Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου,
Χρ. Μαυροπούλου-Τσιούμη,
Χ. Μπακιρτζής
Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, 4ος-14ος αιώνας
Εκδόσεις Καπόν, 2014,
σελ. 360, φωτ. 358, τιμή 97,98 ευρώ

Οι τεράστιας κλίμακας εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στα μνημεία της Θεσσαλονίκης μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1978 αποτέλεσαν από τις βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση ενός βιβλίου σαν τα «Ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης». Κοιτάζοντας τα πράγματα με νηφαλιότητα, από την απόσταση των 36 χρόνων που μας χωρίζουν από εκείνη τη χρονιά, θα μπορούσε να πει κανείς πως οι σεισμοί αποδείχθηκαν μακροπρόθεσμα μια χρυσή ευκαιρία για το σύνολο των μνημείων της πόλης. Η έκταση των εργασιών στα μνημεία της Θεσσαλονίκης ήταν πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα ενώ η φύση και το επείγον των προβλημάτων απαίτησαν την υπέρβαση του ισχύοντος μέχρι τότε εμπειρισμού, τη συνέργεια διαφόρων επιστημονικών κλάδων, καθώς και τη συνεργασία πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων με την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Το έργο της διάσωσης των μνημείων της Θεσσαλονίκης –τιτάνιο τα πρώτα κρίσιμα χρόνια, όταν τα μνημεία δεν είχαν διαφύγει ακόμα τον κίνδυνο και, όταν μεταξύ άλλων, έπρεπε να συντονισθεί ένα προσωπικό που έφθανε ως τα 500 άτομα –ανέλαβαν η αείμνηστη Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου και η Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούμη, που εναλλάσσονταν στη διεύθυνση της Εφορείας και από το 1996 ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής. Η σχέση, επομένως, των συγγραφέων με το αντικείμενο του βιβλίου δεν είναι αποστασιοποιημένα ακαδημαϊκή, είναι, θα έλεγα, βιωματική.

Χρειάστηκε να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις όταν διαπιστώθηκε ότι τα ψηφιδωτά στον θόλο της Ροτόντας είχαν αποκολληθεί σε πολλά σημεία από την τοιχοποιία έως 2 με 3 εκ., ενώ σε αυτά του τρούλου της Αγίας Σοφίας η αποκόλληση έφθανε το 30% με 40% της συνολικής επιφάνειας και τα κενά μεταξύ τοιχοποιίας και ψηφιδωτού έως 6 εκ., με άμεσο τον κίνδυνο της κατάρρευσης. Εκτεταμένες εργασίες συντήρησης έγιναν επίσης στα ψηφιδωτά του ναού της Αχειροποιήτου και επεκτάθηκαν σε ναούς που δεν είχαν υποστεί άμεσες βλάβες από τους σεισμούς, δηλαδή στον Αγιο Δημήτριο, στον Οσιο Δαβίδ (Μονή Λατόμου) και στους Αγίους Αποστόλους.

Στη διάρκεια της μακρόχρονης συντήρησης οι συγγραφείς πέρασαν ώρες πάνω στις σκαλωσιές, μαζί με τους συντηρητές, παρατηρώντας και μελετώντας τα ψηφιδωτά εκ του σύνεγγυς. Αντιλήφθηκαν τις τεχνικές και τις μεθόδους κατασκευής τους, τις σχέσεις τους με τις οικοδομικές φάσεις του μνημείου που διακοσμούν και μελέτησαν την ένταξή τους στον γενικότερο σχεδιασμό του ζωγραφικού προγράμματος και στην ιστορία του κάθε μνημείου.

Φωτογραφική τεκμηρίωση


Η άλλη προϋπόθεση της υλοποίησης βιβλίου ήταν η ανάγκη ανάληψης της μεγάλης δαπάνης για τη φωτογραφική τεκμηρίωση των ψηφιδωτών, με φωτογραφίες υψηλής πιστότητας, καθώς και του κόστους έκδοσης ενός μνημειώδους τόμου, σε δύο γλώσσες –ελληνικά και αγγλικά –με 360 σελίδες και 332 έγχρωμες φωτογραφίες. Οι εκδόσεις Καπόν, με προηγούμενη εκδοτική δραστηριότητα για τα μνημεία της Θεσσαλονίκης, ανέλαβαν σε καιρό οικονομικής κρίσης αυτό το, υψηλού επιχειρηματικού ρίσκου, εγχείρημα.
Εκτός της σοβαρής οικονομικής παραμέτρου, πραγματικά πιστεύω, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την τελειοθηρία της Ραχήλ Καπόν και το μοναδικό αισθητήριό της για τα χρώματα και τις αποχρώσεις τους, καθώς και για την υφή των υλικών, πως δεν θα μπορούσε κανείς να αποδώσει ακριβέστερα προς το πρωτότυπο την πλούσια πολυχρωμία, τη λάμψη και την πολυτέλεια των ψηφιδωτών, ενός εικαστικού μέσου που μπορεί κατ’ εξοχήν να αποδώσει τον χαρακτήρα της μη αναπαραστατικής, υπερβατικής βυζαντινής τέχνης.
Για να αποδοθούν έντυπα οι αισθητικές αξίες των ψηφιδωτών, η ποιότητα της φωτογραφίας ήταν καίρια. Εξαιρετικά απαιτητική ήταν η φωτογράφιση της ζώνης των μαρτύρων στον θόλο της Ροτόντας. Οταν ο πύργος που στήθηκε στο κέντρο του μνημείου αποδείχθηκε ατελέσφορος, διότι οι σκαλωσιές εμπόδιζαν τη γενική φωτογράφιση του καθενός από τα 7 σωζόμενα διάχωρα, τότε καθένα από αυτά φωτογραφήθηκε τμηματικά. Οι φωτογραφίες ενώθηκαν αποδίδοντας κάθε διάχωρο στο σύνολό του. Η έκδοση όμως πήγε ένα βήμα παραπέρα. Η ψηφιακή τεχνολογία επέτρεψε να συμπληρωθούν τα τμήματα των ψηφιδωτών, που έλειπαν σε ορισμένα διάχωρα, με στοιχεία από το όμοιό τους αντωπό ή παραπληρωματικό. Δόθηκε έτσι μια εικόνα που ναι μεν δεν υπάρχει στην πραγματικότητα στο μνημείο, βοηθά όμως τον αναγνώστη να αντιληφθεί πληρέστερα τη σύνθεση. Οπου δεν υπήρχαν στοιχεία, οι συνθέσεις συμπληρώθηκαν στο βιβλίο σχεδιαστικά.
Νέες απόψεις, νέες ερμηνείες
Τα ψηφιδωτά παρουσιάζονται στο βιβλίο κατά μνημείο σε χρονολογική σειρά: η Ροτόντα, ο Αγιος Δημήτριος, η Μονή Λατόμου, η Αχειροποίητος, η Αγία Σοφία, οι Αγιοι Απόστολοι. Σε κάθε ναό προηγείται η ιστορία του, ακολουθεί η αρχιτεκτονική του, έπεται η ψηφιδωτή του διακόσμηση, ενίοτε δίνεται η εικονογραφική και στυλιστική ερμηνεία των ψηφιδωτών, με κατακλείδα τη χρονολόγησή τους. Σχεδιαστικές αποτυπώσεις των ψηφιδωτών, κατόψεις και τομές των κτιρίων με τις θέσεις των ψηφιδωτών σε αυτά κατατοπίζουν τον αναγνώστη στη διάρθρωση του αρχιτεκτονήματος και του διακόσμου του. Παλιές φωτογραφίες, ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αι., όταν τα μνημεία της Θεσσαλονίκης κέντρισαν το αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον ξένων μελετητών, εμπλουτίζουν την εικόνα των μνημείων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτήν του ναού του Αγίου Δημητρίου, προτιμήθηκε να παρουσιαστούν τα αρχιτεκτονικά σχέδια που εκπόνησε το 1908 ο Βρετανός Walter George, τα οποία διατηρούν στοιχεία του κτιρίου που εξαφάνισε η πυρκαγιά του 1917, όπως και τα ψηφιδωτά της βόρειας μικρής κιονοστοιχίας, τα οποία διέσωσαν οι υδατογραφίες του ιδίου, οι οποίες επίσης δημοσιεύονται στο βιβλίο. Πέραν της επιστημονικής αξίας τους, τα έργα αυτά με την καλλιτεχνική τους φρεσκάδα, χαρακτηριστική της βρετανικής υδατογραφίας, συνεισφέρουν στην καλαισθησία του βιβλίου.
Προηγείται του κυρίως σώματος του βιβλίου η κατατοπιστική εισαγωγή της Χρυσάνθης Τσιούμη για τα ψηφιδωτά του βυζαντινού κόσμου και για τη σημασία των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο αυτό, ενώ στον πρόλογο ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής δίνει ένα περιεκτικό χρονικό της αποκάλυψης και της συντήρησης των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης από τις αρχές του 20ού αι.
Οι συγγραφείς αφιερώνουν το βιβλίο στον δάσκαλό τους Στυλιανό Πελεκανίδη, ο οποίος, με την ιδιότητα του εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μόχθησε για τη συντήρηση των μνημείων της Θεσσαλονίκης και του διακόσμου τους στη δύσκολη, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εποχή.
Ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου των Ch. Diehl – M. Le Tourneau – H. Saladin «Les monuments Chrétiens de Salonique», το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν το μόνο που έδινε μια γενική εικόνα των ψηφιδωτών της Θεσσαλονίκης, στην έκδοση έχουμε το σύνολο των σωζόμενων εντοίχιων βυζαντινών ψηφιδωτών της πόλης.
Το βιβλίο, απόσταγμα της μακρόχρονης έρευνας και μελέτης των συγγραφέων για τα μνημεία της Θεσσαλονίκης, απευθύνεται τόσο στο φιλότεχνο κοινό όσο και στους ειδικούς. Τα μεστά κείμενα συνοψίζουν με εύληπτο τρόπο την αιχμή της έρευνας, ενώ η βιβλιογραφία είναι πλούσια και επικαιροποιημένη. Στον ειδικό πάλι ο πλούτος και η ποιότητα της εικονογράφησης δίνουν τη δυνατότητα να παρατηρήσει λεπτομέρειες τις οποίες επί τόπου θα έβλεπε από απόσταση σχεδόν 30 μέτρων στην περίπτωση των ψηφιδωτών της Ροτόντας. Η δυνατότητα αυτή είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την προώθηση της έρευνας. Διότι πιστεύω πως τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, ιδίως τα πρώιμα, με την πυκνότητα των συμβολισμών και των νοημάτων τους θα συνεχίζουν να τροφοδοτούν νέες απόψεις και ερμηνευτικές προσεγγίσεις.

* Το κείμενο αυτό αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας της κυρίας Τούρτα κατά την παρουσίαση του τόμου στη Θεσσαλονίκη, την 1η Οκτωβρίου.

Η κυρία Αναστασία Τούρτα είναι επίτιμη διευθύντρια Βυζαντινού Πολιτισμού και διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ