Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945-1998)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,
σελ. 381, τιμή 27,50 ευρώ

Ο βρετανός ποιητής Αλφρεντ Εντουαρντ Χάουσμαν έλεγε στον Ρόμπερτ Γκρέιβς πως αληθινή ποίηση είναι εκείνη που κάνει τις τρίχες της κεφαλής σου να σηκωθούν όρθιες. Αν δεχτούμε την υπερβολή, τότε θα λέγαμε πως σε κανέναν έλληνα ποιητή δεν ταιριάζει όσο στον Μίλτο Σαχτούρη.

Η πρόσφατη έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο προσφέρει τώρα στους νεότερους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο ενός από τους σπαρακτικότερους, τους δραματικότερους και τους πλέον εξέχοντες ποιητές της γενιάς του. Οι δεκατέσσερις λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε διάστημα μισού αιώνα συνιστούν ένα έργο συμπαγές, ακραίο αλλά εξαιρετικής πρωτοτυπίας και υψηλής φόρτισης.
Η θεματική περιοχή από όπου αντλεί τα βιώματά του ο Σαχτούρης, όπως και οι σημαντικότεροι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, είναι βεβαίως η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Αυτός όμως ο μονήρης ποιητής προσωποποίησε τα πάντα και ανήγαγε τον εφιάλτη της Ιστορίας σε ατομικό βίωμα απίστευτης έντασης. Η σχέση του με τη γλώσσα, που μέσω της ακραίας συναισθησίας την οδηγεί στα όριά της, είναι σχεδόν σωματική. Και αν κανείς θέλει τα παραπάνω να τα αναγάγει στο τεχνικό επίπεδο θα έλεγε πως ο Σαχτούρης ενσωμάτωσε στις εξπρεσιονιστικές αφηγήσεις του (γιατί όλα σχεδόν τα ποιήματά του αφηγούνται μια ιστορία) την υπερρεαλιστική εικόνα μέσω της οποίας βιώνει το ιστορικό και το υπαρξιακό του δράμα.
Αγανάκτηση και οργή


Ποιητής του πάθους και της οργής, άφησε ένα έργο όπου το πένθος και το δράμα, η αγανάκτηση και ο τρόμος πάνε μαζί. Γι’ αυτό και κάποια από τα καλύτερα ποιήματά του ακούγονται σαν εξορκισμοί, με χαρακτηριστικότερο εκείνο το αριστουργηματικό Του θηρίου από την καλύτερη συλλογή του Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όταν ο ποιητής ήταν 33 ετών: «Μη φεύγεις θηρίο / θηρίο με τα σιδερένια δόντιαΘα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια / να δεις τα βαπόρια / πώς τρώνε / τις άγκυρες / που σπάζουν στα δυο τα κατάρτια / κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες… Θα σου βρω πάλι τους ίδιους / στρατιώτες / αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια / με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι / κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα / τις πόρτες / με κομμένο το χέρι».
Στην ίδια συλλογή θα συναντήσουμε κι άλλα τρία από τα σπουδαιότερα ελληνικά ποιήματα του 20ού αιώνα: Τα Χριστούγεννα 1948, όπου «πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού», τη Σκηνή, όπου «Η δυστυχία απ’ έξω έγδερνε τις πόρτες» και βέβαια τη φοβερή Αποκριά, που έγινε «μακριά σ’ εν’ άλλο κόσμο», όπου «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό / κατέβαιναν για μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει» κι όπου «έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος».
Σε όλα τα ποιήματά του το στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι εμφανέστατο. Εντυπωσιακή και η εμμονή του σε ένα περιορισμένο φάσμα λέξεων –το εκπληκτικό είναι πως η δραστικότητά τους δεν μειώνεται, τουλάχιστον ως την τελευταία αιχμηρή συλλογή του, το Σκεύος (1971), γιατί στα κατοπινά του βιβλία παρουσιάζεται μια κάμψη, αλλά ταυτόχρονα και μια αγωνία να ανανεωθεί. Λέξεις όπως «φεγγάρι», «κόκκινο», «μαύρο», «ουρανός», «γυναίκα», «νεκρός», «πουλί», «σιδερένιος», «θάνατος», «θηρίο» επαναλαμβάνονται αδιάκοπα –κατά συνέπεια και η λέξη «νύχτα», γιατί ο Σαχτούρης είναι νυχτερινός ποιητής. Αναπόφευκτα το φεγγάρι στην ποίησή του έχει απείρως μεγαλύτερη σημασία από τον ήλιο. Και όταν χρησιμοποιεί τη λέξη άσπρο κατά κανόνα αυτό είναι μαύρο, λες και αντλεί τον συμβολισμό του από τους πολιτισμούς της Απω Ανατολής, όπου το χρώμα του πένθους είναι το λευκό.
Ενταση και ρίγος


Ο Σαχτούρης, ποιητής μικρής έκτασης αλλά μεγάλης έντασης, θέλει να προκαλέσει στον αναγνώστη ρίγος αντίστοιχο των βιωμάτων από τα οποία προκύπτουν τα ποιήματά του (όπως συμβαίνει και στα ποιήματα ενός κορυφαίου του γερμανικού εξπρεσιονισμού: του Γκέοργκ Τρακλ). Και όταν συχνά το επιτυγχάνει, ο αναγνώστης συνταράσσεται όπως και ο ίδιος. Ποιος μπορεί να διαβάσει στίχους σαν κι αυτούς της Μάχης (από τις Παραλλογαίς) και να μην αισθανθεί το ρίγος που μόνο η σπουδαία ποίηση μας προσφέρει;

«Απλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου / και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή / ο κρεμασμένος / με τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι του / με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του… ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα / όλοι πυροβολούσαν».
Ποιήματα όπως Το εργοστάσιο, Ο στρατιώτης ποιητής, Η πορτοκαλιά, Η Μαρία, το Συμπέρασμα, το Ξένε, το Παιδί, ο Αρχοντας, η Φεγγαράδα αλλά και μεμονωμένοι στίχοι είναι αδύνατον να μη σ’ αγγίξουν βαθιά. Το ίδιο και οι μοναδικές του εικόνες, εκεί όπου «ατάραχος ο Θάνατος κάθεται στην καρέκλα του», όπου ο κόσμος είναι «μενεξεδένια συνάρτηση», όπου «δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό / κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα» ή όπου «η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό».

Αλλόκοτα και γκροτέσκα
Τα εντελώς προσωπικά βιώματα στους σημαντικούς ποιητές μεταμορφώνονται και περνούν στην περιοχή του καθολικού. Από τα βιώματα αυτά, βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου πρωτίστως, ο Σαχτούρης έφτιαξε τον δικό του Κάτω Κόσμο. Από πάνω όμως έστησε έναν ουρανό, που αντιπροσωπεύει –αν και όχι πάντοτε –την ανάταση, για να μπορεί να βλέπει στα έγκατα και πού και πού να σηκώνει τα μάτια για να πει «τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι / τι τι καθαρά που είναι τ’ άστρα».
Τα ποιήματά του είναι συχνά γκροτέσκα, όπως οι αρλεκίνοι του Απολινέρ, με τον οποίο συγγενεύει ως προς τη σκηνοθεσία. Είναι συχνά παράδοξα, δηλαδή αλλόκοτα –κι εδώ ενδεχομένως αξίζει να θυμηθούμε μια από τις δύο ετυμολογικές εκδοχές του «αλλόκοτος», λέξης σύνθετης (άλλος+κότος). Ο κότος είναι λέξη αρχαιοελληνική που απαντάται στον Ομηρο αλλά και στον Αισχύλο και σε άλλους συγγραφείς και σημαίνει την μήνιν, την οργή. «Σήμερα καθώς οργίζομαι και μπαίνω / εις τα πενήντα δύο μου χρόνια / με δέος και θάμβος μαζί σε χαιρετίζω / αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας» γράφει το 1971 στο ποίημά του Στον Ντύλαν Τόμας. Ο Ουαλός Τόμας, που έλεγε πως μέσα του υπάρχουν ένας άγγελος, ένα θηρίο κι ένας τρελός, ήταν κι αυτός ποιητής της οργής. Οπως ο Ουαλός έτσι κι ο Ελληνας μοιάζει να μην έχει προγόνους. Κι ωστόσο, σαν τον Τόμας και τους ποιητές που τον διαδέχτηκαν στην Αγγλία, ο Σαχτούρης θα άφηνε βαθιά ίχνη στην ποίηση των μεταγενέστερων, ιδιαίτερα των ποιητών της δικής μου γενιάς (του 1970).
Ισως αν έγραφε σε μια από τις λεγόμενες μεγάλες γλώσσες η διεθνής φήμη του να ήταν σήμερα πολύ μεγαλύτερη, όπως συνέβη λ.χ. με τον Πάουλ Τσέλαν. Τόσο Του θηρίου όσο και Η αποκριά κατά τη γνώμη μου είναι εφάμιλλα της διάσημης Φούγκας θανάτου του Τσέλαν. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για τον Σαχτούρη αλλά και για τους άλλους εξέχοντες ποιητές μας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Το 2006 οι εκδόσεις Archipelago κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα ποιήματά του μεταφρασμένα από τον Κάρεν Εμεριχ. Το βιβλίο παραλίγο να πάρει το βραβείο της χρονιάς για την ποίηση (κατετάγη δεύτερο) από τον σημαντικότατο National Book Critics’ Circle. Εξήντα και πλέον χρόνια νωρίτερα κάποιοι από τους εδώ «επίσημους» (και παντοδύναμους τότε) κριτικούς, όπως ο Πέτρος Χάρης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος και ο Αλκης Θρύλος είχαν αντιμετωπίσει την ποίηση του Σαχτούρη από αρνητικά ως χλευαστικά. Επρεπε από τη δεκαετία του 1960 και εξής προσωπικότητες της δικής του γενιάς, όπως η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και ο Γιάννης Δάλλας να τον τοποθετήσουν με τις μελέτες τους στη θέση που του αξίζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ