ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ
Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και
τα χρόνια του προσκυνήματός του

Μετάφραση Μαρία Αργυράκη,
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2014,
σελ. 352, τιμή 16,60 ευρώ

Ο Χαρούκι Μουρακάμι ανήκει στα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας πεζογραφίας. Παρά το γεγονός ότι το όνομά του συζητείται έντονα κάθε χρόνο για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ούτε εφέτος το πήρε. Αυτό πάντως φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τους «τζογαδόρους» της λογοτεχνίας παρά τον ίδιο.

Ο ιάπωνας συγγραφέας, 65 ετών σήμερα, δεν εξαργυρώνει την επιτυχία κυνηγώντας τη δημοσιότητα και δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις. Δέχθηκε όμως, με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος, να μιλήσει αποκλειστικά στο «Βήμα της Κυριακής» και μέσω της εφημερίδας να απευθυνθεί στους έλληνες αναγνώστες του –υπάρχουν θαυμαστές του στη χώρα μας που φτιάχνουν ακόμη και λίστες (κλασικής, τζαζ και ροκ κατά κύριο λόγο) μουσικής βασισμένες στα βιβλία του.
Το ογκωδέστατο «1Q84», επί παραδείγματι, το λογοτεχνικό magnum opus του ιδίου που προηγήθηκε, αρχίζει με τη «Συμφωνιέτα» του Λέος Γιάνατσεκ, ενώ στο δέκατο τρίτο μυθιστόρημά του που μόλις κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, μια παράξενη, εγκιβωτισμένη ιστορία «μεταβίβασης» του θανάτου συνοδεύεται, τρόπον τινά, από την ήρεμη και λυπητερή μελωδία του κομματιού «Le mal du pays» (περιέχεται στη συλλογή «Années de pèlerinage» με σουίτες για πιάνο) του Φραντς Λιστ. Ετσι εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (2013) που μετέφρασε η Μαρία Αργυράκη από την ιαπωνική γλώσσα, μια ιστορία για τη δύσκολη πορεία του ανθρώπου προς την ωριμότητα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την κυριολεκτική ενηλικίωση ενός ατόμου.
Βέβαια, «όταν γράφω μυθιστορήματα παίρνω βοήθεια από διάφορες πλευρές. Από τη μουσική, από τις γάτες, από τα πηγάδια, το ψυγείο, τη Νέα Σελήνη. Γιατί δεν μπορώ να τα γράψω βασισμένος μόνο στις δικές μου δυνάμεις» εξήγησε ο Χαρούκι Μουρακάμι. Το νέο του λογοτεχνικό εγχείρημα είναι διαφορετικό από το προηγούμενο, σαφώς πιο συμπυκνωμένο, αλλά ο ίδιος δεν έχει την αίσθηση ότι συντελείται κάποια «στροφή» στο έργο του. «Ως τώρα γράφω όπως νιώθω τη δεδομένη στιγμή, μυθιστορήματα διαφορετικού μεγέθους και είδους».
«Υπάρχουν μέσα μου διάφορες ιστορίες που θέλουν να γραφούν και το μόνο που κάνω είναι να τις βγάζω στην επιφάνεια και να τους δίνω τη γραπτή μορφή τους. Ποτέ μου δεν έχω σκεφτεί να αφηγηθώ ιστορίες κάποιου συγκεκριμένου είδους. Τα πάντα ακολουθούν μια φυσική διαδικασία. Απλώς βάζω στο χαρτί αυτούσιο αυτό που βγαίνει από μέσα μου. Την επόμενη φορά, πιστεύω, θα γράψω κάτι που θα έχει εντελώς διαφορετική μορφή. Είναι πολύ πιθανόν» ανέφερε ο ιάπωνας συγγραφέας που απ’ ό,τι φαίνεται δεν πονοκεφαλιάζει με τις κατηγοριοποιήσεις του έργου του.
Τον ρωτήσαμε πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τις έννοιες του «μεταμοντερνισμού» αλλά και του «μαγικού ρεαλισμού» που επιστρατεύονται συχνά προκειμένου να καταταχθούν και να ερμηνευτούν τα βιβλία του στα οποία κυριαρχούν οι παράλληλες πραγματικότητες, τα πολλά επίπεδα της μνήμης και της φαντασίας αλλά και τα δαιδαλώδη ανθρώπινα όνειρα. «Για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας, δεν αντιλαμβάνομαι τις έννοιες «μαγικός ρεαλισμός» και «μεταμοντερνισμός». Εγώ απλώς γράφω τις ιστορίες που υπάρχουν βαθιά μέσα μου. Αν θέλετε να τους βάλουμε οπωσδήποτε έναν -ισμό, τότε νομίζω μόνο το «Μουρακαμισμός» ταιριάζει αφού πρόκειται για κάτι εξ ολοκλήρου δικό μου. Εγώ προσωπικά πάντως ονομάζω το στυλ των μυθιστορημάτων μου sushi-noir» υπογράμμισε με μια περιπαικτική διάθεση ο Χαρούκι Μουρακάμι.
Κρατήστε το αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού σας. Ο ήρωάς του, ο Τσουκούρου Ταζάκι –του οποίου το αμφίσημο όνομα, το ιδεόγραμμα στα ιαπωνικά δηλαδή, επελέγη από τον πατέρα του να σημαίνει «φτιάχνω, κατασκευάζω» και ο οποίος λατρεύει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς –ήταν «μέτριος σε όλα, ή μάλλον λίγο άχρωμος». Αντιθέτως οι φίλοι του –δύο αγόρια, ο Ακα και ο Αο, και δύο κορίτσια, η Σίρο και η Κούρο –προερχόμενοι από οικογένειες της ανώτερης μεσοαστικής τάξης της Ναγκόγια, είχαν τυχαία ένα μικρό κοινό σημείο μεταξύ τους: ένα ιδεόγραμμα που υποδήλωνε κάποιο χρώμα: κόκκινο, γαλάζιο, άσπρο και μαύρο αντιστοίχως.
Η παρέα ήταν ενωμένη και αγαπημένη. Στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, στο δεύτερο έτος του ήρωα στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, η ζωή του Τσουκούρου Ταζάκι αλλάζει άρδην. Η παρέα αποφασίζει τον «διωγμό» του, χωρίς καλά-καλά να του εξηγήσει την αιτία, και ο ίδιος μέσα σε έξι μήνες φθάνει κυριολεκτικά στα πρόθυρα του θανάτου! Το εξωφρενικό είναι ότι ούτε ο ίδιος ενδιαφέρθηκε να μάθει ποτέ την αιτία –ώσπου σε ηλικία 36 ετών τον παρακολουθούμε αποφασισμένο, σπρωγμένο από τη μεγαλύτερή του Σάρα με την οποία διατηρεί σχέση, να διαλευκάνει το μυστήριο για να προχωρήσει στη ζωή του.
Ο Χαρούκι Μουρακάμι στήνει μια καφκικής έμπνευσης ιστορία, κάτι που δεν το κάνει, βέβαια, για πρώτη φορά. Ο συγγραφέας φαίνεται να παίρνει την πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και από «εξωτερική» που είναι στις συμβατικές περιπτώσεις, να τη μετατρέπει σε «εσωτερική» ας πούμε, μοιάζει δηλαδή ο «δολοφόνος» εν προκειμένω, να μην είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό του ήρωα!
«Ο Τσουκούρου Ταζάκι δεν ήθελε να μάθει τον λόγο της «απόρριψής» του ίσως επειδή φοβόταν να τον αντιμετωπίσει. Η Σάρα όμως τον προέτρεψε να το κάνει. Οπως καταλαβαίνετε, αυτό για τον Τσουκούρου ήταν μια μύηση στην ωριμότητα. Επιπλέον, για να βρει τον λόγο της απόρριψής του έπρεπε να περάσει μέσα από τον περίπλοκο και σκοτεινό λαβύρινθο της ψυχής του. Η επίσκεψή του στη Φινλανδία για να συναντήσει την Κούρο, αποτελεί ένα είδος «λίμπο» (σ.σ.: μεταιχμιακή κατοικία των αβάφτιστων ψυχών στον κάτω κόσμο σύμφωνα με τη μεσαιωνική αντίληψη της Καθολικής Εκκλησίας) χωρίς βέβαια να προσάπτω τέτοιο χαρακτηρισμό στην πραγματική Φινλανδία» αστειεύτηκε ο συγγραφέας. «Ο Τσουκούρου αυτονομείται ως άτομο μόνο αφού επιστρέψει από αυτό το ταξίδι. Οσον αφορά τις ιστορίες μυστηρίου, δεν χρησιμοποιώ συνειδητά τη μέθοδό τους, τώρα όμως που μου το επισημαίνετε το θεωρώ πολύ πιθανό! Ισως να οφείλεται στο γεγονός ότι έχω διαβάσει με μεγάλο ενδιαφέρον αρκετές ιστορίες μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας» απάντησε ο Χαρούκι Μουρακάμι.
Ο Χάιντα, ένας μικρότερος συμφοιτητής του Τσουκούρου Ταζάκι που επίσης εξαφανίζεται απροειδοποίητα στο μυθιστόρημα, του λέει κάποια στιγμή ότι τον «συλλογισμό τον προξενεί ο πόνος, όχι η ηλικία». Φαίνεται, είπαμε στον συγγραφέα, ότι αυτό που αποκαλούμε γνώση ή και σοφία εν πάση περιπτώσει, δεν σχετίζεται με την ευτυχία σε αυτή την ιστορία. Αραγε ισχύει εν γένει αυτό; Τον απασχολεί καθόλου; «Στα μυθιστορήματά μου στην ουσία δεν με αφορά η ανθρώπινη ευτυχία ή δυστυχία. Το πραγματικό νόημα της ζωής βρίσκεται στις επιλογές, πιστεύω. Οπότε δίνω μεγάλη έμφαση στη φύση της επιλογής. Οχι στο αποτέλεσμα. Οι επιλογές μας τις περισσότερες φορές γίνονται μέσα σε μια ανεμοθύελλα συγκυριών, στο σκοτάδι του παραλόγου. Παρ’ όλα αυτά –φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε πάνω σε αυτό –καλούμαστε υποχρεωτικά να αναλάβουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και εγώ δεν ενδιαφέρομαι να μάθω το αποτέλεσμα αλλά μάλλον το είδος της επιλογής. Πολλές φορές οι επιλογές μας δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές προθέσεις μας εξαιτίας κάποιας εξάρτησης ή κάποιων συναισθημάτων μας» είπε ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο πλέον «δυτικός» ιάπωνας συγγραφέας σήμερα (και δεινός μεταφραστής των μεγάλων της αγγλόφωνης λογοτεχνίας), κάτι που στην πατρίδα του είναι λόγος κριτικής, είναι λόγος να θεωρείται ο ίδιος «παρίας» ή και «απόκληρος» ακόμη-ακόμη. «Δεν τα πήγαινα καλά με το καλλιτεχνικό σύστημα στην Ιαπωνία και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω από τη χώρα για να δουλέψω, κάτι που νομίζω πως μου βγήκε σε καλό. Εχω την εντύπωση πως δεν τα πάω καθόλου καλά με τα συστήματα γιατί είμαι άτομο που σκέφτεται με τον δικό του τρόπο. Οταν οι κανόνες του συστήματος έρθουν σε αντιπαράθεση με τους προσωπικούς μου κανόνες, θα προτιμήσω φυσικά τους δικούς μου» σχολίασε ο ίδιος. Ο Χαρούκι Μουρακάμι δεν είναι αυτό που λέμε ένας «πολιτικός συγγραφέας» με τη στενή σημασία του όρου. Συμφωνεί και αυτός με μια τέτοια προσέγγιση. «Νομίζω πως είμαι ένα πολιτικά υγιές άτομο. Αποφεύγω όμως όσο μπορώ να κάνω πολιτικές δηλώσεις. Γιατί από τη στιγμή που θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου θα έχω την ευθύνη να υποστηρίξω μέχρι τέλους τους ισχυρισμούς μου. Δεν θα μπορέσω να ξεμπερδέψω εύκολα λέγοντας «δεν βαριέσαι, λόγια του αέρα…». Μάλλον αδυνατώ να αναλάβω τέτοια ευθύνη. Εξάλλου, πιστεύω πως ένας συγγραφέας πρέπει να αρθρώνει τον πολιτικό του λόγο εξ ολοκλήρου μέσα από το έργο του. Το ιδανικό θα ήταν να το επιτύχει όχι επιλέγοντας κάποιο συγκεκριμένο θέμα, αλλά με τον τρόπο που θα γράψει οποιοδήποτε κείμενό του» συμπλήρωσε.
Μοιράστηκε, τέλος, μαζί μας κομμάτια της «ελληνικής εμπειρίας» του. «Αρκετά από τα πρώτα κεφάλαια του «Νορβηγικού Δάσους» τα έγραψα στην Ελλάδα. Νομίζω το 1987 ήταν, όταν άρχισα να το γράφω, χειμωνιάτικα, στη Μύκονο. Τέλος σεζόν, ούτε ένας τουρίστας στην περιοχή! Είχα νοικιάσει για μερικούς μήνες ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου και από το παράθυρο έβλεπα λιβάδια με πρόβατα που έβοσκαν. Οταν κουραζόμουν να κάθομαι στο γραφείο και να δουλεύω κατέβαινα σε κάποιο μπαράκι στην πόλη για ένα ποτήρι κρασί. «Mykonos Bar» το έλεγαν, νομίζω. Σύχναζα σε αρκετά μπαράκια εκεί, τα θυμάμαι ακόμη. Πριν από τη Μύκονο είχα μείνει και στις Σπέτσες για έναν μήνα. Είχα δουλέψει και εκεί αρκετά. Στην Αθήνα έτρεξα μια φορά στον Μαραθώνιο, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το χάρηκα πραγματικά. Και πριν από αυτό, το 1983 μάλλον, έτρεξα μόνος μου την αντίστροφη διαδρομή, από το Καλλιμάρμαρο στον Μαραθώνα. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, με αφόρητη ζέστη. Μετά όμως απόλαυσα την μπίρα μου στο χωριό του Μαραθώνα». Εχει γράψει αναλυτικά για αυτό στο βιβλίο του «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο» (Ωκεανίδα, 2011) όπου παραλληλίζει την κοπιώδη άθληση με τη συγγραφή.
* Ευχαριστούμε θερμά τη μεταφράστρια του συγγραφέα, την κυρία Μαρία Αργυράκη, για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ