ΜΕΛΙΤΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ιστορία της Τέχνης από
το 1945 σε πέντε ενότητες

Αθήνα, Εκδόσεις Καπόν, 2013,
σελ. 224, τιμή 45 ευρώ

Στο βιβλίο με το χαρακτηριστικό μπλε του Klein στο εξώφυλλο που αποκαλείται Ιστορία και φιλοδοξεί να περιγράψει την τέχνη των 60 μεταπολεμικών χρόνων, η Μελίτα Εμμανουήλ έχει αναλάβει μια δύσκολη δουλειά. Γιατί είναι πράγματι δύσκολη δουλειά να γράφεις ιστορία όταν η τέχνη βράζει ακόμα, δηλαδή ένα μεγάλο μέρος των δημιουργών είναι εδώ, σε αυτόν τον κόσμο. Και είναι ακόμα πιο δύσκολη δουλειά, στην κατεύθυνση που ορίζει η συγγραφέας, δηλαδή μιας τέχνης που συχνά απαιτεί «καθαρά λογικές ή εγκεφαλικές διεργασίες» από τον θεατή για να γίνει αντιληπτή, διατηρώντας το προνόμιο να είναι αινιγματική, επιθετική και ακατανόητη. Είναι δύσκολο και ασταθές λοιπόν το έδαφος του ιστορικού.

Πώς γράφεις αλήθεια ένα εγχειρίδιο για τη σύγχρονη τέχνη, έναν «οδηγό» που απευθύνεται πρώτα από όλα στις νεότερες γενιές και έχει διδακτικό σκοπό, χωρίς να αποποιείται το ευρύ κοινό που προσφεύγει ακόμα στα καλά εικονογραφημένα βιβλία για ενημέρωση; Πώς μπαίνουν στο βιβλίο τα δρώμενα και άλλες εκδηλώσεις τέχνης που ξεπερνούν την όραση και στηρίζονται στην ακοή, στην όσφρηση και στην αφή; Δεν έχω βέβαια εύκολη απάντηση. Θα ήθελα απλώς να έχω περάσει και εγώ ανάμεσα στη Μαρίνα Αμπράμοβιτς και στον Ουλάι το 1977 στην Μπολόνια. Από εκεί και πέρα αφήνομαι στη φαντασία μου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες που αρχίζουν με την αφαίρεση και ολοκληρώνονται με την επιστροφή στην αφήγηση, έχοντας περάσει από τον εξπρεσιονισμό και τον ρεαλισμό των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, τις πρωτοπορίες του 1955-1970 και την προσφυγή της τέχνης στην τεχνολογία και στην επιστήμη. Οι γενικές θεωρητικές τοποθετήσεις είναι πολύ περιορισμένες και ο χώρος δίνεται άμεσα στην ίδια την τέχνη, που παρουσιάζεται ως διαδοχή μονογραφικών φακέλων με το όνομα των καλλιτεχνών ή των ομάδων που αυτοί δημιούργησαν.
Η επιλογή των καλλιτεχνών αυτών και η διάκρισή τους σε πέντε ενότητες έχει γίνει προφανώς με κριτήρια που ανταποκρίνονται ταυτόχρονα στη γενική θεώρηση περί μεταπολεμικής τέχνης και στις προσωπικές επιλογές της Μελίτας Εμμανουήλ, που δεν διστάζει να αποκλίνει, αφού πλάι στον Γιάννη Σπυρόπουλο μπορεί να στέκουν ως αφηρημένη τέχνη ή λυρική αφαίρεση ο Μόραλης και ο Τέτσης. Το σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση ανάμεσα σε έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, έστω και αν οι ξένοι υπερτερούν και οι Ελληνες συνήθως έρχονται στο τέλος. Αλλωστε, ο Κανιάρης και ο Κεσσανλής υπήρξαν μέρος της διεθνούς καλλιτεχνικής πρωτοπορίας αλλά και της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο κριτικά, με το έργο τους, αλλά και ενεργητικά με τη διδασκαλία τους στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. Με έναν ιδιαίτερο τρόπο λοιπόν, οι νεότερες γενιές των μαθητών κοινωνούσαν στα διεθνή μαθήματα των δασκάλων.
Η σύγχρονη τέχνη δεν είναι μόνο αφαιρετική, εγκεφαλική και άμορφη αλλά είναι εξίσου παραστατική και κλασική με την πιο διαχρονική εκδοχή του όρου, όταν συναντά εμπειρίες αιώνων με τη θέληση για έκφραση συναισθημάτων και ιδεών, πολιτικών και προσωπικών. Είναι χαρακτηριστικό πως ο κοινωνικός ρεαλισμός, όπως εκφράστηκε στη Δυτική Ευρώπη (γιατί δεν εκτίθεται στο βιβλίο αυτό η «ανατολική» εκδοχή του), έδωσε εξίσου μεγάλη αλλά διαφορετική σημασία στην υπόσταση του ανθρώπου με την ψυχαναλυτική εμβάθυνση στη σωματική και ψυχική διάσταση του υπαρξιακού δράματος, που απασχόλησε τα ίδια χρόνια κορυφαίους καλλιτέχνες της Δύσης, όπως ο Francis Bacon και ο Lucian Freud. Η αναγνώριση της αξίας της μεγάλης τέχνης του παρελθόντος και η βαθιά σχέση με το μπαρόκ και τον 19ο αιώνα είναι μια διαφορετική πρωτοπορία που αναδεικνύεται και στα δικά μας δεδομένα, με άλλον σίγουρα τρόπο, στα έργα του Γιώργου Ρόρρη για παράδειγμα.
Είναι πολύ σημαντικό ότι στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται ισορροπημένα και ουδέτερα πολύ διαφορετικές εκφράσεις της μεταπολεμικής τέχνης, από την απόλυτη αφαίρεση ως την παραστατικότητα. Επιμένω σε αυτό επειδή ένα μέρος των μουσείων της σύγχρονης τέχνης λειτουργεί διεθνώς ως κέντρο ανάδειξης συγκεκριμένων κατευθύνσεων που υλοποιούν, από τη μεριά επιμελητών, τις μαχητικές απόψεις των δημιουργών και στηρίζουν αντίστοιχα τον επιλεκτικό αποκλεισμό.
Η συγκεκριμένη Ιστορία της Τέχνης έχει τον χαρακτήρα οργανωμένου montage ή assemblage, στα οποία αναφέρθηκε άλλωστε και η συγγραφέας μιλώντας για εικαστικές πρωτοπορίες και κατασκευές. Παρά την προειδοποίηση του προλόγου της όμως για τις ανοίκειες καλλιτεχνικές εκφράσεις, που προκαλούν την απορία του θεατή, το βιβλίο επικεντρώνεται στην πιο κλασική και ήδη αποδεκτή έκφραση της σύγχρονης τέχνης, που συναντάμε από χρόνια στα καταξιωμένα μουσεία της Δύσης. Αλλά ακόμα και η βίαιη «τέχνη του σώματος», που έχει δεχτεί παραμόρφωση και πόνο, είναι πια μέρος του κατεστημένου.
Θα ήθελα να έχει δοθεί μεγάλη σημασία στη γενικότερη «έκρηξη» του μεταμοντέρνου και στη νεωτερική «επιστροφή της ιστορίας». Το βιβλίο έχει κατά κάποιον τρόπο εξουδετερώσει μια αντιπαράθεση που ήταν από τις πιο δημιουργικές στον χώρο των ιδεών, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Μου λείπει η έμφαση στη μεταμοντέρνα εποχή του David Hockney, όπως μου λείπει ο Eric Fischl, ο John Nava, ο Lincoln Perry –αλλά έχουμε ήδη αγγίξει τις προσωπικές προτιμήσεις, όχι μόνο του αρχιτέκτονα, που μιλάει με άλλα κριτήρια, αλλά και του υποκειμένου της ιστορίας που προφανώς διαφέρει.
Με τον ίδιο τρόπο εκτιμώ ότι δεν έχει δοθεί αρκετή σημασία στους πολιτικούς και κυρίως οικονομικούς μηχανισμούς της τέχνης, που συμπλέκουν τα κατασκευασμένα διεθνή γεγονότα με επικοινωνιακές πραγματικότητες. Θα χρειαζόταν όμως ένα άλλο βιβλίο. Αμφιβάλλω προσωπικά αν ο Τσαρούχης μπορεί να θεωρηθεί μετα-πρωτοπορία, αφού σε έναν μεγάλο βαθμό η ζωγραφική του είναι μια άρνηση της πρωτοπορίας που τοποθετείται πιο κοντά στα νεοκλασικά παρά στα μοντέρνα σπίτια. Και αντίστοιχα πιστεύω ότι η παραστατικότητα του Σόρογκα, που υπήρξε δάσκαλός μου στην Αρχιτεκτονική Σχολή, είναι βαθύτερα πολιτική παρά αισθητική. Χαίρομαι ωστόσο που στην Ιστορία αυτή συνυπάρχουν πολλοί έλληνες καλλιτέχνες σε ένα διεθνές σκηνικό.
Παρά τον δηλωμένο επίλογο, το βιβλίο της Μελίτας Εμμανουήλ δεν έχει επίλογο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Είμαστε σε μια περίοδο μεγάλης διεθνούς και τοπικής κρίσης, ενός φυσικού, κοινωνικού και οικονομικού πολέμου, που στον περασμένο αιώνα είχε αντίστοιχα οδηγήσει την τέχνη σε μεγάλες τομές, σε αμφισβήτηση και ανατροπές. Πέρα από την εύλογη αμφιβολία, μήπως δεν μπορεί να «δει» κανείς την εκκολαπτόμενη τέχνη της εποχής μας, πλανάται και η αμφιβολία για την τέχνη αυτή, για μια άλλη μορφή τέχνης που να υπερβαίνει σταδιακά το καλλιτεχνικό γεγονός ως πρωτοτυπία του αυτόνομου έργου και να διεκδικεί ένα χώρο πέραν της τέχνης. Δικαίως περιόρισε λοιπόν η συγγραφέας την Ιστορία της στα 60 χρόνια από το 1945, αφήνοντας την τελευταία δεκαετία στους επόμενους.
Προσωπικά, με γοητεύει το «διεθνές μπλε» του εξωφύλλου, με τα σφουγγάρια στον βυθό του «απογειωμένου» Yves Klein, και η λειτουργική απλότητα του συνολικού εγχειρήματος που προσφέρει ένα ουδέτερο εργαλείο στο χέρι εκείνου που αναζητά τους δρόμους της δικής του κατανόησης και της δικής του δημιουργίας. Δικό του έργο, δική του δυναμική και πραγματικό action reading θα πρέπει να είναι το γράψιμο του επιλόγου έξω από το βιβλίο.
Ο κ. Παναγιώτης Τουρνικιώτης είναι καθηγητής Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ