμό, να επικεντρωθεί σε μικρές πλην χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, να διαλέξει τον παράδρομο και όχι την κεντρική λεωφόρο.

Διαβάζοντας το καινούργιο μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού συνειδητοποιώ ότι μπορούμε να φτάσουμε και από κεντρική λεωφόρο στην κρίση, αρκεί να βρεθεί ένας τρόπος να μην προκύψουν χονδροειδώς (χωρίς κάποιο εδραίο στοιχείο μετάπλασης) οι εικόνες της. Ο Μοδινός δοκιμάζει δύο πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το ένα είναι ο ρυθμός καταιγιστικής περιήγησης όχι μόνο στη γενεαλογία αλλά και στην τρέχουσα πραγματικότητα της κρίσης. Το άλλο είναι η προβολή της σε ένα πολύ κοντινό μέλλον: ένα μέλλον, παρ’ όλα αυτά, που έχει ήδη υποστεί μια καταστροφικά δραματική μετάλλαξη.
Πρωταγωνιστής στο βιβλίο του Μοδινού είναι ένας άλλοτε επιτυχημένος μηχανικός που έχει χάσει τώρα τα πάντα: την πολυάσχολη επαγγελματική του δραστηριότητα, την πίστη του στον ορθό λόγο και στις διαφωτιστικές αξίες, αλλά και την αγαπημένη του γυναίκα μαζί με τον λατρεμένο του γιο (τον έχουν και οι δύο εγκαταλείψει στη μέση του πουθενά). Αφρόντιστος και ταλαιπωρημένος, με ελάχιστα λεφτά στην τσέπη και αιχμάλωτος της κατάθλιψης, ο ήρωας θα ξεκινήσει μια νυχτερινή περιπλάνηση με το αυτοκίνητό του στην Αττική οδό. Μοναδικός σκοπός του, να ανακαλύψει ένα βολικό σημείο για να αυτοκτονήσει. Τι έχει έτσι κι αλλιώς να αφήσει πίσω του; Τίποτε παραπάνω από ένα καμένο, ολοκληρωτικά ρημαγμένο τοπίο: κτίρια που έχουν καταρρεύσει ή που θα καταρρεύσουν οσονούπω, αυτόχειρες που έχουν κιόλας εγκαταλείψει τα εγκόσμια, στρατιές πεινασμένων και εξαθλιωμένων, συμμορίες που λυμαίνονται απ’ άκρου εις άκρον τη χώρα και άρπαγες πάσης λογής που έχουν πολλαπλασιάσει γεωμετρικά τα κέρδη τους και ζουν καλά προφυλαγμένοι στα χρυσά κλουβιά τους.
Οδηγώντας υπό βροχήν, σταματώντας σε απόκοσμους σταθμούς για να τα πιει με άλλους κατατρεγμένους, μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο βασιλεύουν η έκπτωση και η παρακμή και επιτρέποντας στη μνήμη του ένα μακρύ ταξίδι στο παρελθόν, ο πρωταγωνιστής θα εγκαταλειφθεί σε έναν απεγνωσμένο μονόλογο που θα καταμετρήσει μία προς μία τις εκτρωματικές δυσπλασίες οι οποίες έστειλαν τη χώρα στον πάτο του γκρεμού: από την πολιτική, την οικονομία και τη δημόσια διοίκηση ως τον κόσμο των επιχειρήσεων και την καθημερινότητα. Τι είδους καταμέτρηση όμως είναι αυτή; Μια αποδελτίωση των δημοσιευμάτων των εφημερίδων, των τηλεοπτικών ειδήσεων και των ηλεκτρονικών ενημερωτικών αναρτήσεων; Ενας κατάλογος των συμβάντων της κρίσης; Μια σούμα των ευθυνών για το ξέσπασμά της; Μα ο άνθρωπος που μιλάει δεν θέλει ούτε να αναλύσει ούτε (ακόμη λιγότερο) να εξηγήσει το κακό. Ο λόγος του είναι ευθύς εξαρχής αποσπασματικός και ασθματικός, αν όχι και διαταραγμένος. Οσο για τις καταμετρήσεις του, κυριαρχημένες από τις εμμονές τους και παλίλλογες, θα μεταμορφώσουν γρήγορα το πραγματολογικό υλικό του σε έναν εσωτερικό εφιάλτη, σε μια παγίδα που θα πιάσει στο δόκανό της και όλη την προσωπική του ζωή: τη δυσκολία του να συμβιώσει με τη γυναίκα του, την αδυναμία του να ισορροπήσει τη σχέση με τον γιο του, την αποτυχία του να επενδύσει στο επάγγελμά του τα νεανικά του όνειρα.
Από τη μια πλευρά το παραλήρημα ενός υποψήφιου αυτόχειρα, από την άλλη η δυστοπία μιας κοινωνίας την οποία κυβερνούν οι πλιατσικολόγοι και οι οπλισμένες σαν αστακοί δυνάμεις ασφαλείας. Ο φόβος για την Ελλάδα που ξέρουμε και ο πανικός για μιαν Ελλάδα που δεν αποκλείεται να έρθει: μια Ελλάδα που δεν θα είναι πια ακριβώς η Ελλάδα αλλά το παρόν και το μέλλον ενός αιώνα ο οποίος κατόρθωσε πολύ προτού ενηλικιωθεί να σαρώσει τις κατακτήσεις και τις προσδοκίες όλων των προηγούμενων δεκαετιών. Κι όμως, ο ήρωας του Μοδινού δεν θα αυτοκτονήσει τελικά και θα εναποθέσει το δικό του μέλλον σε μιαν απρόσμενη, έστω και περιορισμένων διαστάσεων, έστω και αμυδρά σχηματισμένη ουτοπία. Οχι γιατί πρέπει κατ’ ανάγκην να σωθεί και να στείλει το διδακτικό του μήνυμα, αλλά επειδή ο κόσμος είναι κύκλος και ξεκινάει πάντα, ό,τι κι αν έχει μεσολαβήσει, ακόμη και ενστικτωδώς, από την αρχή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ