PHILIP ROTH
Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους

Μετάφραση Κατερίνα Σχινά,
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 419, τιμή 16,50 ευρώ

Ο Φίλιπ Ροθ έχει φανατικούς αναγνώστες στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό, όπως βεβαίως και στην Ελλάδα, όπου έχει εκδοθεί το σύνολο σχεδόν του πεζογραφικού του έργου. Οι αναγνώστες αυτοί ενδιαφέρονται αναπόφευκτα και για την «κουζίνα» του, τα ας πούμε μυστικά της δουλειάς του, τον τρόπο που γράφει, όσα τον εμπνέουν και ο τρόπος με τον οποίο τα διαχειρίζεται. Συναφή θέματα είναι φυσικά οι συγγραφείς που εκτιμά, εκείνοι που τον επηρέασαν, όσους απορρίπτει και φυσικά οι κοσμοαντιλήψεις του.

Στη συλλογή κειμένων με τον ελαφρώς ναρκισσιστικό τίτλο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους ο αναγνώστης θα τα βρει όλα αυτά –ενίοτε στον υπερθετικό βαθμό. Λέω ναρκισσιστικό χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία ενός βιβλίου εν πολλοίς αποκαλυπτικού της αξίας του Ροθ. Ο ναρκισσισμός ενός συγγραφέα που γνώρισε πολύ νωρίς την επιτυχία είναι αναπόφευκτος, ειδικά μάλιστα όταν από πολύ νωρίς υπέστη επιθέσεις άδικες ή εν πάση περιπτώσει άσχετες με την καθαυτό λογοτεχνική αξία του έργου του.
Το αντίτιμο της επιτυχίας
Αν ο Ροθ «διαβάζει» τον εαυτό του εδώ (μέσω των συνεντεύξεων που απαρτίζουν το πρώτο από τα δύο μέρη του βιβλίου) το κάνει γιατί τις επιθέσεις που υπέστη (κυρίως από την εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης, δηλαδή από τους ομοθρήσκους του) για αντισημιτισμό και από τις φεμινίστριες για σεξισμό τις θεωρεί όχι απλώς προϊόν κακοπιστίας αλλά κυρίως παρανάγνωσης. Δεδομένου ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1975, όταν ο Ροθ ήταν 43 ετών και συμπληρώθηκε με λίγα σχετικά κείμενα το 1985, αντιλαμβάνεται κανείς ποιο είναι συχνά το αντίτιμο της επιτυχίας. Ενας συνειδητός συγγραφέας ή σιωπά (το πιο σπάνιο) ή απαντά, ειδικά αν ζει στην Αμερική και ιδιαίτερα αν είναι επαγγελματίας, αν ζει δηλαδή από τα βιβλία του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αντιμετωπίσει ό,τι αποκαλούμε «κακή δημοσιότητα». Και αυτό κάνει ο Ροθ στις συνεντεύξεις (στο πρώτο μέρος του βιβλίου) που έδωσε σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά έντυπα.
Πέραν αυτών, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του για τους ήρωές του, η προσπάθειά του να δώσει άλλο περιεχόμενο στα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχουν τα βιβλία του, να μας πει λ.χ. ότι ο γνωστός ήρωάς του Ζούκερμαν είναι μια περσόνα του –και κατά τούτο δεν αφορά μόνο τον ίδιο. Αντιδρά σε διάφορα στερεότυπα, όπως αυτό που τον φέρει ως μέλος της τριάδας των εβραίων συγγραφέων της Νέας Υόρκης (του Σολ Μπέλοου, του Μπέρναρντ Μάλαμουντ και του ίδιου). Η εκτίμησή του για τον Μπέλοου είναι απεριόριστη. Αλλά ο Μπέλοου, μας θυμίζει, γεννήθηκε στον Καναδά και έζησε στο Σικάγο. Ο Ροθ υποστηρίζει ότι είναι αμερικανός συγγραφέας, ότι οι ΗΠΑ είναι η χώρα του και ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει πουθενά αλλού. Ενώ, θα λέγαμε, ο Μπέλοου είναι σαφώς πιο Ευρωπαίος από τον ίδιο.
Τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε μέρος μόνο της παραγωγής του Ροθ, που στο σύνολό της μας προειδοποιεί να μην παίρνουμε τοις μετρητοίς τα στερεότυπα που του έχουν αποδώσει. Κανείς δεν φανταζόταν πως ο συγγραφέας βιβλίων όπως Το σύνδρομο του Πορτνόι, τα οποία είχαν μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία και ταυτοχρόνως ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων για την ωμή γλώσσα και το σεξουαλικό τους περιεχόμενο, θα τα διαδέχονταν δύο δεκαετίες αργότερα σύντομα μυθιστορήματα του πένθους και της πτώσης σαν τον Κανένα, που θα αποκάλυπταν τις συγγένειες του Ροθ με τον Κάφκα και τον Μπέκετ.
Το πώς αντιλαμβάνεται ένας συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής την εβραϊκή ταυτότητα είναι σημαντικό ζήτημα, σημαντικότερο ωστόσο είναι το πώς το μετουσιώνει πεζογραφικά. Στον Ροθ η μετουσίωση προκύπτει από το βιωματικό υλικό που αντλεί για να διαπλάσει τους χαρακτήρες του. Από τις αναμνήσεις δηλαδή της παιδικής του ηλικίας στο Νιου Τζέρσι, τη διαπαιδαγώγηση που έλαβε, τη σχέση που είχε μαθητής με τους εβραίους αλλά και τους εθνικούς συνομηλίκους του, τον προβληματισμό του για το πώς ό,τι ορισμένοι αποκαλούν εβραϊκή ταυτότητα για τον ίδιο ταυτιζόταν με την αμερικανική ταυτότητα.
Ροθ και Κάφκα


Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από άρθρα και δοκίμια γραμμένα με διάφορες αφορμές. Ο ευρωπαίος αναγνώστης, λ.χ., μπορεί να βρει ενδιαφέροντα τον τρόπο με τον οποίο ο Ροθ συνδέει τη λογοτεχνία με το μπέιζμπολ (ένα αγώνισμα ξένο εν πολλοίς για μας αλλά εξαιρετικά δημοφιλές στις ΗΠΑ) στο κείμενό του Χρόνια του μπέιζμπολ, αλλά δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το σκεπτικό του. Μας λέει όμως εμμέσως ότι το μυθιστόρημα, όπως αναπτύχθηκε τουλάχιστον στον Νέο Κόσμο, έχει λαϊκό χαρακτήρα, όπως ακριβώς και το μπέιζμπολ.
Σημαντικότερο είναι το κείμενό του για τον Κούντερα, δηλαδή για το Αστείο του τελευταίου, που δίνει την ευκαιρία να συγκρίνουμε τον ερωτισμό των βιβλίων του Ροθ με τον αντίστοιχο του Κούντερα. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενό του για τον Κάφκα με τίτλο Ηθελα πάντα να θαυμάζετε τη νηστεία μου ή μια ματιά στον Κάφκα, γραμμένο το 1973. Ο Ροθ ήταν τότε 40 ετών. Τόσο κι ο Κάφκα όταν πέθανε. Ο Ροθ κοιτάζει μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του συγγραφέα της Δίκης και τον περιγράφει σαν να είναι μυθιστορηματικός ήρωας. Τον φαντάζεται στο Νιου Τζέρσι άπατρι, έτοιμο να εγκαταλείψει τα πάντα. Τον φαντάζεται σε σχέση με τις γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του και σε σχέση με τον πατέρα του (γι’ αυτό και ο Ροθ θα γράψει ολόκληρο βιβλίο αργότερα για τον πατέρα του, εντελώς αντίθετο από τη φονική επιστολή του Κάφκα στον δικό του πατέρα). Κάφκα λεγόταν και ένας από τους δασκάλους του, λέει ο Ροθ. Ισως εδώ να βρίσκονται και οι ρίζες του ενδιαφέροντός του για τη Μεσευρώπη.
Βιβλία σαν κι αυτό, πέραν του καθαυτό ενδιαφέροντός τους, λειτουργούν και ως ερεθιστικά συμπληρώματα στο καθαυτό πεζογραφικό έργο του συγγραφέα τους. Ο αναγνώστης δεν είναι απαραίτητο να συμφωνεί με τον Ροθ. Τα όσα όμως λέει κατά κύριο λόγο για τον εαυτό του και περιστασιακά για τους άλλους είναι σημαντικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ