Eφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Βασιλικός, ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς.

Το 2014, με αφορμή τιμητική βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για την 60χρονη παρουσία του στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων, ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός είχε μιλήσει στο ΒΗΜΑ και στον Γρηγόρη Μπέκο.

Ακολουθεί το κείμενο του Γρηγόρη Μπέκου, στο οποίο, προς διευκόλυνση της ηλεκτρονικής ανάγνωσής του, έχουν προστεθεί μεσότιτλοι.

———————–

Συναντήσαμε τον Βασίλη Βασιλικό το πρωί της περασμένης Τρίτης στο Παλαιό Φάληρο. «Έχω σήμερα τα γενέθλιά μου» είπε ο ίδιος κάπως απρόσμενα στο «Βήμα», την ώρα που σκάλιζε την πίπα του – το σήμα κατατεθέν του μαζί με το πλατύγυρο καπέλο – και εξιστορούσε πώς βρήκαν με τη σύζυγό του Βάσω τη γάτα, ονόματι Κλειώ, που περιφερόταν στο γραφείο κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας.

Αφορμή για αυτή τη συνάντηση μαζί του – γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου του 1934 στην Καβάλα – στάθηκε η επικείμενη τιμητική βραδιά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για την 60χρονη παρουσία του ιδίου στον χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων. «Όταν με ρωτούν «πού γεννηθήκατε;» λέω καμιά φορά χαριτολογώντας «στο φεριμπότ μεταξύ Καβάλας και Θάσου». Τότε βέβαια δεν υπήρχε φεριμπότ αλλά ένα καΐκι που έκανε τη διαδρομή μέσα σε επτά ώρες. Είναι όμως πειστικό απ’ ό,τι φαίνεται» γέλασε ο ίδιος.

Ο Βασίλης Βασιλικός, με έκδηλη τη νοσταλγία λόγω της ημέρας, ανακάλεσε τόσο την ομορφιά του τόπου όσο και τη μορφή του νομικού πατέρα του Νίκου. «Υπήρξε ένας άνθρωπος δημοκρατικός και καλλιεργημένος. Μικρός θυμάμαι, στη Θάσο, όταν έρχονταν οι φίλοι του στο χωριό, πηγαίνανε όλοι μαζί σε δροσερές μεριές και διαβάζανε μεγαλόφωνα Παπαδιαμάντη. Με το Κίνημα του 1935 (σ.σ.: των βενιζελικών) καταδικάστηκε σε θάνατο. Βρήκα πρόσφατα μια φωτογραφία που με κρατά στην αγκαλιά του, ενός έτους ήμουν τότε, την παραμονή της προγραμματισμένης εκτέλεσής του. Την άλλη μέρα το πρωί έφθασε αγγελιοφόρος απ’ τον βασιλιά, ο οποίος τελικά έδωσε χάρη στους πολιτικούς του κινήματος της «Δημοκρατικής Άμυνας» στην Καβάλα, οι στρατιωτικοί όμως εκτελέστηκαν» σημείωσε ο ίδιος.

Τη στιγμή εκείνη ο νους του έτρεξε πίσω στη Γαλλία, όπου, μεταξύ άλλων χωρών, έζησε την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας. «Μια φορά στο Παρίσι συνάντησα τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο οποίος ετοιμαζόταν να έλθει στην Ελλάδα. Έκανε τότε περιοδείες και δημόσιες απαγγελίες ποιημάτων από κοινού με τον ραβίνο πατέρα του! «Πού θα πας;» του λέω «εκεί κάτω έχει χούντα», για να με ρωτήσει ύστερα αφελώς «κομμουνιστές είναι;». Μου είπε ωστόσο και κάτι που δεν ξέχασα ποτέ, ότι «ωριμότητα είναι να συμφιλιωθείς με τους γονείς σου», μεγάλη κουβέντα. Κάπως έτσι συμφιλιώθηκα κι εγώ – επειδή είχα ήρεμα παιδικά χρόνια – με τον άλλο «πατέρα» μου, τον Νίκο Καζαντζάκη».

«Τότε κατάλαβα το μεγαλείο του Καζαντζάκη»

Τη δική του «Οδύσσεια» επιχείρησε, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, να διαβάσει ο Βασίλης Βασιλικός – «ζύγιζε, θυμάμαι, γύρω στα δεκαπέντε κιλά», πλην όμως «δεν κατάλαβα τίποτα». Το γεγονός υπήρξε καθοριστικό για τη «δύσκολη» αυτή σχέση. Όταν όμως κυκλοφόρησε το 1958 η αγγλική της μετάφραση από τον Κίμωνα Φράιερ και τη διάβασε – ήταν τότε κατά σύμπτωση στις ΗΠΑ ο Βασίλης Βασιλικός -, «μαγεύτηκα γιατί τα καταλάβαινα όλα».

Ο Κίμων Φράιερ, συνέχισε ο συγγραφέας εξηγώντας εκείνο το «θαύμα» της μετάφρασης, «έμεινε δυο χρόνια δίπλα στον Καζαντζάκη, ο οποίος του εξηγούσε κάθε λέξη». Στη δική του αγγλική μετάφραση βασίστηκαν έκτοτε, παγκοσμίως, οι περισσότερες μεταφράσεις του έργου σε άλλες γλώσσες. Πώς το ξέρουμε αυτό; «Ο Κίμων Φράιερ άλλαξε θέση σε τρεις στίχους, από τους 33.333 στίχους της «Οδύσσειας», και έτσι μπορούσε να ελέγχει κάθε φορά όσες ακολουθούσαν» είπε ο Βασίλης Βασιλικός.

«Τότε κατάλαβα κι εγώ το μεγαλείο του Καζαντζάκη», μια ευχαριστήρια κάρτα του οποίου έλαβε όταν εξέδωσε (και του έστειλε) το πρώτο του βιβλίο, μια κάρτα που «είχα ως ταυτότητα στο πορτοφόλι μου».​

Ο πλέον πρόσφατος τόμος «Περί λογοτεχνίας και άλλων δαιμονίων: 60 χρόνια γραφής και ανάγνωσης, 1952-2012», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg και περιλαμβάνει ετερόκλητα κείμενα αλλά και συνεντεύξεις του Βασίλη Βασιλικού, έρχεται να συνοδεύσει την εκδήλωση προς τιμήν του «ως χρηστικός και χρήσιμος πλοηγός» στο έργο του, «μια καλή εισαγωγή» συμφώνησε ο ίδιος, για τις νέες σχολιασμένες εκδόσεις βιβλίων του που πρόκειται να ακολουθήσουν από τον ίδιο εκδότη.

Σε ένα κείμενό του, που γράφτηκε το 1952 και έχει τη μορφή διαλόγου, «ο ποιητής» διαφωνεί με τον «πεζογράφο» και του λέει ότι «το κομμάτι από τον εαυτό μας που βάζουμε στο έργο μας έχει αξία και όχι ο όγκος του έργου που χτίζουμε». Τότε βέβαια δεν μιλούσε ο κατοπινός πεζογράφος, ο παραγωγικότατος συγγραφέας των 120 αυτοτελών τίτλων, της περίφημης «Τριλογίας: Το Φύλλο. Το Πηγάδι. Τ’ αγγέλιασμα», του δημοφιλούς «Ζ» και του «Γλαύκου Θρασάκη» μεταξύ των άλλων· τότε μιλούσε ένας νεαρός αστικής καταγωγής που είχε δει δημοσιευμένα τα ποιήματά του -πρώτη φορά το 1949 – στην εφημερίδα «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης.

Σε αυτήν διάβασε το 1951 – ως μαθητής της Ε’ Γυμνασίου – την είδηση για τον θάνατο του Αντρέ Ζιντ. Την ίδια ημέρα μπήκε στο – ιστορικό πλέον – βιβλιοπωλείο «Μόλχο» της συμπρωτεύουσας και ρώτησε αν υπήρχε κάποιο βιβλίο του Γάλλου νομπελίστα. Υπήρχε ο «Θησέας» στην πρωτότυπη έκδοσή του και ο γαλλομαθής «Μπαζίλ» την καταβρόχθισε με συνοπτικές διαδικασίες.

Οι πρώτες απόπειρες συγγραφής

Ο ίδιος έκανε την επίσημη εμφάνισή του στην ελληνική λογοτεχνία με τη νουβέλα «Η διήγηση του Ιάσονα» το 1953. «Αυτός ο συγγραφέας μ’ έμαθε να γράφω» είπε ο Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος μετέφρασε μάλιστα το συγκεκριμένο έργο του Ζιντ αλλά έχασε το χειρόγραφο σε μια μετακόμιση. «Ο Ιάσονάς μου είναι ο Θησέας του και δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό» συμπλήρωσε με ένα υπομειδίαμα περηφάνιας.

Στην παρακείμενη βιβλιοθήκη, σε ένα ράφι χαμηλό, έπεσε το μάτι μας στη ράχη μιας πολυκαιρισμένης, σκληρόδετης αγγλικής έκδοσης του πρώτου μυθιστορήματος του Τρούμαν Καπότε «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι» (1948). Ο Βασίλης Βασιλικός άνοιξε το βιβλίο· ο «Μπαζίλ» είχε σημειώσει στις πρώτες σελίδες, με μολύβι, την ημερομηνία αγοράς του: 19 Ιουνίου 1952.

«Συνήθως λέω, για να ξεμπερδεύω περισσότερο, ότι διάβασα το «Εν ψυχρώ» και έτσι, απάνω σ’ αυτό, έγραψα ύστερα το «Ζ» (σ.σ.: και τα δύο βιβλία κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1966). Δεν έγιναν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα. Και μου δίνετε την ευκαιρία να το πω σ’ εσάς για πρώτη φορά αφού πέσατε πάνω στο «πειστήριο». Μου άρεσε πολύ ο Καπότε απ’ όταν ήμουν νέος. Είχα μάλιστα μεταφράσει – δυστυχώς έχασα και αυτή τη μετάφραση – το μυθιστόρημά του «The Grass Harp» (Η άρπα από χορτάρι, 1951). Οταν λοιπόν μια σουηδέζα φίλη μού έφερε την αγγλική έκδοση του «In Cold Blood», δεν το είδα τόσο, όντας τότε 32 ετών, ως ένα καταπληκτικό non-fiction novel (μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα), που ήταν βέβαια κι έτσι, αλλά περισσότερο σαν μια στροφή του αγαπημένου μου συγγραφέα, ενός συγγραφέα που με είχε ήδη «δουλέψει» από νωρίς, σε αυτό το είδος της γραφής» υπογράμμισε ο ίδιος.

Το «Ζ» και η παντοτινή νεότητα

«Η ανάγνωση του «Εν ψυχρώ» με βοήθησε ουσιαστικά να βρω την πρώτη φράση του «Z», με «ξεκλείδωσε» κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν ότι μου «την έδωσε στο κεφάλι» το βιβλίο έτσι απλά, δεν ήταν ότι δεν είχα διαβάσει άλλα βιβλία και άλλα ντοκουμέντα» εξήγησε ο Βασίλης Βασιλικός.

Άλλωστε τα δύο έργα «δεν έχουν σχέση υπό την εξής έννοια: ο Καπότε έγραψε ένα φοβερό, αλλά 100% ντοκουμενταρισμένο μυθιστόρημα, και εκεί έγκειται η μαεστρία του, ενώ εγώ έγραψα ένα μυθιστόρημα κατά 50% βασισμένο στα τεκμήρια (σ.σ.: από τη δολοφονία του ειρηνιστή βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς τον Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη) και κατά 50% στη λογοτεχνική φαντασία· έγραψα, με άλλα λόγια, ένα μυθιστόρημα βασισμένο σ’ ένα πραγματικό γεγονός».

Δεν το έγραψε εύκολα βέβαια, όταν κατάφερε να το γράψει εν τέλει, ύστερα από λίγα χρόνια. Το 1974 εξέδωσε το αυτοβιογραφικό «Ημερολόγιο του Ζ», μια «απολογία» επί της ουσίας «προς έναν φίλο μου» για την «πρώτη αποβολή του βρέφους». Στην πρώτη μάλιστα μορφή του «Ζ» είχε διατηρήσει τα πραγματικά ονόματα των πρωταγωνιστών.

Ένας άλλος φίλος του (και μετέπειτα καθηγητής στο Αριστοτέλειο), ο Παναγιώτης Μουλάς, ο οποίος είχε αναλάβει τη φιλολογική επιμέλεια των λογοτεχνικών του κειμένων ως τότε, του είπε χαρακτηριστικά: «Βασίλη, καταπληκτικό το βιβλίο αλλά θα πας φυλακή». Ο επεξηγηματικός υπότιτλος του εκδοθέντος κειμένου, δηλαδή ο «οξύμωρος» χαρακτηρισμός του «Ζ» ως «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», ήταν ένας τρόπος «να θολώσω τα νερά, να αυτοπροστατευθώ» τόνισε ο Βασίλης Βασιλικός, δεν έκρυβε καμία θεωρητική ανησυχία.

Πώς όμως έφθασε ο ίδιος να ασχοληθεί με την υπόθεση Λαμπράκη; «Την εποχή εκείνη ήμουν απολύτως ενταγμένος, εξαιτίας του καθοδηγητή και φίλου μου Δημήτρη Δεσποτίδη (σ.σ.: ο «Πέτρος της ΕΠΟΝ» και ψυχή του αριστερού εκδοτικού οίκου Θεμέλιο προδικτατορικά), σε ό,τι τότε δεν λεγόταν ακόμη Ανανεωτική Αριστερά -, ξέραμε όμως ότι δεν ήταν η ορθόδοξη. Από εκεί πρέπει να ξεκινήσει κανείς.

Εγώ πώς έγραψα το «Z»; Μόνο με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων; Όχι, ο Δημήτρης Δεσποτίδης μου είχε φέρει, φορτωμένο σ’ ένα καμιόνι, όλο το υλικό του ανακριτή Χρήστου Σαρτζετάκη – τα πρακτικά της προανάκρισης και της ανάκρισης. Διάβασα δηλαδή, εκμεταλλευόμενους τις νομικές σπουδές μου, πώς ακριβώς οι εμπλεκόμενοι οδηγήθηκαν στην καταδίκη. Επιπλέον το έγκλημα έγινε 200 μέτρα από το πατρικό μου στη Θεσσαλονίκη. Όταν είδα τις φάτσες των τραμπούκων, συνειδητοποίησα ότι τους ήξερα, ήταν μικροπωλητές στην αγορά Μοδιάνο, άνθρωποι που ούτε που τους ένοιαζε η πολιτική, κι όμως μπλέχτηκαν στα γρανάζια του εγκληματικού μηχανισμού.

Όποιος θέλει να ερευνήσει την ιστορία της δολοφονίας του Λαμπράκη, από δικαστικής πλευράς, θα πρέπει να ψάξει ένα μέρος του αρχείου μου», στη «Συλλογή Βασίλη Βασιλικού» που φιλοξενείται σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Ένα άλλο μέρος του ογκωδέστατου αρχείου του βρίσκεται στη Γεννάδειο, όπου, μεταξύ άλλων, «υπάρχει και υλικό σχετικό με τη δίκη (της ανεξιχνίαστης ως σήμερα υπόθεσης) Πολκ. Ο πατέρας μου υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης του Γ. Στακτόπουλου, ενός εκ των κατηγορηθέντων για τη δολοφονία, μόνο που δεν ήταν αυτός» είπε ο συγγραφέας και αναζήτησε αίφνης τη γάτα.

Βασίλης Βασιλικός, forever young!