Nuccio Ordine
Η χρησιμότητα του άχρηστου (μανιφέστο) –
Με ένα δοκίμιο του Abraham Flexner
Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης.
Εκδόσεις Αγρα, 2014,
σελ. 258, τιμή 12 ευρώ

Ο Νούτσιο Ορντινε, καθηγητής της Ιταλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας, δίνει στο βιβλίο του τον οξύμωρο τίτλο Η χρησιμότητα του άχρηστου ίσως για να ερεθίσει την περιέργεια του αναγνώστη και ενδεχομένως να προκαλέσει. Αλλά πρόκειται για τίτλο απολύτως συμβατό με το περιεχόμενό του. Αν οι δύο τομείς που εξετάζει, δηλαδή η λογοτεχνία και οι ανθρωπιστικές σπουδές, είναι άχρηστοι, όπως τους θεωρούν σήμερα κάποιοι τεχνικοί της εξουσίας, τι είναι χρήσιμο; Ενα γαλλικό κλειδί; μια πένσα; μια βελόνα;

Η απάντηση στο ερώτημα είναι αυτονόητη ή τουλάχιστον ήταν πριν από λίγα χρόνια: Ολα είναι χρήσιμα, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Οι σημερινοί τεχνικοί της εξουσίας όμως θεωρούν χρησιμότητα μόνο την πρακτική χρησιμότητα. Και με την έννοια αυτή το να διαβάζει κανείς λογοτεχνία ή το να γνωρίζει λατινικά είναι άχρηστο. Γι’ αυτό και η κουλτούρα και η ανθρωπιστική παιδεία αποτελούν τα πρώτα θύματα κάθε οικονομικής κρίσης, όπως συμβαίνει τώρα στην Ευρώπη και κατ’ εξοχήν στη χώρα μας.
«Κάλπικη» πρόοδος


Το βιβλίο του Ορντινε στηρίζεται στο σκεπτικό ότι με την τέχνη, τη λογοτεχνία και τα Γράμματα γενικώς διαμορφώνονται ολοκληρωμένες προσωπικότητες και όχι ανδρείκελα της τεχνοδομής. Ο συγγραφέας ανατρέχει σε πλήθος παραδείγματα από το παγκόσμιο απόθεμα των λογοτεχνικών και φιλοσοφικών έργων: από τον Πλάτωνα ως τη δική μας εποχή. Είναι η λεγόμενη τεχνική πρόοδος όσο σημαντική μας την παρουσιάζουν οι τεχνοκράτες; Μήπως πρόκειται για πρόοδο «κάλπικη» που αγνοεί τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου και ενώ προμηθεύει στον κόσμο πλήθος νέα προϊόντα ταυτοχρόνως τον αδειάζει και τον φτωχαίνει;

«Η πίστη στην πρόοδο είναι ένα δόγμα των αργόσχολων και των Βέλγων»
σάρκαζε τον 19ο αιώνα ο Μποντλέρ και ο Φλομπέρ κορόιδευε όσους πίστευαν πως ο πολιτισμός πηγαίνει ένα βήμα μπροστά επειδή βελτιώθηκε η ποιότητα των βελονιών. Παρόμοια καυστικά έχουν πει πολλοί συγγραφείς πρώτης γραμμής, σε αρκετούς από τους οποίους αναφέρεται ο Ορντινε παραθέτοντας πλήθος παραδειγμάτων, πολλά από τα οποία είναι γνωστά στον μέσο αναγνώστη, αυτόν δηλαδή που έχει γενική γνώση της λογοτεχνίας και των μεγάλων έργων. Η αξία τους όμως είναι ακόμη μεγαλύτερη σήμερα όπου, καθώς γράφει εύστοχα, «ζούμε στον χειμώνα της συνείδησης», γι’ αυτό και τα μεγάλα έργα «είναι ένα χρησιμότατο εργαλείο αντίστασης κατά της βαρβαρότητας του παρόντος» και «το άνευ σημασίας αποδεικνύεται ουσιαστικό». Διαβάζουμε λοιπόν όχι για να κερδίσουμε κάτι αλλά εξαιτίας της επιθυμίας να γνωρίσουμε και να γνωριστούμε –και άρα να γίνουμε καλύτεροι.
Τα πανεπιστήμια-επιχειρήσεις


Το πρώτο μέρος του βιβλίου είναι ένα άθροισμα υπενθυμίσεων και γι’ αυτό δίνει την εντύπωση του συμπιληματικού. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το δεύτερο μέρος, όπου ο Ορντινε εξετάζει την κατάσταση των σημερινών πανεπιστημίων στη Δύση και «τις καταστροφικές συνέπειες που η λογική του κέρδους παρήγαγε στον χώρο της διδασκαλίας».
Δεν είναι τωρινό το ότι οι έδρες των ανθρωπιστικών σπουδών μειώνονται ή υποβαθμίζονται σε όλα τα πανεπιστήμια, που δεν στοχεύουν πλέον στην παροχή ολοκληρωμένης γνώσης αλλά πρωτίστως στην παραγωγή επαγγελματιών. Οι φοιτητές έτσι μετατρέπονται σε πελάτες, ειδικά στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Και επειδή ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, ο πελάτης-φοιτητής πρέπει να έχει τον καθηγητή «του χεριού του».
Τα πανεπιστήμια έχουν μετατραπεί σε επιχειρήσεις και το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι οι ισολογισμοί τους. Και επειδή το μεγαλύτερο μέρος από τα έσοδά τους προέρχεται από τα δίδακτρα, διαφημίζονται τακτικότατα προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες. Το ακαδημαϊκό έτος έτσι είναι επιχειρηματικό έτος με κέρδη και ζημιές. Αναπόφευκτα οι καθηγητές μεταβάλλονται σε γραφειοκράτες απομακρυνόμενοι και οι ίδιοι από την οικουμενική διάσταση της παιδείας και επικεντρώνοντας όλες τους τις δυνάμεις στο πώς θα παράγουν επαγγελματίες.

Περικοπές στην κουλτούρα και στην παιδεία
Οι περικοπές στην παιδεία και στην κουλτούρα τις οποίες οι τεχνικοί της εξουσίας σήμερα θεωρούν αναπόφευκτες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Ο Ορντινε αναφέρεται στην παθιασμένη ομιλία του Βικτόρ Ουγκό της 10ης Νοεμβρίου 1848 στη Συνταγματική Συνέλευση τονίζοντας ότι «στα μέλη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα έπρεπε να επιβληθεί η ανάγνωσή της». Παραθέτει μάλιστα ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματά της. Ο Ουγκό θεωρεί αρνητικές τις προτεινόμενες τότε περικοπές στις επιστήμες, στα Γράμματα και στις Τέχνες γιατί από οικονομική άποψη ήταν ασήμαντες ενώ από όλες τις άλλες απόψεις βλαβερές. Υποστηρίζει μάλιστα ότι «η κρίση ξεπερνιέται όχι κόβοντας τα κονδύλια για την κουλτούρα αλλά διπλασιάζοντάς τα».
Οσοι θεωρούν τα παραπάνω υπερβολικά ας ανατρέξουν στον Κέινς που απέδειξε ότι ο πολιτισμός περιέχει, εκτός όλων των άλλων, προστιθέμενη αξία –αν βέβαια ξέρουμε να την υπολογίζουμε. Ποια θα ήταν η πολιτιστική υποδομή και το αντίστοιχο διεθνές κύρος της Βρετανίας αν εκείνος ο εμπνευσμένος άνθρωπος δεν είχε δημιουργήσει αμέσως μετά τον πόλεμο τους μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία η βιομηχανική υποδομή της χώρας είχε καταστραφεί και το εμπόριό της ήταν σχεδόν ανύπαρκτο;
Σήμερα εξαφανίζονται τα ιστορικά βιβλιοπωλεία, το ίδιο θα συμβεί και με τις βιβλιοθήκες ενώ έχει προγραμματισθεί και η εξαφάνιση των κλασικών, σημειώνει ο Ορντινε. Τα συμπεράσματα είναι δυσοίωνα αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία καθώς λέει ο κοινός τόπος. Γιατί απλούστατα η ανθρωπότητα δεν έχει την πολυτέλεια να απαλλοτριώσει τις μνήμες της.
Το τρίτο μέρος (και το συντομότερο) με τίτλο Η ιδιοκτησία σκοτώνει: dignitas hominis, αγάπη, αλήθεια είναι και το πιο αδύναμο, μολονότι αποτελεί μικρό ύμνο στους κλασικούς της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Ακολουθεί στο Παράρτημα το εξαίρετο δοκίμιο του κορυφαίου αμερικανού παιδαγωγού Αμπρααμ Φλέξνερ, δημοσιευμένο το 1939 στο Harper’s Magazine, ένα κείμενο προφητικό, θα λέγαμε, το οποίο παραμονές του πολέμου υπερασπίζεται, ανάμεσα στα άλλα, με πάθος την πνευματική ελευθερία.