ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΠΙΣ
Κατεχόμενη πόλη

Μετάφραση Μαίρη Σαρατσιώτη.
Εκδόσεις Τόπος, 2014,
σελ. 400, τιμή 16,60 ευρώ

Ακούμε ή διαβάζουμε σε όλους τους τόνους, ακόμη και σήμερα, εποχή που ο Χάμετ και ο Τσάντλερ κυρίως διδάσκονται σε πανεπιστήμια, πως το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν ανήκει στην καθαρή λογοτεχνία, ότι είναι παραφιλολογία, άρα δεν χρειάζεται να ασχολούμαστε μαζί του. Πολλοί επίσης το θεωρούν εύκολο ανάγνωσμα, κατάλληλο για διακοπές, ώστε τα καλοκαίρια παίρνουν αστυνομικά βιβλία στις αποσκευές τους για να τα διαβάσουν στις παραλίες. Ολοι αυτοί «θα πέσουν από τα σύννεφα», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του συρμού, αν ανοίξουν το Κατεχόμενη πόλη και προσπαθήσουν να μπουν στο πνεύμα του συγγραφέα.

Πράγματι, ο Ντέιβιντ Πις (γεννήθηκε το 1967 στο Δυτικό Γιορκσάιρ), ο οποίος εγκατέλειψε τις σπουδές του στο Μάντσεστερ για να μετακομίσει στο Τόκιο, όπου έζησε για μεγάλο διάστημα, προκαλεί αναγνωστικές δυσκολίες σε εκείνους που θα επιχειρήσουν να εισχωρήσουν στο βάθος της σκέψης του. Πριν από μερικά χρόνια, όταν εκδόθηκε στη χώρα μας το 1974, πρώτο μυθιστόρημα μιας τετραλογίας, γράφαμε στο «Βιβλία» (17 Αυγούστου 2008) ότι ο συγγραφέας δημιουργεί έναν ξεχωριστό τρόπο γραφής που «στηρίζεται στην ποιητική διάθεση, στην ειρωνική αντιμετώπιση και στον σαρκασμό». Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν κι εδώ. Η Κατεχόμενη πόλη, δεύτερο μέρος της Τριλογίας του Τόκιο (το πρώτο ήταν το Τόκιο έτος μηδέν), εκτυλίσσεται στην πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και αρχίζει στις 24 Ιανουαρίου 1948, τρίτη χρονιά της αμερικανικής κατοχής στη χώρα. Αυτή την ημέρα ένας άντρας μπαίνει σε μια τράπεζα στο κέντρο της πόλης, συστήνεται ως γιατρός, αναφέρει ότι εκδηλώθηκαν στην περιοχή κρούσματα δυσεντερίας και πείθει τους υπαλλήλους να πάρουν ένα φάρμακο προληπτικά. Εκείνοι πίνουν το υγρό που τους δίνει και σύντομα δώδεκα από αυτούς είναι νεκροί και οι υπόλοιποι πέφτουν αναίσθητοι: το φάρμακο ήταν δηλητήριο. Τότε ο δράστης παίρνει αρκετά χρήματα από την τράπεζα και εξαφανίζεται. Η αστυνομία κινητοποιείται και εντοπίζει έναν βασικό ύποπτο, τον Χιρασάουα Σανταμίτσι, ο οποίος όμως αρνείται την ενοχή του.
Το περιστατικό και το όνομα του υπόπτου που συνελήφθη, δικάστηκε και φυλακίστηκε είναι πραγματικά, πάνω σε αυτή τη δραματική ιστορία ο Πις βάσισε το μυθιστόρημά του. Ωστόσο είναι φανερό ότι η ληστεία στην τράπεζα και οι συνέπειές της αποτελούν απλό πρόσχημα: στην πραγματικότητα το μυθιστόρημα είναι απολύτως πολιτικό. Το κύριο μέλημα του συγγραφέα είναι να δείξει το μεταπολεμικό Τόκιο, την κατεχόμενη πόλη, την καταραμένη πόλη, «πόλη της ληστείας / και πόλη του βιασμού, πόλη του φόνου, / του φόνου και της πανούκλας».
Το Κατεχόμενη πόλη είναι επίσης μια σπουδή αλλά και μια καταγγελία πάνω στα προγράμματα βιολογικού πολέμου που στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εκπονούσαν όλες οι εμπλεκόμενες δυνάμεις: Γερμανοί, Σοβιετικοί, Αμερικανοί, Γιαπωνέζοι. Συνδέεται δε άμεσα με το Τόκιο έτος μηδέν, όταν η πόλη βρισκόταν στο σημείο μηδέν της κοινωνικής αποσύνθεσης, όπου γίνονταν ιατρικά πειράματα και εμβολιασμοί ανθρώπων με το μικρόβιο της σύφιλης. Στο παρόν μυθιστόρημα υπάρχουν πολλοί αφηγητές, σημαντικότεροι από τους οποίους είναι ο ντετέκτιβ, ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση του αποτρόπαιου εγκλήματος που αναστάτωσε την Ιαπωνία, ένας δημοσιογράφος και ο ύποπτος. Το αποτέλεσμα είναι δύσκολη λογοτεχνία, ας το επαναλάβουμε. O Ντέιβιντ Πις εμπνεύστηκε τη δομή του από δύο διηγήματα του μεγάλου ιάπωνα συγγραφέα Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα, το πασίγνωστο «Ρασομόν» και το «Στο δάσος», που έγιναν ταινία από τον Ακίρο Κουροσάβα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ