JUAN GABRIEL VASQUEZ

O ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν
Μετάφραση – σημειώσεις Αχιλλέας Κυριακίδης.
Εκδόσεις Ικαρος, 2014,
σελ. 294, τιμή 15 ευρώ

* Τα μυθιστορήματα «Οι πληροφοριοδότες» (2004) και «Μυστική ιστορία της Κοσταγουάνας» (2007) ετοιμάζονται από τις εκδόσεις Ικαρος

Κρατήθηκε 16 χρόνια μακριά από την Κολομβία, σπούδασε στο Παρίσι και έμεινε στη Βαρκελώνη. Τώρα πλέον «ζω στην Μπογκοτά» είπε στο «Βήμα της Κυριακής» οΧουάν Γκαμπριέλ Βάσκες. Η πρωτεύουσα παραμένει «χαοτική και την κυβερνούν πολιτικοί που είναι είτε διεφθαρμένοι είτε αυταρχικοί είτε δημαγωγοί· μερικές φορές είναι και τα τρία μαζί». Οποιος διαβάσει το βραβευμένο με Alfaguara (2011) μυθιστόρημά του «Ο ήχος των πραγµάτων όταν πέφτουν» θέλει να τον ρωτήσει, ανακλαστικά σχεδόν, αν σήμερα νιώθει ασφαλής εκεί. «Η Μπογκοτά παραμένει μια επικίνδυνη πόλη στην οποία οι πολίτες δεν είναι ελεύθεροι στην πραγματικότητα, ασχέτως αν οι ίδιοι πιστεύουν ότι είναι· σίγουρα όμως δεν μοιάζει με την πόλη που άφησα πίσω μου το 1996» απάντησε ο 41χρονος συγγραφέας, αναφερόμενος σε μια περίοδο εκτεταμένης βίας στη χώρα του, όταν κυριαρχούσε ο ακήρυχτος πόλεμος μεταξύ των Αρχών και του διαβόητου «βασιλιά της κοκαΐνης»Πάμπλο Εσκομπάρ. Ο πολύγλωσσος Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες είναι «μια από τις πιο πρωτότυπες νέες φωνές της Λατινικής Αμερικής» σύμφωνα με τον νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα. Την αφήγησή του, εν προκειμένω, πυροδοτεί μια δολοφονία στη μέση του δρόμου όπου πέφτει νεκρός ο Ρικάρδο Λαβέρδε, ένας «πρώην πιλότος» με βεβαρημένο παρελθόν, και σακατεύεται ο Αντόνιο Γιαμάρα, ο νεαρός καθηγητής της Νομικής με την «ιδιότροπη μνήμη», ο αφηγητής του μυθιστορήματός του.

Νομίζω, κ. Βάσκες, ότι περιγράφετε τον απόλυτο εφιάλτη: μια βία που εισχωρεί παντού και διαβρώνει τα πάντα, μια βία από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Το κάνετε, ωστόσο, με έναν τρόπο έμμεσο…
«Η μυθοπλασία μπορεί να κάνει τα πάντα. Οι άλλες αφηγηματικές μορφές εξαντλήθηκαν κατά τα προηγούμενα χρόνια περιγράφοντας τη δημόσια, την ορατή πλευρά της βίας στην Κολομβία. Η δημοσιογραφία –τόσο οι εφημερίδες όσο και η τηλεόραση –μας έχει μεταφέρει αμέτρητες εικόνες κατεστραμμένων κτιρίων ή διαλυμένων αεροπλάνων, βομβαρδισμένων εμπορικών καταστημάτων ή δολοφονημένων αστυνομικών. Εχουμε πλέον στα χέρια μας ένα ολόκληρο στατιστικό αρχείο για τη βία εκείνων των χρόνων. Μπορείτε επίσης, αν θέλετε, να παρακολουθήσετε στο YouTube τη στιγμή, το 1989, που πυροβολούν τον Λουίς Κάρλος Γκαλάν (σ.σ.: φιλελεύθερος πολιτικός, υποψήφιος για την προεδρία της χώρας, «η δολοφονία του κατείχε και εξακολουθεί να κατέχει ξεχωριστή θέση στο φαντασιακό μας» λέει ο αφηγητής). Ως μυθιστοριογράφος πάντοτε σκέφτομαι: πού μπορώ να πάω ώστε να διακρίνω αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που δεν είναι ορατό; Πού μπορώ να πάω ώστε να ψηλαφίσω τα σημάδια που άφησαν αυτά τα γεγονότα στα συναισθήματά μας, στην ηθική μας, σε αυτό που, ελλείψει καλύτερης λέξης, όλοι αποκαλούμε ψυχή; Μόνο ένα μυθιστόρημα μπορεί να αποτυπώσει τον υπαρξιακό αντίκτυπο που έχουν τα ιστορικά γεγονότα πάνω στις ζωές των ανθρώπων. Με ποιον τρόπο άλλαξαν, εν τέλει, ο φόβος και η βία τους Κολομβιανούς της γενιάς μου; Μόνο ένα μυθιστόρημα μπορεί να αναζητήσει μια αληθινή απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Αυτό θέλησα να κάνω».
Τον Ρικάρδο Λαβέρδε τον σκοτώνει, στην ουσία, το παρελθόν του. Στο μυθιστόρημά σας το παρελθόν εμμένει, περικυκλώνει ασφυκτικά το παρόν. Είναι ακριβώς ό,τι κάνει η Ιστορία στην Κολομβία;
«Αυτός είναι ένας από τους βασικούς προβληματισμούς που θέτει το βιβλίο. Η σχέση μας με το παρελθόν, το ιδιωτικό και το δημόσιο, είναι για μένα εξαιρετικά σημαντική. Εχω πραγματική εμμονή με τα μυστικά και τις σκιές που παραμονεύουν στο παρελθόν. Γράφω έχοντας απέναντί μου μια μικρή χάρτινη κάρτα με μια πρόταση του Φόκνερ: «Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν είναι καν παρελθόν». Με ενδιαφέρει πολύ ο τρόπος με τον οποίο το παρελθόν παραμένει μαζί μας, στο παρόν. Τα μυθιστορήματά μου διερευνούν την αναξιοπιστία του παρελθόντος, δεδομένης της δυναμικής του να μετασχηματίζεται. Νομίζω ότι γράφω για το παρελθόν της Κολομβίας συγκεκριμένα επειδή είναι γεμάτο από σκοτεινές γωνιές, που κρύβουν πολλές εκπλήξεις. Το 1999 ανακάλυψα ότι σε μια μικρή πόλη, την οποία κατά τα άλλα γνώριζα καλά, είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1940 ένα είδος στρατοπέδου συγκέντρωσης για τους συμπαθούντες τους ναζί (σ.σ.: ασχολήθηκε με αυτό στο μυθιστόρημά του «Οι πληροφοριοδότες» του 2004). Ποιος θα μπορούσε να μείνει απαθής μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη; Εγραψα, λοιπόν, για τον τόπο που πίστευα ότι καταλάβαινα όταν ακριβώς μου αποκαλύφθηκε ότι στην πραγματικότητα δεν τον κατάλαβα ποτέ».

Ο «μαγικός ρεαλισμός» του «Γκάμπο»

Υπό ποία έννοια το έργο σας είναι μια «αντίδραση», όπως έχετε πει, στο έργο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες;

«Υπό την έννοια ότι κάθε σοβαρό μυθιστόρημα (πρέπει να) είναι μια έμμεση απάντηση σε ένα αντίστοιχο που έχει προηγηθεί, ένας έντονος, αν θέλετε, διάλογος με την παράδοση. Τα μυθιστορήματα του Μάρκες αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της αναγνωστικής μου ζωής και θεωρώ ότι ορισμένα από αυτά ανήκουν στα αριστουργήματα του 20ού αιώνα. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω, όποτε γίνεται λόγος για αυτή την ιδέα της «αντίδρασης», είναι ότι ο Μάρκες υπήρξε ένας συγγραφέας μιας ορισμένης ιδιοσυγκρασίας και μιας ορισμένης εμπειρίας. Προκειμένου λοιπόν να αφηγηθεί χρειάστηκε να επινοήσει μια νέα μέθοδο, μια νέα γλώσσα, μια νέα λογοτεχνική φόρμα. Υπενθυμίζω κάτι μάλλον προφανές, που όμως ξεχνιέται συχνά: από τη στιγμή που η ιδιοσυγκρασία και η εμπειρία μου είναι διαφορετικές από εκείνες του Μάρκες, έπρεπε κι εγώ να βρω μια άλλη μέθοδο και μια άλλη γλώσσα ώστε να δώσω λογοτεχνικό σχήμα στα δικά μου ενδιαφέροντα, τις διερωτήσεις και τις εμμονές μου. Οπως εκείνος βρήκε τις απαντήσεις στον Κάφκα –χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε ο «μαγικός ρεαλισμός» -, τον Φόκνερ και τον Χέμινγκγουεϊ, έξω δηλαδή από τη λογοτεχνική παράδοση της Κολομβίας, έτσι κι εγώ βρήκα τις δικές μου στον Τζόις, στον Κόνραντ (σ.σ.: εξέδωσε μια σύντομη βιογραφία του Τζόζεφ Κόνραντ το 2004 και το μυθιστόρημα «Μυστική ιστορία της Κοσταγουάνας» το 2007, εμπνευσμένο από το «Νοστρόμο»), στον Μπόρχες, και όχι στον Μάρκες».
Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε τον «μαγικό ρεαλισμό»;
«Ο «μαγικός ρεαλισμός» είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες έννοιες στη λογοτεχνία. Οι φθηνές απομιμήσεις του τείνουν να του αφαιρέσουν όλη την πρωτοτυπία του, και πράγματι πενήντα χρόνια πριν ήταν ένας νέος θαυμαστός τρόπος με τον οποίο μπορούσε κανείς να δει τον κόσμο. Ο «μαγικός ρεαλισμός» μάς έδωσε πρόσβαση σε ένα κομμάτι της πραγματικότητας και της ανθρώπινης εμπειρίας που πριν ήταν κρυμμένο, άφατο. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είναι απλώς η αφήγηση υπερφυσικών γεγονότων σαν αυτά να ήταν απολύτως φυσικά. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με τη γλώσσα που επινόησε ο Μάρκες. Αυτό που επινόησε εκείνος ήταν ένας κόσμος στον οποίο η πραγματικότητα διαστέλλεται, διευρύνεται ταυτοχρόνως προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια, πράγματι, αφηγείται το εξωπραγματικό σαν να ήταν φυσικό (ένα Τσιγγάνος μεταμορφώνεται σε μια κηλίδα πίσσας), αλλά από την άλλη, και αυτό είναι το οξυδερκές, αφηγείται το φυσικό ως κάτι το εξωπραγματικό. Θυμάστε εκείνη την αίσθηση της αποκάλυψης, του μαγικού θάμβους του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία (σ.σ. στο μυθιστόρημα «Εκατό χρόνια μοναξιά») όταν βλέπει για πρώτη φορά στη ζωή του πάγο; Θέλεις να κλάψεις!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ