ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα

Εκδόσεις Πόλις, 2014

σελ. 218, τιμή 12,50 ευρώ

«Η κόλαση είναι η θάλασσα γύρω από ένα νησί. Αυτή είναι η κόλαση». Ενα νησί κάπου στο Αιγαίο. Πάνω του ντόπιοι και ξένοι. Εκμεταλλευτές και βιοποριστές. Αρουραίοι και ξενομπάτες. Αθηναίοι, πρόσφυγες της κρίσης. Ελληνες, εσωτερικοί μετανάστες της ανάγκης. «Δεν έχει σημασία πού είσαι αλλά πώς είσαι. Αν έχεις ανάγκη, αν είσαι στην απ’ έξω, παντού ξένος είσαι». Ο Τάσος ο μανάβης, ο επαναστάτης. Ο Χρόνης ο σακάτης, καθηλωμένος σε αμαξίδιο, με τις θεωρίες του για την καλοσύνη και την αγάπη. Ο ταβερνιάρης ο Λάζαρος, ο πατέρας του Πέτρου που χάθηκε. Η Αρτεμη κι ο Σταύρος, που χαίρονται στ’ αποκαΐδια του ουζερί τους τον χαρταετό τους να πετάει ψηλά. Αυτοί κι η Ιωάννα, ντόπια, με τον πατέρα κατάκοιτο απ’ το εγκεφαλικό.

Τι κι αν η θάλασσα είναι κόλαση, το καλό απ’ τη θάλασσα θα ‘ρθει. Το λένε και το ξαναλένε οι χαρακτήρες της νέας, τρίτης, συλλογής διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου (Το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα, Πόλις, 2014). Το λένε μπας και το πιστέψουν. Ετσι, με έναν τίτλο-υπόσχεση, όπως και στην προηγούμενη βραβευμένη με κρατικό βραβείο λογοτεχνίας συλλογή (Κάτι θα γίνει, θα δεις, Πόλις, 2010), ο Χρήστος Οικονόμου επιστρέφει στην κοινωνία των μη προνομιούχων, των φτωχών και βασανισμένων, των κατεστραμμένων, οι οποίοι, νομοτελειακά, δεν μπορούν να σηκώσουν κεφάλι. Το ξέρουμε, το αισθανόμαστε, το περιμένουμε. Ολα τα σημάδια είναι εκεί, σύμβολα επερχόμενων τραγωδιών: η γεύση του αίματος στο στόμα, οι καμπάνες του επιταφίου που χτυπούν κι ο επιτάφιος που δεν έρχεται, το βλέμμα του θανάτου στα μάτια, μαχαίρια, κουμπούρια, σώματα τσακισμένα απ’ την τύχη, απ’ την αρρώστια, απ’ το ξύλο, γέρικα δάση, μαύρες σπηλιές, κόκκινα σύννεφα γεννημένα από μια απέραντη θάλασσα αίμα.
Γλώσσα που ρολάρει και πολιτικός στοχασμός


Ενας κόσμος ζοφερός, άπελπις, γεμάτος φόβο κι ονειροπόλους που καλά θα έκαναν να μέναν μοιρολάτρες, γιατί τα όνειρα δεν τους βγαίνουν. Πέντε διηγήματα που κυλάνε σαν το νερό, που διαβάζονται μονορούφι γιατί η γλώσσα του Οικονόμου ρολάρει. Πατάει στη γλώσσα των λαϊκών στρωμάτων, στη ζωντανή γλώσσα της καθημερινότητας των απλών ανθρώπων και κινείται ευέλικτη, πλαστική, πνευματώδης, χιουμοριστική, ευρηματική και προπάντων μουσική, ποιητική. Μια πεζογραφική γλώσσα που ενσωματώνει φυσικά ηχομιμητικές λέξεις, αυτοσχέδια νανουρίσματα και παιδικά τραγουδάκια, για να σπάσει κάποτε η ίδια σε στίχους. Ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι κατέχει σταθερά το προσωπικό λογοτεχνικό ιδίωμα που έκανε την προηγούμενη συλλογή του να ξεχωρίσει, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνικά την επανάληψη σε όλες τις μορφές της. Λέξεις, φράσεις, προτάσεις ολόκληρες επαναλαμβάνονται δημιουργώντας μια κίνηση ρυθμική, χτίζοντας γέφυρες από διήγημα σε διήγημα κι από παράγραφο σε παράγραφο και συνδέοντας εσωτερικά τη γραφή του νεοέλληνα συγγραφέα με τους αφηγηματικούς τρόπους της Βίβλου, του Ομήρου, του παραμυθιού, της δημοτικής ποίησης, της γόνιμης λαϊκής λογοτεχνίας.
Στον περιορισμένο τόπο του νησιού η δράση είναι μειωμένη. Οι αφηγητές των ιστοριών του Οικονόμου έχουν εδώ περισσότερο χώρο για στοχασμό. Σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο, σε παραληρηματικούς εσωτερικούς μονολόγους («Θα σας καταπιώ τα όνειρα») ή σε τριτοπρόσωπο λόγο που διατηρεί όλους τους χυμούς της αυθεντικής γλώσσας των χαρακτήρων μιλούν για μεγάλα ζητήματα της ζωής, για τον αρχέγονο φόβο, για το πώς διατηρείς την ανθρωπιά σου, για το αν σημασία έχει να είσαι καλός ή ν’ αγαπάς. Εκφράζονται όμως και για τα τρέχοντα, την κατάσταση στην Ελλάδα, το χρέος και την κρίση, για την Ελλάδα που είμαστε περήφανοι αλλά δεν αγαπάμε, για την εξουσία και τους αντιεξουσιαστές, για την πολιτική και τη διαφθορά. Σύντομα δοκίμια και ενότητες φιλοσοφικού στοχασμού βγαίνουν από το στόμα των χαρακτήρων δίνοντας την αίσθηση αγορεύσεων με κατηχητική πρόθεση. Εκεί είναι που τα διηγήματα χωλαίνουν.
Ο Οικονόμου όμως είναι καλός συγγραφέας. Τόσο καλός, που αντιλαμβάνεται τις αδυναμίες του και προσπαθεί να τις θεραπεύσει με τεχνάσματα: «Μου φάνηκε παράξενο που είπε τέτοια κουβέντα ένας τύπος που δούλευε στα χωράφια» εξομολογείται ο αφηγητής του πρώτου διηγήματος. Κι ο συγγραφέας δίνει εξηγήσεις με το στόμα του μανάβη Τάσου: «Είναι απ’ το κρασί, μου είπε, όταν πίνω λέω μεγάλες κουβέντες».
Οι εξηγήσεις δεν πείθουν. Κι εδώ είναι που ο Οικονόμου ίσως έχει πάρει μια επικίνδυνη πορεία. Με την παγκοσμιοποιημένη κρίση η πίεση της Ιστορίας πάνω στους συγγραφείς είναι μεγάλη. Τους υποχρεώνει όχι μόνο να δείξουν με τη γραφή τους τα γεγονότα, αλλά και να στοχαστούν γι’ αυτά. Ειδικά τους συγγραφείς της γενιάς του 44χρονου Οικονόμου, μιας γενιάς που δεν είχε την ευκαιρία να κάνει το χρέος της προς την Ιστορία, όπως οι γενιές της δικτατορίας, του Εμφυλίου, των πολέμων. Δίνεται σε τούτη τη γενιά, όψιμα, μια ευκαιρία ιστορικής συμμετοχής, αρκεί να μην την εξαντλήσει σε έναν βεβιασμένο, στρατευμένο, νεο-κοινωνιστικό λόγο από την ανησυχία μήπως γίνει η γενιά που η Ιστορία θα προσπεράσει.

Η γοητεία της απροσδιοριστίας

Σε μια σύνθετη δομή, τα τέσσερα διηγήματα συνδέουν η κοινή θεματική, οι επαναλαμβανόμενες φράσεις αλλά και χαρακτήρες που φιλοξενούνται από το ένα στο άλλο. Το πέμπτο διήγημα, από μια θηλυκή αφηγηματική φωνή αυτό, τεμαχισμένο παρεμβάλλεται ανάμεσα στα άλλα με πλάγια στοιχεία. Η Ιωάννα κι ο πατέρας της είναι οι ντόπιοι (αλλά σε ανάγκη κι αυτοί), είναι η άλλη φωνή, η αντίρροπη δύναμη, που στο πρόσωπο αυτού που έρχεται αναγνωρίζουν όχι το καλό, αλλά το τέλος.
Αντιήρωες, ακόμη κι όταν ηρωικά συμπεριφέρονται, οι χαρακτήρες της συλλογής παραμένουν ηττημένοι. Παρηγοριά βρίσκουν σε θυμόσοφα πιστεύω («Η ζωή θέλει να ζήσει», «Η αρχή δεν είναι ποτέ πίσω μας. Η αρχή είναι πάντα μπροστά μας»), που ειρωνικά ιδωμένα μοιάζουν με αποφθέγματα βγαλμένα από ιστορίες του Κοέλιο. Εκείνος που τελικά ίσως αποδειχτεί ήρωας είναι ο παραπληγικός Χρόνης, που αναλαμβάνει μια ευγενική αποστολή. Το τέλος της ιστορίας μένει ανοιχτό, η έκβαση της αποστολής του Χρόνη άγνωστη. Αυτή η απροσδιοριστία, την οποία υπογραμμίζει η δυναμική της υποβολής που χειρίζεται καλά ο Οικονόμου, παραμένει από τα πιο γοητευτικά στοιχεία μιας γραφής, που αν αντισταθεί σε κάποιες διανοητικές επιταγές, θα πάει από το καλό στο καλύτερο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ