Σπύρος Ι. Ασδραχάς
Υπομνήσεις. Ιστορικότροπα σημειώματα
Θεμέλιο, 2014,
σελ. 238, τιμή 14,91 ευρώ

«Πραγματική πατριδογνωσία» και όχι πατριδοκαπηλία ή πατριδολογία, μια προσπάθεια προσέγγισης και κατανόησης των προβλημάτων του νεοελληνισμού μακριά από ελληνοκεντρισμούς, τοπικισμούς, πατριωτικές κορόνες και ιδεοληψίες: την ανάγκη της επισήμαινε ο Λευκαδίτης Ν. Σβορώνος. Συμπατριώτης του καταξιωμένου ιστορικού και συνοδοιπόρος του στα μονοπάτια της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, ο νεότερος Σπ. Ασδραχάς μοιάζει να ανταποκρίνεται εμπράκτως σε αυτό το αίτημα με το τελευταίο του βιβλίο, συναγωγή 45 +1 κειμένων που δημοσιεύτηκαν ως επιφυλλίδες στην κυριακάτικη Καθημερινή στα χρόνια 2009-2012. Επεξηγώντας τον τίτλο αυτών των «ιστορικότροπων» σημειωμάτων (και όχι ιστορικών, όπως διευκρινίζει), ο συγγραφέας τους υπογραμμίζει ότι πρόκειται στην ουσία για αναψηλάφηση, ανασυγκρότηση μιας ήδη γνωστής θεματικής. Υπομνήσεις, στο μέτρο που επαναφέρουν στη μνήμη πυρήνες από παλαιότερα δημοσιεύματά του, υπενθυμίζουν τις ερευνητικές σταθερές του και λειτουργούν ως παραπληρωματικά κείμενα, γεφυρώσεις με προγενέστερα ενδιαφέροντα, ή ως προσχέδια, σπέρματα ευρύτερης μελέτης.

Τα υπαινικτικά και ερεθιστικά αυτά σημειώματα προωθούν ιδιαίτερα την έννοια της πραγματολογικής έρευνας που μπορεί να επιβεβαιώσει κάποιες μεθοδολογικές αρχές ή υποθέσεις εργασίας, να εμπλουτίσει, να μεταβάλει (ή και να ακυρώσει) το αφετηριακό γενικό σχήμα: η ιστορία δεν είναι γενικότητα, αφαιρετικά μοντέλα και πανίσχυροι νόμοι, την αντιμετωπίζεις συγκεκρινοποιημένη εν χώρω και εν χρόνω, ενταγμένη σε δίκτυα σχέσων. Μέλημα του ιστοριογράφου είναι να δείξει και να εννοιολογήσει την υπόγεια δυναμική η οποία συνέχει αυτά τα πολυπλέγματα, τις κοινωνικές συμπεριφορές, τους θεσμούς, τις δράσεις και τις αντι-δράσεις, εντάσσοντας τα συμβάντα σε μια ερμηνευτική αλυσίδα, προσέχοντας τις σταθερότητες και τις συχνότητες, τις αδράνειες και τις επιταχύνσεις, τις μεταβάσεις, τις μεταλλάξεις. Μέλημά του είναι να αποφύγει την περιπτωσιολογία, τη συγκυριακή ή τη σκοπιμοθηρική αντίληψη περί ιστορίας, καθώς και την παραδοσιακή προνοιακή πρόσληψη της ιστορίας (η ιστορία ανήκει στη θεία πρόνοια). Η ιστορία δεν είναι ηθικοκεντρική, αλλά ερμηνευτική –είναι διανοητική στάση.
Με αυτό περίπου το πλαίσιο αναφορών, ο Ασδραχάς παραδειγματολογεί, περνά σε συγκεκριμένα ζητήματα (και ζητούμενα) της νεοελληνικής ιστοριογραφίας όπως τα αναπαράγουν παλαιότερες πηγές, κειμενικές ή άλλες, οι οποίες επιλέγουν, κατηγοριοποιούν ή διασώζουν ποικίλα συμβάντα. Εν προκειμένω προέχει η εκλογίκευση, η ανάδειξη των πολλαπλών διαμεσολαβήσεων, των διαστρωματωμένων αφηγήσεων. Ο ιστοριογράφος, ακριβώς επειδή επιχειρεί ιστορική και όχι χρονογραφική προσέγγιση, αναζητεί τις αιτίες των φαινομένων αλλά και τις συνέπειες που προκύπτουν από αυτές· αναζητεί κοινωνικές δομές, το πλέγμα δηλαδή των πιθανών και εφικτών σχέσεων μεταξύ ατόμων που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο. Αυτή η γενίκευση του μοναδικού, μάλλον η παλινδρόμηση ανάμεσα στις ιδιαιτερότητες και στις γενικότητες με βάση τα διαθέσιμα «αποδεικτικά στοιχεία» (ληξιαρχικές πληροφορίες, φοροδοτικά κατάστιχα, απογραφικοί κατάλογοι, καταγεγραμμένες εμπορικές δοσοληψίες) εννοιολογεί αλλιώς τις λεγόμενες προβιομηχανικές κοινωνίες και οικονομίες. Μοιάζουν να λειτουργούν σε έναν χρόνο ακίνητο, αλλά η προσεκτική ανάγνωσή τους δείχνει την ύπαρξη διακριτών και ποικίλων ρευμάτων –σταθερές και μεταβλητές συνυπάρχουν.
Ετσι, ξεχωρίζει ο αστικός από τον αγροτικό πληθυσμό, οι πολίτες των «δυτικών κτήσεων» (Επτάνησα, Κρήτη, Κύπρος, νησιά του Αρχιπελάγους) από τους ανυπότακτους κλέφτες του Βάλτου, τον κόσμο του αρματολισμού· ο ιδεότυπος του νησιωτισμού, με τον μυθολογημένο απόηχο ενός απομονωτισμού που αποτυπώνεται στις μαρτυρίες για τα καλογερονήσια (βραχονησίδες του Αιγαίου), αλλά και ο πατινιώτικος (πατμιακός) πλούτος, όπως καταγράφεται σε προικοσύμφωνα, διαθήκες, αρχεία της μονής· οι καταγραφές βαπτίσεων, γάμων, θανάτων παρέχουν άφθονη ιστορική ύλη στις δημογραφικές έρευνες, σε ό,τι αποκαλείται σήμερα ιστορική δημογραφία: η γενεαλογία αποκτά νέα διάσταση, «εκδημοκρατίζεται» η προγενέστερη αριστοκρατική προοπτική της. Τα θανατολόγια π.χ. της Λευκάδας διασώζουν πολύτιμες πληροφορίες για τα ποσοστά θνησιμότητας, τα ταφικά έθιμα, το κοινωνικό κύρος ή την οικογενειακή συνάφεια των κεκοιμημένων. Οι ώρες της σχόλης (Occio, otium) δίνουν την ευκαιρία στον Τζουάνε Παπαντόπολι να αναθυμηθεί τα πλούσια ελέη της κρητικής γης και να ξεδιπλώσει διατροφικές συνήθειες των αρχόντων και των χωρικών με μια περιγραφική διαύγεια που θα επανεύρουμε αργότερα στους καταλόγους του Δαπόντε. Οι σκεπαστές αγορές των οθωμανικών πόλεων (μπεζεστένια), η ρύθμιση των τιμών, η αγοραστική αξία του μέσου ημερομισθίου, ο επιούσιος άρτος (το ψωμί, το καρβέλι), η διαχείριση των πόσιμων και ποτιστικών νερών, τα λογής τοπόσημα, οι κυριωνυμίες, τα ονοματολόγια των χωριών και των πόλεων είναι μερικά από τα ζητήματα που θίγονται.
Ενδιαφέρουν αυτή η θεαματική διεύρυνση του ιστορικού πεδίου και η πολυμορφία του που κάθε άλλο παρά ακινησία και μονοτονία εκπέμπουν, αλλά πολύ περισσότερο εντυπωσιάζει το ερωτηματολόγιο με το οποίο ανακρίνει τις πηγές ο συγγραφέας. Προκύπτουν έμμεσες μαρτυρίες, ενίοτε σημαντικότερες από τις άμεσες: πληροφορίες που δεν παρέχει η πηγή, τις αποσιωπά, δεν θέλει να τις πει, και τις εκμαιεύει καταλλήλως η (νέα) ερώτηση. Μικρό χαρακτηριστικό παράδειγμα και σχόλιο περί της συλλογικής ευθύνης στον κόσμο της οικονομίας: «στην «ταρίφα», δηλαδή (εδώ) το ποινολόγιο της Μυκόνου του 1647, διαβάζουμε ότι αν δεν βρεθεί εκείνος που έκοψε την ουρά ενός αλόγου και πρέπει να καταβάλει δύο γρόσια, τότε το πρόστιμο αυτό οφείλουν να το πληρώσουν οι ψαράδες. Φαίνεται περίεργο αν δεν ξέρει κανείς ότι από τις αλογότριχες φτιάχνανε πετονιές, και φυσικά πετονιές έφτιαχναν οι ψαράδες. Multum in parvo».

Ιστορία-πρόβλημα και ιστορία-αφήγηση
Γνωρίζουμε ότι εδώ και αρκετές δεκαετίες η ιστορία από απλή αφήγηση έγινε πρόβλημα με τη συνεπικουρία ποικίλων τεχνικών και μεθόδων από άλλες επιστήμες (γλωσσολογία, οικονομία, δημογραφία, ανθρωπολογία, στατιστική) επιχειρώντας να κατακτήσει μια επαγγελματική και ηθική χειραφέτηση, να αποπαγιδευτεί από τα ιδεολογήματα που χειραγωγούσαν την προοπτική της. Δεν έπαψε, ωστόσο, να λογίζεται και τέχνη. Τέχνη της αφήγησης, βέβαια, που οφείλει να ξέρει όχι μόνο τι θα πει, αλλά και πώς θα το πει, με ποια ρητορική σκευή, με πόσα ιντερμέδια, παρεκβάσεις, τι λογής ιεραρχήσεις. Είναι μια τέχνη μεταβλητή, όπως όλες οι τέχνες, μια δεξιότητα στη σύνθεση του ρητού και του άρρητου, μια συνεχής δοκιμασία της «πιθανής φαντασίας» που γυρεύει αντίκρισμα και επαλήθευση.
Ο Σπύρος Ασδραχάς, με τη συνολική ιστοριογραφική παρουσία του, έχει δείξει εμπράκτως ότι είναι κάτοχος αυτής της μαεστρίας, της συναίρεσης του αφηγηματικού και του κριτικού-επιστημονικού λόγου. Στα κείμενα αυτού του τόμου που προγραμματικά στοχεύουν το ευρύ αναγνωστικό κοινό μιας εφημερίδας κατορθώνει να δώσει μαθήματα υψηλής ιστοριογραφικής στάθμης και διακεκριμένου συγγραφικού ύφους. Μultum in parvo!

Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ.