Χόρχε Σεμπρούν
Ασκήσεις επιβίωσης
Μετάφραση Εφη Κορομηλά.
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 144, τιμή 12,50 ευρώ

Παρίσι, Κατοχή, αρχές του 1943. Σε ένα πολυτελές διαμέρισμα της λεωφόρου Ντε Τερν ένας αντιστασιακός με ηρωικό παράστημα και το ψευδώνυμο Τανκρέδος εξηγεί στον εικοσάχρονο Χόρχε Σεμπρούν, μέλος του αντιστασιακού δικτύου Jean-Marie Action, τι βασανιστήρια να περιμένει αν τον πιάσει η Γκεστάπο: κλομπ, κρέμασμα από σκοινί περασμένο στις χειροπέδες, στέρηση ύπνου, μπανιέρα, ξερίζωμα νυχιών, ηλεκτροσόκ. Από το στόμα του εντυπωσιακού Τανκρέδου, ίδιου με τον ομώνυμο νορμανδό σταυροφόρο, τα λόγια βγαίνουν τρομακτικά, αλλά αφηρημένα. Το νόημά τους θα καταλάβει ο νεαρός ακροατής του λίγους μήνες αργότερα, όταν συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο.

Με αφορμή μια έκθεση για το χρονικό του επαναπατρισμού των εκτοπισμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που πραγματοποιήθηκε στο παρισινό ξενοδοχείο «Λιτεσιά» τον Ιούλιο του 2005, ο Χόρχε Σεμπρούν αποφασίζει να γράψει τις αναμνήσεις του από την Κατοχή, τα μπουντρούμια της Γκεστάπο, το στρατόπεδο εργασίας Μπούχενβαλντ.
Οχι πως δεν έχει αναφερθεί κατ’ επανάληψη σε αυτά. Στο Μεγάλο ταξίδι (1963), στο Τι ωραία Κυριακή! (1980) και στο Γραφή ή ζωή (1994) έχει ήδη καταπιαστεί με αυτή την περίοδο της ζωής του. Αλλωστε, όλη η αυτοβιογραφική πεζογραφία του σε δύο θέματα επανέρχεται: στις εμπειρίες του νεαρού ισπανού αυτοεξόριστου από την ένταξη στη γαλλική αντίσταση και στην παράνομη δραστηριότητά του ως μέλους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας στην Ισπανία του Φράνκο τη δεκαετία του 1950 (Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ, 1969, Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ, 1977).
Τον Ιούλιο του 2005 όμως ο 82χρονος Σεμπρούν αποφασίζει να μιλήσει για αυτά πιο συστηματικά, σε μια σειρά απομνημονευμάτων. Οι Ασκήσεις επιβίωσης (Πόλις, 2014) είναι το πρώτο βιβλίο αυτής της σειράς, που με τον θάνατο του συγγραφέα το 2011 παρέμεινε ημιτελές και κυκλοφόρησε μετά θάνατον, το 2012, από τον Gallimard. Το βιβλίο σκοπεύει να εστιάσει στα βασανιστήρια, για τα οποία ο συγγραφέας δεν υπήρξε αναλυτικός στα προηγούμενα βιβλία του.
Ο Σεμπρούν, που συνελήφθη από την Γκεστάπο τον Σεπτέμβριο του 1943, υποβλήθηκε με τη σειρά σε όλα τα βασανιστήρια που είχε εκθέσει η ψυχρή φωνή του Τανκρέδου, σταματώντας στην μπανιέρα. Θυμάται τον τρόμο της ασφυξίας, με το κεφάλι βυθισμένο σε μια μπανιέρα με κρύο νερό, γεμάτη ακαθαρσίες. Μια Γκεστάπο που είχε «φόρτο εργασίας» τον παράτησε ύστερα από λίγο, «ως άχρηστο βάρος». Δεν υπεβλήθη σε ηλεκτροσόκ, δεν γνώρισε το μαρτύριο του ξεριζώματος των νυχιών. Απέκτησε όμως μια μόνιμη αποστροφή για τα ομαδικά μπάνια και τις «πατητές».
Αν ο αναγνώστης περιμένει λεπτομερείς ανατριχιαστικές περιγραφές, ο κομψός λόγος του Σεμπρούν θα τον απογοητεύσει. «Οταν είσαι δεμένος πισθάγκωνα, τη στιγμή που σε κρεμάνε, αισθάνεσαι να σπας, να διαμελίζεσαι για πάντα» γράφει στην πιο παραστατική φράση του, γραμμένη σε έναν λόγο που περνά από το πρώτο στο δεύτερο πρόσωπο, τοποθετώντας το συγκεκριμένο και πολύ προσωπικό βίωμα στην απόσταση μιας κοινής, για ορισμένους, ανθρώπινης εμπειρίας.
Η γραφή του Σεμπρούν δεν στοχεύει στην απλή αυτοβιογραφική παράθεση γεγονότων, ρέπει στον στοχασμό: είναι η αντοχή στα βασανιστήρια απόλυτο ηθικό κριτήριο ανθρωπισμού; Ο ίδιος βρίσκει αυτή την αντίληψη υπεραπλουστευτική. Υποστηρίζει όμως ότι αποτελεί μια εμπειρία αλληλεγγύης: «Η εμπειρία των βασανιστηρίων δεν είναι μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, εμπειρία του πόνου, της αβάσταχτης μοναξιάς του πόνου. Είναι επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία της αδελφοσύνης. Σιωπή από την οποία γαντζώνεσαι, κρεμιέσαι σφίγγοντας τα δόντια, προσπαθώντας να δραπετεύσεις μέσω της φαντασίας ή της μνήμης από το ίδιο σου το σώμα, το άθλιο σώμα σου, αυτή η σιωπή είναι πλούσια με όλες τις φωνές, όλες τις ζωές που προστατεύει, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν».
Εδώ είναι που διαφωνεί με τον Ζαν Αμερί. Ο αντιστασιακός που έχει τέτοια μεταχείριση στα χέρια της Γκεστάπο «διαπιστώνει ότι η σάρκα του πραγματώνεται απόλυτα μέσα στην αυτοάρνησή της» γράφει ο Αμερί. «Ηταν σαν να ενσαρκωνόμουν μέσα στον πόνο» γράφει και ο Σεμπρούν. Ενώ όμως για τον Αμερί ο βασανισμός διαρρηγνύει διά παντός την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον κόσμο, για τον Σεμπρούν το θύμα των βασανιστηρίων «γαντζωμένο από τη σιωπή του βλέπει τους δεσμούς του με τον κόσμο να πληθαίνουν».
Ο Ζαν Αμερί, ο Χόρχε Σεμπρούν και ο Στεφάν Εσέλ, που επίσης αναφέρεται στο βιβλίο, θύματα βασανισμών και οι τρεις και εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, έχουν ο καθένας κατακτήσει το δικαίωμα της γνώμης τους. Αλλωστε στο βιβλίο ο Σεμπρούν δεν περιορίζεται στα βασανιστήρια. Η συνειρμική αφήγησή του κινείται διαρκώς μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, από το «Λουτεσιά» του 2005 στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ του 1944-1945, και από τη Μαδρίτη της παρανομίας του 1962 στη Μαδρίτη, ως υπουργός Πολιτισμού της κυβέρνησης του Φελίπε Γκονθάλεθ, του 1988, με διαρκή «κοψίματα» και μοντάζ, μια τεχνική που γνωρίζει καλά ο σεναριογράφος του Ζ (1969) και της Ομολογίας (1970) του Κώστα Γαβρά. Οσο περισσότερο γράφει, τόσο περισσότερο η μνήμη γεννά. «Εχω περισσότερες αναμνήσεις από όσες θα είχα αν ήμουν χιλίων ετών» εξομολογείται.
Μέσα από τη μετάφραση της Εφης Κορομηλά, που έχει σε ορισμένα σημεία μια γοητευτική και αρμόζουσα μεσοπολεμική πατίνα, το τελευταίο βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν λειτουργεί ως επίλογος ή ως συνοπτική εισαγωγή, όπως το δει κανείς, σε μια πλούσια λογοτεχνική παραγωγή στην οποία η μυθοπλασία αναμειγνύεται με την ιστορική αλήθεια δημιουργώντας ένα υβριδικό είδος ανερχόμενο σήμερα. Μπορεί να γράφει για παλιές ιστορίες, όμως ο εκπατρισμένος Ισπανός, που έζησε στη Γαλλία, έγραψε στα γαλλικά και έγινε το 1996 ο πρώτος μη Γάλλος μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ, απευθύνεται σε όλες τις ανησυχίες της εποχής μας: στη διαρκή μετακίνηση και στην εμπειρία του ξένου, στις πολιτικές απογοητεύσεις, στις ρευστές πραγματικότητες, στην αναζήτηση του ανθρώπου μέσα στη βαρβαρότητα –του πολέμου ή της οικονομίας, δεν έχει σημασία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ