Aννίτα Π. Παναρέτου
Ψυχής εγκώμιον

Εκδόσεις Εστία,
σελ. 187, τιμή 14 ευρώ

Η παιδική και η εφηβική ηλικία (καλή ή κακή, χαρούμενη ή κατηφής, ευοίωνη ή σκοτεινή) τροφοδοτεί μιαν αποθήκη της μνήμης που δεν θα κλείσει ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν, αν η πάροδος των ετών δεν θα έχει κι ένα προσθετικό αποτέλεσμα: να εντείνει και να επεκτείνει τη λειτουργία της. Αυτό είναι το θέμα γύρω από το οποίο κινείται και στο οποίο εστιάζει με επιμονή η αυτοβιογραφική αφήγηση της Αννίτας Π. Παναρέτου, που εξιστορεί τη σχέση με τη μητέρα της: μια σχέση δύστροπη και καταπιεστική αλλά και γεμάτη αμφιλογίες και αντιφάσεις που δεν επιτρέπουν καμιά μονοκόμματη ή εύκολη και σχηματική ερμηνεία.


Μεγαλωμένη σε ένα καθαρώς αστικό περιβάλλον, που της προσέφερε όλες τις υλικές ανέσεις και εξασφάλισε όσες προϋποθέσεις ήταν απαραίτητες για την απόκτηση μιας στέρεης παιδείας, η αφηγήτρια δεν μπορεί να παραγράψει, όταν ξεκινάει τη μνημονική της διαδρομή, την αυστηρότητα της μητρικής φιγούρας. Μια μητέρα που δεν θα πιστέψει στην υπερπροστασία αλλά στην τυπολατρία, απαγορεύοντας στην κόρη της κάθε δική της, αυτόνομη κίνηση, όπως και την οποιαδήποτε εξωτερίκευση αισθημάτων. Με ποιον τρόπο θα εφαρμοστεί άραγε μια στρατηγική σαν κι αυτήν; Μα, πρώτα με το ξύλο που συνετίζει τα παιδιά και τα προετοιμάζει σοφά για τον κόσμο των ενηλίκων και ύστερα με τη νουθεσία και τη χρηστομάθεια οι οποίες τιθασεύουν τις βλαβερές ορμές των εφήβων. Η μητέρα θα προσπαθήσει να συντρίψει έτσι κάθε αίσθηση ελευθερίας, η ελευθερία, όμως, θα μεταβληθεί με μια τέτοια έλλειψη προοπτικής σε ασίγαστο πόθο: σε ένα όνειρο που δεν θα σβήσει ποτέ και θα διατηρήσει την παρηγορητική του δύναμη κάτω και από τις πλέον αντίξοες συνθήκες.

Τα πράγματα ωστόσο δεν μένουν ποτέ ίδια και οι εικόνες της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας αναδιατάσσονται εφόσον το απαιτήσουν οι εξελίξεις του παρόντος, παίρνοντας άλλα χρώματα και ακολουθώντας, αν όχι εντελώς διαφορετικές, πάντως σαφώς καινούργιες κατευθύνσεις. Η κυριαρχική μητέρα θα υποκύψει κάποια στιγμή στους παραλυτικούς νόμους της άνοιας και αυτό θα αποτελέσει ένα πρώτο ρήγμα με την εικονογραφία του παρελθόντος. Το δεύτερο ρήγμα θα είναι οριστικό και με καταλυτικές συνέπειες: ο θάνατος της μητέρας θα απελευθερώσει την κόρη (η έννοια της ελευθερίας αποκτά τώρα μια σχεδόν σωματική χροιά) και θα τη συμφιλιώσει μέσα από τη διεργασία του πένθους με όλα τα σουσούμια (αρνητικά και θετικά) του ανθρώπου ο οποίος τη γέννησε. Η κόρη είναι πια σε θέση να σκεφτεί χωρίς κρίσεις πανικού πως μπορεί και να μοιάζει με τη μάνα της, πως δεν αποκλείεται να αναπαράγει κάτι από τον φέροντα οργανισμό της. Προϊόν της εξοικείωσης με το παρελθόν θα αποτελέσει και η ολοκλήρωση της τραυματικής του αφήγησης, η παράδοση του κειμένου στο τυπογραφείο και η δημοσιοποίησή του –το έσχατο στάδιο της αυτογνωσίας.

Πώς ακριβώς όμως γράφεται ένα κείμενο πορείας προς την αυτογνωσία; Η Παναρέτου χρησιμοποιεί, όπως είναι αναμενόμενο, το πρώτο ενικό, παρεμβάλλει ωστόσο στις διηγήσεις της και άλλα στοιχεία: ημερολογιακές σημειώσεις που κράτησε σε προγενέστερο χρόνο για τα διατρέξαντα, αποσπάσματα συνομιλιών της με την ψυχαναλύτρια η οποία την παρακολούθησε για ένα διάστημα, όπως και μια αφήγηση της μητέρας για τα δικά της παιδικά χρόνια και τον πρώτο της έρωτα. Η τελευταία είναι βεβαίως και το ύπατο τεκμήριο για την κατάκτηση της αυτογνωσίας: η πιο δραστική μέθοδος προκειμένου να μας πείσει η συγγραφέας για το ποιόν της εξομολόγησής της. Αναλόγως πειστικές βρίσκω και τις σελίδες όπου γίνεται λόγος για τους δεσμούς που θα αναπτύξει η κόρη τόσο με τον φυσικό της πατέρα όσο και με τον πατριό της. Θα συμβάλουν αμφότεροι, με τη μετριοπάθεια και τη στοχαστική τους διάθεση, στη συντήρηση της φλόγας της ελευθερίας σε μιαν εποχή που δεν θα επιτρέψει ούτε μία υπόνοια ελευθερίας. Και αυτό θα δώσει στο βιβλίο της Παναρέτου ένα επιπλέον συγκινησιακό βάρος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ