JANE GOODALL

Στη σκιά του ανθρώπου

Μετάφραση Σ. Καραγεωργάκης,

Επιμ. Α. Γεωργόπουλος, Δ. Γιουλάτος, Ε. Κολοβού.

Εκδόσεις Κέντρου Πληροφόρησης Αντιγόνη,

Θεσσαλονίκη, 2014,

σελ. 448, τιμή 25 ευρώ

Σε πολυάριθμες περιοχές του πλανήτη κυριαρχούν αντιλήψεις για την ανθρώπινη συνθήκη στις οποίες η διάκριση φύσης – πολιτισμού δεν είναι εμφανής, τα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα δεν θεωρούνται ότι βρίσκονται σε ξεχωριστούς κόσμους, όπως συμβαίνει στον δυτικό τρόπο θέασης του κόσμου, γράφει ο M. Sahlins σχολιάζοντας τη Δυτική ψευδαίσθηση της ανθρώπινης φύσης (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου). Και στο βιβλίο της Jane Goodall, όπου καταγράφονται οι φανερές και κρυφές ομοιότητες ανθρώπου – χιμπατζή, διαπιστώνεται ακόμη μία φορά ότι αυτή η απόλυτη διάκριση φύσης – πολιτισμού είναι χωρίς έρεισμα: «Από τα είδη που υπάρχουν σήμερα ο χιμπατζής είναι ο πιο στενός συγγενής μας. Μοιραζόμαστε μαζί του το 99% του γενετικού μας υλικού» γράφει η Goodall.

Οι μακρύτριχοι χιμπατζήδες ζουν στην Αφρική, κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα, σε κακοτράχαλες περιοχές με πυκνή βλάστηση, αφόρητη ζέστη και συχνές καταρρακτώδεις βροχές. Εκεί τους συνάντησε η συγγραφέας και έμεινε κοντά τους από το 1960. Δέκα χρόνια μετά άρχισε να γράφει το βιβλίο της Στη σκιά του ανθρώπου που ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε το 1971, μεταφράστηκε σε πενήντα γλώσσες και επηρέασε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι άλλαξαν ριζικά τις απόψεις τους για το ζωικό βασίλειο κατανοώντας πως Στη σκιά του ανθρώπου ζει ο χιμπατζής, ένα ον που τόσο πολύ μοιάζει ανθρώπινο. Και η «σκιά» αυτή πέφτει βαριά πάνω στη ζωή και στην ελευθερία του, καθώς ο άνθρωπος κατασκευάζει οικισμούς στα δάση που ζει, επεκτείνει τις καλλιέργειες, τον κλείνει σε ζωολογικούς κήπους, τον χρησιμοποιεί για πειράματα σε εργαστήρια…
Η Goodall επί σειρά ετών ακολουθούσε από κοντά τους χιμπατζήδες, παρατηρούσε τις οικογενειακές σχέσεις τους, τους ρόλους των δύο φύλων, το μεγάλωμα των παιδιών, τις κοινωνικές τους εκδηλώσεις, τις ερωτικές τους δραστηριότητες, τα παιχνίδια αλλά και τις εχθροπραξίες και τις αντιπαλότητές τους.
Οι χιμπατζήδες ήταν αρχικά δύσπιστοι, αναφέρει η συγγραφέας, και φοβισμένοι τρέπονταν σε φυγή όταν την έβλεπαν. Εναν χρόνο όμως μετά την έναρξη των μελετών της έμεναν κοντά της παρατηρώντας την. Αργότερα την αποδέχθηκαν μάλλον ως «έναν παράξενο λευκό πίθηκο» και την άφησαν να τους αγγίξει, ενώ άρχισαν τις επιδρομές στη σκηνή της προκειμένου να μασουλήσουν χαρτιά ή να κλέψουν μπανάνες. Ετσι, ο Γκριζογένης, ο Γολιάθ, ο Δαβίδ, ο Χάξλεϊ, ο Μάικ, η Γκλίκα, ο Γκόμπλιν, ο Εβερεντ, η φιλάρεσκη, αν και αρκετά ηλικιωμένη, Φλο με την κόρη της Φίφη και τους γιους της Φίγκαν και Φλιντ, η Ολι με τον αδελφό της Γουίλιαμ, ο γηραιός κύριος Μακ Γκρέγκορ, ο οξύθυμος Τζέι-Μπι, η Μελίσσα και πολλοί άλλοι χιμπατζήδες γίνονται οι πραγματικοί ήρωες αυτού του συναρπαστικού βιβλίου καθώς ο βίος και η πολιτεία τους περιγράφονται λεπτομερώς.
Στις ερωτικές σχέσεις των χιμπατζήδων υπάρχουν προτιμήσεις, τρυφερότητες, αντιζηλίες και πείσματα που μοιάζουν πολύ με τα ανθρώπινα. Η οικογένεια, που αποτελείται κυρίως από τη μητέρα και τα παιδιά της, φαίνεται να διαφέρει από την ανθρώπινη, εφόσον ο αρσενικός δεν νοιάζεται γι’ αυτήν και προτιμά την παρέα άλλων αρσενικών. Αλλά, αν το καλοσκεφθούμε, σημειώνει η συγγραφέας, υπάρχουν πολλοί άντρες που προτιμούν τις μεταξύ τους παρέες στα καφενεία.
Οι μητέρες θηλάζουν και προστατεύουν τα παιδιά τους που μεγαλώνουν με τα υπόλοιπα αδέλφια τους. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η παρατήρηση της Goodall ότι ένα μικρό που έχασε νωρίς τη μητέρα του παρουσίαζε σημάδια κατάθλιψης και η μεγαλύτερη αδελφή του μαζί με άλλα μέλη της κοινότητας «υιοθέτησαν» το ορφανό.
Μέσα στην κοινότητα η ιεραρχία είναι φανερή και καθένας γνωρίζει τη θέση του. Οι κοινωνικές σχέσεις είναι ποικίλες και οι χειρονομίες των χιμπατζήδων φανερώνουν συναισθήματα και επιθυμίες: ζητούν συγγνώμη πλησιάζοντας τον άλλον με σκυμμένο κεφάλι και αγγίζοντάς τον ελαφρά, αλληλοπεριποιούνται ψάχνοντας προσεκτικά ο ένας το τρίχωμα του άλλου και, αν συναντηθούν έπειτα από καιρό, δείχνουν τη χαρά τους αγκαλιάζοντας ο ένας τον άλλον. Χαρακτηριστικές είναι και οι περιγραφές των παιχνιδιών των μικρών χιμπατζήδων που παίζουν στις κορυφές των δέντρων ή κυνηγιούνται μεταξύ τους, κρεμιούνται χαρούμενα από τα κλαδιά ή παίζουν διελκυστίνδα τραβώντας καθένας από μια άκρη ενός κλαδιού.
Η Goodall ανακάλυψε επίσης πως, αντίθετα με ό,τι πιστευόταν ως τότε, οι χιμπατζήδες τρώνε και κρέας. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι η συγγραφέας καταδεικνύει πως ο ορισμός του ανθρώπου ως του όντος που κατασκευάζει εργαλεία είναι ανεπαρκής. Ο χιμπατζής μπορεί επίσης όχι μόνο να χρησιμοποιεί εργαλεία αλλά και να τα κατασκευάζει τροποποιώντας αντικείμενα που έχει στη διάθεσή του: ο Δαβίδ επέλεγε ένα κοτσάνι, αφαιρούσε τα φύλλα του και το χρησιμοποιούσε για να βγάζει τερμίτες από τη φωλιά τους για το γεύμα του. Οταν φθειρόταν η άκρη του κοτσανιού, την έκοβε με τα δόντια του ή το γύριζε από την άλλη πλευρά. Ο Εβερεντ μασούσε φύλλα, τα έβγαζε από το στόμα του και τα χρησιμοποιούσε ως σφουγγάρι για να συλλέξει νερό από την κουφάλα του δέντρου, όπου δεν μπορούσε να βάλει το στόμα του.
Οι χιμπατζήδες μπορούν να αισθανθούν πόνο και να υποφέρουν, να μάθουν από την εμπειρία, να κάνουν επιλογές, να αισθανθούν χαρά, φόβο ή δυστυχία, να διασκεδάζουν με τη συντροφιά άλλων, να εκφράζουν συναισθήματα. «Δικαιολογούμαστε να χρησιμοποιούμε ως ανθρώπινο υποκατάστατο στον ιατρικό πειραματισμό ένα ζώο που μας μοιάζει τόσο πολύ;» ρωτάει η Goodall.
Ο ανθρωπομορφισμός τον οποίο αποδίδει στους χιμπατζήδες η Goodall δεν εμποδίζει την εκτύλιξη της επιστημονικής της σκέψης. Κυρίως όμως μας βοηθά να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά και τα συναισθήματα των ηρώων του βιβλίου της που έρχονται κοντά μας και βλέπουμε σ’ αυτούς τα είδωλά μας. Οι χιμπατζήδες μάς μοιάζουν περισσότερο από όσο είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε και μας ωθούν να σκεφθούμε τον εαυτό μας και τον σκοπό της ζωής μας. Το βιβλίο της Goodall μάς ξεναγεί στον υπέροχο, άγνωστο κόσμο των χιμπατζήδων με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, ενώ εξαιρετικές φωτογραφίες συμπληρώνουν τα κείμενα.
Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ