Τατιάνα Αβέρωφ
Δέκα ζωές σε μία
Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2014,
σελ. 516, τιμή 18,80 ευρώ

Είναι οι πρώτοι μήνες μετά τις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, εκλεγείς βουλευτής με το Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, δεν έχει ούτε λεπτό περισσευούμενο. Η πατρίδα είναι διαλυμένη και όλοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εργάζονται σκληρά για την ανόρθωση του τόπου. «Νιώθει πως ζει δέκα ζωές σε μία και είναι αποφασισμένος να τα καταφέρει». Πέντε από τις δέκα ζωές του πατέρα της, από τη γέννησή του ως τον γάμο του με την Ντίνα Λυκιαρδοπούλου το 1947, αφηγείται η Τατιάνα Αβέρωφ στο νέο της μυθιστόρημα Δέκα ζωές σε μία (Μεταίχμιο, 2014).

Γυναίκα, κόρη, συγγραφέας και ψυχολόγος –η οποία σπούδασε ψυχολογία, για να τα βγάλει πέρα με τον πατέρα της, όπως σημειώνει –η Τατιάνα Αβέρωφ επιδιώκει να σκιαγραφήσει τον άγνωστο Αβέρωφ, τον Λόλη, όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά οι δικοί του, προτού γίνει ο Ευάγγελος Αβέρωφ: «Τον δημόσιο άντρα τον ξέρω. Και τον δημόσιο πατέρα. Να κοιτάξω τον άνθρωπο θέλω. Να δω κάτω απ’ την εικόνα που όλοι περιφέρουμε και την πιστεύουμε ως «εγώ»».
Πέντε κεφάλαια, πέντε γεννήσεις, πέντε διάλογοι με τον πατέρα, τη ζωή και το έργο του το λογοτεχνικό. Τίτλος κάθε κεφαλαίου, με τη σειρά, ένα από τα έργα του Ευάγγελου Αβέρωφ: τα μυθιστορήματα Η φωνή της γης (1964), Η γη της οδύνης (1966), Γη δελφύς (1968), Οταν ξεχνούσαν οι θεοί (1969) και το θεατρικό Καρυδιές στην πέτρινη γη. Ολο το μυθιστόρημα είναι μια μακρά επιστολή προς τον πατέρα, μια και στις τριτοπρόσωπες αφηγήσεις παρελθοντικών γεγονότων παρεμβάλλονται σχόλια σε δεύτερο πρόσωπο για καταστάσεις μεταγενέστερες της αφήγησης, απευθύνσεις στον απόντα, εκείνον που μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής γίνεται σταδιακά οικειότερος.
Η αναζήτηση του προσώπου του πατέρα αρχίζει από τη γέννηση στο οικογενειακό τσιφλίκι στα Τρίκαλα, στις 17 Απριλίου του 1908, από τη θεοσεβούμενη γιαγιά Ευθυμία, ενώ ο αφέντης παππούς, ο κυρ Τάσος, και τα αδέρφια, η Μίκα και ο Μισέλ, αναμένουν τον ερχομό του. Ο μικρός Λόλης μεγαλώνει στα πατρικά χτήματα, στα Τρίκαλα και στη Λάρισα, δουλεύοντας και ο ίδιος τη γη μαζί με τους εργάτες και τα παιδιά τους, ως την ώρα που ο πατέρας αποφασίζει το 1920 τη μετεγκατάστασή τους στην Αθήνα, για να έχουν οι γιοι του καλύτερη μόρφωση και να βρει η κόρη του γαμπρό. Εκεί ο γιος του αντιβενιζελιστή Τάσου αρχίζει να συχνάζει στο σπίτι του θείου του Γεωργίου, βουλευτή του Βενιζέλου. Ο κοσμοπολίτης θείος γίνεται το ίνδαλμα του νεαρού Λόλη. Στο σπίτι του συναντά μέλη του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της εποχής: τους ζωγράφους Λυκούργο Κογεβίνα και Κωνσταντίνο Παρθένη και τον πολιτικό Αλέξανδρο Παπαναστασίου της Δημοκρατικής Ενωσης, στη Νεολαία της οποίας γράφεται μέλος τον Ιούνιο του 1922.
Επειτα κάνει την εμφάνισή της η φυματίωση και ο Λόλης αναχωρεί με το τρένο για το Νταβός, για το σανατόριο Schatzalp, το ίδιο σανατόριο που ενέπνευσε στον Τόμας Μαν, λίγα χρόνια νωρίτερα, το Μαγικό Βουνό. Ο Λόλης νοσηλεύεται εκεί από το 1925 ως το 1927, γνωρίζει το διάβασμα, που γίνεται πολύτιμος σύντροφος της ζωής του, και ερωτεύεται τη θλιμμένη Γαλλίδα Ινές. Μετά τον θάνατό της επιστρέφει στην Ελλάδα και γράφεται στην Ιατρική Σχολή, μα τη μισεί από την πρώτη στιγμή. Στρέφεται στα οικονομικά και αναχωρεί για σπουδές στη Λωζάννη.
Με την επιστροφή του επισκέπτεται για πρώτη φορά το Μέτσοβο, το χωριό του πατριάρχη ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, και αρχίζει μια σχέση ζωής με τον τόπο των προγόνων του. Ακολουθεί ο πόλεμος. Ο νεαρός οικονομολόγος διορίζεται το 1941 νομάρχης στην Κέρκυρα και προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις ευθύνες του σε δύσκολους καιρούς. Το 1942 συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς στη Λάρισα και φυλακίζεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φεραμόντι ντι Τάρσια στην Ιταλία. Το 1943 δραπετεύει και φτάνει στη Ρώμη. Μετά την Απελευθέρωση, στην Ελλάδα, λέει σε όλους πως δεν τον λένε πια Λόλη αλλά Βαγγέλη. Αποφασίζει να κατέβει στην πολιτική, ενώ η σχέση του με το Μέτσοβο γίνεται στενότερη. Η αλληλογραφία του με τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα εκ Λωζάννης πυκνώνει. Για να τον τιμήσει για τις ευεργεσίες του στο Μέτσοβο, παίρνει το όνομά του και σε ένα πάρτι στην Αθήνα, όπου πήγε απρόθυμα, γνωρίζει τη μέλλουσα γυναίκα του, το Ντινάκι του.
Το μυθιστόρημα, το πέμπτο της συγγραφέως, μετά τα Το ξέφωτο (Κέδρος, 2000), Αύγουστος (Κέδρος, 2002), Ανοιχτή Γραμμή (Κέδρος, 2005) και Θράσος (Κέδρος, 2009), είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τον άνθρωπο πίσω από το ίνδαλμα, τον «θεό» και το βάρος του ονόματος του πατρός: «Σε έχουν πει ακροδεξιό, σκληροπυρηνικό, γεφυροποιό, παλαιοκομματικό, φασίστα. Σε έχουν πει ευπατρίδη πολιτικό, οραματιστή, αναμορφωτή, ρεαλιστή, ιδεολόγο… Εχω νιώσει από νήπιο τη λατρεία και την απέχθεια στο πρόσωπό μου επειδή ήμουν παιδί σου» σημειώνει η συγγραφέας στον επίλογο του έργου.

«Τώρα πια μπορώ να σ’ αγαπήσω»
Επί έξι χρόνια η Τατιάνα Αβέρωφ φορούσε το πετσί του πατέρα της. Περπάτησε μαζί του στα άγνωστα χρόνια που τον διαμόρφωσαν, αναζήτησε πειστήρια της διαδρομής του, ανέτρεξε στις αναμνήσεις της και γέμισε τα κενά με μυθοπλασίες. Ο Λόλης δεν συνάντησε ποτέ τον Τόμας Μαν στο Νταβός. Ο έρωτας με την αποκαλούμενη Ινές ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Η Αβέρωφ δεν γράφει βιογραφία. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν η βιογραφία της δημοσιογράφου Νίτσας Λουλέ Ευάγγελος Αβέρωφ (Ειρήνη, 1988) και η πολιτική βιογραφία του Ευάνθη Χατζηβασιλείου Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, 1908-1990 (Σιδέρης, 2004). Το βιβλίο της Τατιάνας Αβέρωφ αφορά εξίσου τον πατέρα της και την ίδια, αλλά και όλες τις Ελληνίδες που έζησαν και μεγάλωσαν σε μια πατριαρχική κοινωνία. Είναι μια κατάθεση διαχείρισης του ονόματος του πατρός, ενός μεγάλου ονόματος, ώσπου να καταλήξει ο σεβασμός, ο θαυμασμός, το βάρος και η απόρριψη να γίνουν τρυφερότητα: «Η αγάπη, λένε, θέλει δύο ολόκληρους ανθρώπους. Σε ασπάζομαι, πατέρα, τώρα πια μπορώ να σ’ αγαπήσω. Συγγνώμη που άργησα τόσο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ