ΠΑΤΡΙΚ ΚΟΚΜΠΕΡΝ
Η επιστροφή των τζιχαντιστών

Μεταίχμιο, 2014,
σελ. 192, τιμή 11 ευρώ

Στις 9 Ιουνίου 2014 η Μοσούλη, η δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του Ιράκ, έπεφτε στα χέρια μιας μάλλον άγνωστης ως τότε ομάδας τζιχαντιστών. Ακολούθησαν τρεις μήνες ραγδαίας προέλασης σε εδάφη του Ιράκ και της Συρίας, βιντεοσκοπημένες σκηνές εκτελέσεων και αποκεφαλισμοί δυτικών ομήρων μπροστά στην κάμερα που κατέστησαν το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε διαβόητο στη δυτική κοινή γνώμη. Τις εκατό αυτές ημέρες, όπως και την προϊστορία τους, καταγράφει και εξηγεί ο γνωστός βρετανός ανταποκριτής του «Independent» Πάτρικ Κόκμπερν στο βιβλίο Η επιστροφή των τζιχαντιστών. Κείμενο γραμμένο εν θερμώ, διατηρεί τον χαρακτήρα και την αμεσότητα του δημοσιογραφικού λόγου, καθώς είναι βασισμένο σε κείμενα που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα του και στο περιοδικό «London Review of Books», όπου ο συγγραφέας προσθέτει ήδη νέα «κεφάλαια»: στο τεύχος της 6ης Νοεμβρίου, για παράδειγμα, δημοσιεύεται άρθρο του για τη μάχη στο Κομπανί.

Η βασικότερη αρετή του βιβλίου του Κόκμπερν είναι ότι αποσαφηνίζει τις θεμελιώδεις σταθερές για την ερμηνεία της ραγδαίας ανόδου του Ισλαμικού Κράτους. Με αφετηρία το θρησκευτικό υπόβαθρο του μουσουλμανικού κόσμου, η σημαντικότερη από αυτές είναι η διαίρεση μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Το χάσμα στο εσωτερικό του Ισλάμ έχει τέτοιες διαστάσεις ώστε στη σημερινή εκρηκτική ατμόσφαιρα σουνίτες ιμάμηδες των εμπόλεμων περιοχών να εξισώνουν τους σιίτες με τους χριστιανούς ή να καλούν προς εξόντωσή τους. Για τον Κόκμπερν, καταλύτης για την τρέχουσα αποσταθεροποίηση υπήρξε η τροπή της εξέγερσης στη Συρία από αντικαθεστωτική σε σεκταριστική. Η διαιώνιση ενός σουνιτικού πλέον ανταρτοπόλεμου σήμανε τη διάχυση του κλίματος αστάθειας στο γειτονικό τριχοτομημένο Ιράκ όπου η σιιτική κυριαρχία μετά το 2005 δεν είχε γίνει ποτέ πλήρως αποδεκτή από τους σουνίτες.
Η δεύτερη προϋπόθεση της εγκαθίδρυσης του Ισλαμικού Κράτους υπήρξε το ντόμινο των εξελίξεων που προκάλεσε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ: «Το τοξικό αλλά ισχυρότατο μείγμα του κινήματος, ακραίες θρησκευτικές δοξασίες και εξαιρετικές στρατιωτικές δεξιότητες, είναι το αποτέλεσμα του πολέμου στο Ιράκ μετά την εισβολή των ΗΠΑ το 2003 και του πολέμου στη Συρία το 2011». Οι «ακραίες θρησκευτικές δοξασίες» κερδίζουν έδαφος εδώ και τρεις δεκαετίες στον αραβικό κόσμο στον απόηχο της εξάπλωσης του ισλαμισμού, ενώ όσον αφορά τις «στρατιωτικές δεξιότητες» ο Κόκμπερν εντοπίζει μεταξύ των τζιχαντιστών πρώην αξιωματικούς του ιρακινού στρατού επί Σαντάμ Χουσεΐν οι οποίοι είχαν αναμειχθεί στο αντάρτικο κατά των ΗΠΑ την περίοδο 2004-2008.
Τέλος, η τρίτη κρίσιμη παράμετρος αφορά τη μετάλλαξη της Αραβικής Ανοιξης. Προβλήθηκε στη Δύση ως μεσανατολική παραλλαγή της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989, ως κύμα διεκδίκησης πολιτικών ελευθεριών, στην πορεία όμως διολίσθησε προς εξτρεμιστικές ισλαμιστικές πρακτικές: «Με τις εξεγέρσεις του 2011 έγινε μαζική συνεισφορά χρημάτων από τους βασιλιάδες και τους εμίρηδες του Κόλπου προς τους τζιχαντιστές και τη σουνιτική φατριαστική και στρατιωτικοποιημένη πτέρυγα των επαναστατικών κινημάτων».
Στο παραπάνω πλαίσιο θα πρέπει να προστεθούν μια σειρά από επιπλέον διαπιστώσεις. Υποθάλποντας επί μακρόν ακραίους οπαδούς του τζιχάντ προκειμένου είτε να περιορίσουν τον κίνδυνο για τη δική τους εξουσία είτε να κατοχυρώσουν διάχυτα στους κόλπους τους «πιστεύω», οι ελίτ της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν έπαιξαν και εξακολουθούν να παίζουν ένα διπλό παιχνίδι συμμαχίας με τις ΗΠΑ από τη μία πλευρά και χρηματοδότησης του ιερού πολέμου από την άλλη. Η συμπαράταξη με την αμερικανική κυβέρνηση τους εξασφαλίζει ένα ιδιότυπο απυρόβλητο, το ίδιο ακριβώς που απολαμβάνει και η Τουρκία, παρά το ότι, κατά τον συγγραφέα, ευθύνεται μαζί με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ για τη μετατόπιση της έμφασης της εξέγερσης στη Συρία «από την κοσμική δημοκρατική αλλαγή ως ιδεολογία […] προς μια σουνιτική προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας, με τη χρήση σαλαφιστικών, τζιχαντιστικών ταξιαρχιών ως μετωπική δύναμη πυρός της εξέγερσης». Η ραγδαία κατίσχυση του Ισλαμικού Κράτους το καλοκαίρι του 2014 έδειξε το πολιτικό και στρατιωτικό κενό στις βόρειες επαρχίες της Συρίας και στις βόρειες και δυτικές του Ιράκ, από τη Μοσούλη ως τη Ράκα. Απέδειξε, παράλληλα, σύμφωνα με τον Κόκμπερν, ότι η μετεξέλιξη της «Αλ Κάιντα του Ιράκ» διακρίνεται από πολύ υψηλότερο βαθμό οργάνωσης από την αποκεντρωμένη, πρωτεϊκή Αλ Κάιντα. Απαισιόδοξος για το μέλλον, ο Κόκμπερν επισημαίνει ότι η κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας και η ενίσχυση των πάσης φύσεως κεντρόφυγων δυνάμεων (τζιχαντιστές, Κούρδοι, αυτονομιστές) είναι τέτοιες ώστε «είναι πολύ δύσκολο να δημιουργηθούν ξανά ενοποιημένα κράτη». Οι ακρότητες και οι αποκεφαλισμοί με τους οποίους οι εντεταλμένοι του Ισλαμικού Κράτους εδραιώνουν τη θέση τους στους υπό κατοχή πληθυσμούς οριακά μόνο διαφέρουν από τη θεσμοθετημένη βία των κυβερνήσεων Ιράκ και Συρίας κατά των μειονοτήτων τους.
Χωρίς πρόθυμους συμμάχους στην ουσία, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο. Ενώπιον «μιας ιδιαίτερα κινητικής αντάρτικής δύναμης που δεν διαθέτει οργανωτική δομή διαχωρισμένη σε κεντρική διοίκηση, στρατόπεδα και αποθήκες με εφόδια που μπορούν να καταστραφούν με πυραύλους και βόμβες», η μόνη πρακτική λύση για τον Κόκμπερν είναι η εδαφική κατάτμηση. Ο «γεωγραφικός διαμοιρασμός της εξουσίας» θα αφαιρέσει τον φόβο της ανακατάληψης από τις δυνάμεις του Ασαντ που τρέφει την προέλαση του Ισλαμικού Κράτους στις σουνιτικές επαρχίες της Συρίας. Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα ωστόσο είναι ποια τύχη μπορεί να έχει μια αλυσίδα νεοπαγών κρατιδίων στη νέα πυριτιδαποθήκη του κόσμου.

Ο Πάτρικ Κόκμπερν θα βρεθεί στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου (βιβλιοπωλείο Ιανός, Σταδίου 24, ώρα 20.30) προκειμένου να παρουσιάσει το βιβλίο του σε μια συνομιλία με τον Παύλο Τσίμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ