HANNAH KENT
Εθιμα ταφής

Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Ικαρος, 2014,
σελ. 418, τιμή 16,50 ευρώ

Καιρό είχε να δημιουργήσει τόσες συζητήσεις στους διεθνείς κριτικούς κύκλους το βιβλίο μιας πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως. Η Αυστραλή Χάνα Κεντ, στο πλαίσιο προγραμμάτων φοιτητικής κινητικότητας και για τις ανάγκες του διδακτορικού της, βρέθηκε στην Ισλανδία μελετώντας τη συγκρότηση της γυναικείας ταυτότητας σε αυτή τη χώρα κατά τον 19ο αιώνα· κατόρθωσε, μη έχοντας ακόμη τριανταρίσει, να ανασυστήσει στα Εθιμα ταφής την αγροτική κοινωνία αυτής της εποχής συνδυάζοντας με ιστορική πιστότητα και λογοτεχνική μαεστρία μακρόχρονες έρευνες σε αρχεία, ενοριακά κατάστιχα και απογραφές, δικαστικά έγγραφα και τοπικούς θρύλους, περιηγητικά κείμενα και ισλανδικές σάγκες.

Η ιστορία που αναδιηγείται, η καταδίκη της Αγκνες Μάγκνουσντότιρ, είναι πραγματική: πρόκειται για μια 34χρονη παραδουλεύτρα που της επιβάλλεται η θανατική ποινή το 1829 για τη συμμετοχή της στον ειδεχθή φόνο του εργοδότη (και εραστή) της και ενός ακόμη άνδρα σε ένα απομακρυσμένο αγρόκτημα στις βόρειες ακτές της χώρας. Είναι η τελευταία γυναίκα που αποκεφαλίστηκε στην Ισλανδία και η σκοτεινή ιστορία της απλώθηκε σαν θρύλος, με την ίδια να πρωταγωνιστεί ως επικίνδυνη μάγισσα ή πόρνη (ή και τα δύο), ενσάρκωση του απόλυτου και αποδιοπομπαίου κακού. Στο διπλό φονικό, που καταχωρίστηκε ως «έγκλημα πάθους», ενέχονται τρεις: η Αγκνες, μία ακόμη νεαρή παραδουλεύτρα και ο αραβωνιαστικός της· ωστόσο, για τις δικαστικές αρχές και για την κοινή γνώμη κυρίως υπεύθυνοι για την εγκληματική πράξη λογίζονται η Αγκνες και ο νεαρός, ενώ η μικρή κρίνεται με κάποια επιείκεια και αποφεύγει τελικά τη θανατική καταδίκη.
Τα γεγονότα λοιπόν είναι λίγο-πολύ γνωστά –κοινοποιούνται άλλωστε στον αναγνώστη ευθύς εξαρχής με μια σειρά διοικητικών εγγράφων που σε ουδέτερη, γραφειοκρατική γλώσσα ορίζουν χωροχρονικά τα ζητήματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Δανίας (στην επικράτειά της ανήκει ακόμη η Ισλανδία) έχει επικυρώσει τις τοπικές δικαστικές αποφάσεις για τους ενόχους (θάνατος δι’ αποκεφαλισμού), αλλά οι κατάδικοι δεν θα σταλούν σε δανικές φυλακές και δεσμωτήρια, όπως συνηθιζόταν. Θα εκτελεστούν παραδειγματικά στην Ισλανδία, στην περιοχή όπου διεπράχθη το άγριο έγκλημα, και ώσπου να έλθει εκείνη η στιγμή θα αποσταλούν χωριστά σε διάφορα υποστατικά του τόπου, επιτηρούμενοι, εργαζόμενοι και καθοδηγούμενοι στον δρόμο της μετανοίας από εφημερίους στους οποίους έχει ανατεθεί επισήμως αυτό το καθήκον.
Το προλογικό απόσπασμα που ανοίγει το μυθιστόρημα («Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου») δηλώνει σαφώς τη συγγραφική στόχευση: το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην περίπτωση της Αγκνες, στερεότυπη φιγούρα της διαβολικής, εκδικητικής και αδίστακτης γυναίκας που τινάζει τα κοινωνικά πρότυπα του φύλου της στον αέρα –δεν είναι σεμνή κόρη μήτε φρόνιμη σύζυγος και μητέρα. Η εκκαθαριστική επιχείρηση της Κεντ αναλαμβάνει ακριβώς να διακρίνει την προσωπική ιστορία αυτής της γυναίκας, τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τη ζωή και τον ψυχισμό της, να βυθομετρήσει τις σκέψεις της και τις αντιδράσεις της στην τελική ευθεία προς το βίαιο τέρμα του βίου της.
Οικόσιτη φόνισσα


Το μυθιστόρημα στήνεται λοιπόν γύρω από ένα διπλό πορτρέτο, ατομικό και συλλογικό. Τα δεκατρία κεφάλαια που απαρτίζουν το βιβλίο είναι υβριδικά, μονοφωνικά και πολυφωνικά: ενσωματώνουν τον απρόσωπο και μονόχορδο επίσημο λόγο των διοικητικών εγγράφων και των ιστορικών τεκμηρίων στους καθημερινούς διαλόγους των αγροτών που «φιλοξενούν» την Αγκνες για κάποιους μήνες έως τη στιγμή της εκτέλεσής της, στους εσωτερικούς μονολόγους της ηρωίδας, καθώς και στις εξομολογητικές αφηγήσεις της στον εφημέριο, τον οποίο εκείνη επέλεξε.
Αυτοί οι ενδόμυχοι πρωτοπρόσωποι μονόλογοι διακρίνονται από έναν αυθόρμητο λυρισμό, έναν ποιητικό παλμό, που διαφοροποιούνται τόσο από τη γλώσσα της ίδιας της ηρωίδας όταν επικοινωνεί με τους γύρω της όσο και από το ιδίωμα του εξωτερικού αφηγητή σε τριτοπρόσωπο λόγο. Οι ρητορικές αυτές εναλλαγές, οι πολλαπλές φωνές τονίζουν αφενός την ετερότητα αυτής της γυναίκας, τη στεγανοποιημένη εσωτερικότητά της σε μια ζώνη σιωπής, σχεδόν «εκτός γλώσσας» και περιρρέουσας νοοτροπίας, αλλά και τη δική της αντιφατικότητα και αμφιθυμία, τον πληθυντικό εαυτό της που και η ίδια ανακαλύπτει σταδιακά.
Το νόθο, παρατημένο κορίτσι που μεγαλώνει ξενοδουλεύοντας σε αγροτόσπιτα της περιοχής, στερημένο, σκληραγωγημένο, αλλά με αρκετές δεξιότητες και χαρίσματα και πιστοποιημένο εντυπωσιακό δείκτη εγγραμματοσύνης εξελίσσεται σε μια πεισματάρα και όμορφη νέα γυναίκα («το ρόδο της κοιλάδας» την αποκαλεί η ποιήτρια αντίζηλός της), που δεν κρύβει τα πάθη και τις φιλοδοξίες της, ελεύθερη σαν τον παγωμένο άνεμο που γδέρνει τα βουνά και τις ακτές του νησιού. Η Κεντ δεν θέλει να απενοχοποιήσει ή να θυματοποιήσει την Αγκνες αλλά να κατανοήσει τα αίτια της συμπεριφοράς της, να δει τι σημαίνει «αποσυνάγωγη» σε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη και σκληροτράχηλη, με στενούς ορίζοντες και πολλές προκαταλήψεις. Στο φτωχικό, μονόχωρο αγροτόσπιτο που θα τη «φιλοξενήσει» ως την εκτέλεση της ποινής η Αγκνες είναι ανεπιθύμητη, ξένο σώμα: η οικογένεια (πατέρας, μητέρα και δύο κόρες) αναγκάζεται να συμβιώσει με τη διαβόητη φόνισσα, να την εντάξει στα βοηθητικά εργατικά χέρια. Η καθημερινή τριβή, ωστόσο, ο πολύμηνος συγχρωτισμός διαλύουν τελικά την αμοιβαία καχυποψία. Οι εκ βαθέων εξομολογήσεις στον εφημέριο εις επήκοον όλων (λόγω στενότητας χώρου), οι πολύτιμες γνώσεις, η δυναμική παρουσία και η αποτελεσματική συμβολή της σε μικρά ή μεγαλύτερα ζωτικά προβλήματα την καθιστούν τελικά αποδεκτή στο αρχικά εχθρικό περιβάλλον. Η Αγκνες θα οδηγηθεί στο πελέκι όχι ως καταραμένη αλλά λαμπροστολισμένη από την οικογένεια του Γιον που την αποχωρίζεται με οδύνη.
Η συγγραφέας έχει πει σε συνεντεύξεις της ότι ξεκίνησε να γράφει ένα έμμετρο μυθιστόρημα (και όντως, κατά σημεία, το κείμενο διατηρεί έναν υπερβάλλοντα περιγραφικό λυρισμό) και σταδιακά οδηγήθηκε στην πολυεπίπεδη σημερινή μορφή του. Εχει ακόμη χαρακτηρίσει το κείμενό της «σκοτεινό γράμμα αγάπης στην Ισλανδία», στο άγριο και έρημο τοπίο της, τις ακραίες κλιματικές συνθήκες (χιόνι, πάγος, ομίχλες, άνεμοι), τις ελεγειακές σάγκες, την αυστηρή προτεσταντική ηθική της –ένα μουντό σκηνικό πλαίσιο που δένει αρμονικά με τη ζοφερή ιστορία της Αγκνες.
Δεδομένου ότι πρόκειται για λογοτέχνημα που βασίζεται σε ιστορικοκοινωνική συστηματική έρευνα, θίγει τις σωφρονιστικές συνθήκες και τους τρόπους αντιμετώπισης του εγκληματία στον 19ο αιώνα, νομίζω ότι παραπέμπει αδήλως σε ένα ακαδημαϊκό προηγούμενο, στο μελέτημα του Μισέλ Φουκό Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου –Μια περίπτωση μητροκτονίας – αδελφοκτονίας τον 19ο αιώνα (κείμενο του 1973, μεταφρασμένο και ελληνικά, που σχολιάζει ένα εγκληματικό συμβάν του 1835 και επιχειρεί να απεμπλέξει τα νήματα των λόγων που είναι δυνατόν να οδηγήσουν στο έγκλημα).
Οπως και να έχει, χαιρετίζει κανείς την εμφάνιση μιας ισχυρής νέας πένας και συγχαίρει τον Ικαρο που διείδε τη σπουδαιότητα του βιβλίου, καθώς και τη μεταφράστρια, που ανταποκρίθηκε επαρκέστατα στις πολλαπλές δυσκολίες του κειμένου.
Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ