Peter Walther
The First World War in Colour
Taschen, 2014,
τιμή 39,99 ευρώ

Ενας τοπικός λόγιος και ιερέας περιγράφει στον αμερικανό πρεσβευτή στο Βέλγιο την πυρπόληση της Λουβέν από τα γερμανικά στρατεύματα τις πρώτες εβδομάδες του Μεγάλου Πολέμου. Διεκτραγωδεί με ηρεμία την καταστροφή της πόλης, τους τουφεκισμούς φίλων, τη θλιβερή όψη των προσφύγων και ξεσπά σε κλάματα όταν μιλά για το κάψιμο της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης που χρονολογούνταν από τον Μεσαίωνα. Προερχόμενο από το βιβλίο «The War that Ended Peace» της καναδής ιστορικού Μάργκαρετ Μακ Μίλαν, το στιγμιότυπο μιας κουλτούρας που έχει ακόμη την πολυτέλεια να θρηνεί ισότιμα την πολιτισμική και την ανθρώπινη απώλεια υποδεικνύει γιατί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ένας πόλεμος ανοίκειος σε εμάς. Εκατό χρόνια μετά την έναρξη των εχθροπραξιών που έβαλαν τέλος στον κόσμο του «μακρού 19ου αιώνα», η πληθώρα των επετειακών ιστοριών εντυπώνει στη σημερινή συλλογική μνήμη ασυνήθιστες γραμμές συνόρων στους χάρτες του, ξεχασμένα ονόματα πρωταγωνιστών στις αφηγήσεις του, ανεξιχνίαστα βλέμματα προσώπων στις φωτογραφίες του. Αποκλειστικά δοσμένη σε ασπρόμαυρο, η εικόνα της λάσπης των χαρακωμάτων του Δυτικού Μετώπου έχει εγγραφεί ως αντιπροσωπευτική της πλήρους ματαιότητας μιας σύρραξης που προβλήθηκε έντεχνα από την προπαγάνδα των εμπολέμων ως «ο πόλεμος που θα έβαζε τέλος στον Πόλεμο» («the war to end all wars») ενώ συνιστούσε στην πραγματικότητα βιομηχανικό σφαγείο.

Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόσφατη έκδοση του λευκώματος της Taschen «The First World War in Colour» είναι κάτι παραπάνω από πολύτιμη: εξοικειώνει το αναγνωστικό κοινό με μια εντελώς διαφορετική οπτική των πραγμάτων επαναφέροντας τη διάσταση του χρώματος. Διάσπαρτες ως τώρα σε πλήθος αρχεία ανά την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία, συγκεντρώνονται εδώ 350 από τις λίγες χιλιάδες μόνο έγχρωμες φωτογραφίες που ελήφθησαν την περίοδο 1914-1918 με τη μέθοδο της αυτοχρωμίας. Στην τεχνική αυτή που τελειοποίησαν οι πρωτοπόροι του κινηματογράφου αδελφοί Λιμιέρ μικροσκοπικοί κόκκοι αμύλου πατάτας βάφονταν με συνθετικές βαφές και απλώνονταν σε μια γυάλινη πλάκα διαστάσεων 20 x 84 εκ. λειτουργώντας κατά την έκθεση στο φως ως μικροσκοπικά φίλτρα τα οποία διαχώριζαν το είδωλο σε αντίστοιχες κηλίδες που με τη σειρά τους όριζαν τη συμμετοχή των βασικών χρωμάτων στο εκάστοτε τμήμα της εικόνας.
Μια και ο χρόνος έκθεσης της λήψης στην αυτοχρωμία ήταν σημαντικά αυξημένος σε σχέση με την ασπρόμαυρη φωτογραφία, τα στιγμιότυπα του «The First World War in Colour», έργα εξεχόντων πρωτοπόρων όπως οι Πολ Καστελνό, Λεόν Γκιμπέλ και Χανς Χίλντεμπραντ, προέρχονται αποκλειστικά από τα μετόπισθεν. Αρκούν όμως για να μεταβάλουν άρδην την αίσθησή μας. Αχρωμα αερόπλοια αποκαθίστανται σε μπεζ τόνους με την τρίχρωμη γαλλική σημαία στα πτερύγιά τους. Η σκουριά διαβρώνει τα εγκαταλειμμένα στο ύπαιθρο γερμανικά άρματα μάχης. Οι κάννες πυροβόλων σε διαβαθμίσεις του γκρίζου που στρέφονται στον ουρανό του Βερντέν αποδεικνύονται στην πραγματικότητα κατά το ήμισυ πράσινες. Τα φέσια και τα γιλέκα του αποικιακού πεζικού των γάλλων ζουάβων δεν θυμίζουν πια ατημέλητους ατάκτους, η έντονη κόκκινη και μπλε υφή τους παραπέμπει σε φιγούρες αγωνιστών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Η κρυμμένη ωστόσο διάσταση της σημασίας του χρώματος σε μια σύγκρουση σύγχρονων όπλων εμφανίζεται σε μια εικόνα από τη μάχη του Μάρνη, όπου οι Γάλλοι σταμάτησαν τη γερμανική προέλαση προς το Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 1914. Το απόσπασμα του γαλλικού πεζικού που απεικονίζεται γύρω από μια φωτιά φορά ακόμη τη γαλάζια χλαίνη και τα παραδοσιακά κόκκινα παντελόνια –σήματα κατατεθέντα του στρατιωτικού σώματος από τον 19ο αιώνα. Κατάλοιπο άνισων συρράξεων με ιθαγενείς που διέθεταν είτε αγχέμαχα όπλα είτε απηρχαιωμένα τουφέκια, συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό των θυμάτων στα πρώιμα στάδια του πολέμου εφόσον μέσα στην πράσινη βλάστηση της Φλάνδρας και της Καμπανίας το κόκκινο αποτελούσε εύκολο στόχο για τα τεχνολογικά προηγμένα γερμανικά οπλοπολυβόλα. Για να αντικατασταθεί στις αρχές του 1915 με σκουρο μπλε ή χακί ό,τι ο σοσιαλιστής υπουργός Αμυνας Αλεξάντρ Μιλράν είχε ταυτίσει μόλις δύο χρόνια πριν με την ίδια τη Γαλλία θα απαιτούνταν διαρκείς καταστροφικές απώλειες της τάξης των 27.000 νεκρών σε μία μόνο ημέρα.
Καθώς το βιβλίο προχωρεί ημερολογιακά από την κήρυξη του πολέμου στις 28 Ιουλίου 1914 ως την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918 η ένταση των αποχρώσεων που αποτυπώνεται στις σελίδες αμβλύνεται: η σταδιακή απώλεια του χρώματος μαρτυρεί την εξέλιξη του ίδιου του πολέμου. Οι στολές αντικαθίστανται, τα κτίρια ισοπεδώνονται, τα δάση εκμηδενίζονται. Με τη χρονολογική διάρθρωση του υλικού η φωτοσκίαση αυξάνεται, οδηγώντας σχεδόν πίσω στην καθιερωμένη εικόνα της συλλογικής μνήμης. Τον προπολεμικό κόσμο της ορχήστρας των χρωμάτων υποκαθιστά η ομοιογένεια του γκρίζου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ