Γιώργος Κουτσούκος
Ενυδρείο

Κίχλη, 2014,
σελ. 153, τιμή 13,50 ευρώ

«Παράσταση δρόμου» μονταρισμένη σε 37 σκηνές με φόντο γνωστές οδούς της σημερινής Αθήνας. Δίχως ιδιαίτερη πλοκή, με ένα και μοναδικό θέμα που ξεφυλλίζεται σε πολλαπλές παραλλαγές, αυτή η σπονδυλωτή νουβέλα έλκει την προσοχή με το στακάτο τέμπο και την αφηγηματική της λιτότητα.


Η κρίση εντός της οποίας βουλιάζουμε εδώ και μερικά χρόνια έχει ήδη αφήσει ορατά χνάρια στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Είναι αρκετά πλέον τα κείμενα (συνήθως πεζογραφήματα) που επιχειρούν να αρθρώσουν ιδιόμορφο λόγο για αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Το Ενυδρείο πολιορκεί το δεδομένο θέμα της πάσχουσας πόλης με ευρεσίτεχνη φαντασία και υποδόριο χιούμορ. Ενας αφηγητής που «φλανάρει» (ο όρος κατ’ απόδοση του Μιχαήλ Μητσάκη, ένθερμου θιασώτη της αστικής περιπλάνησης) στους δρόμους μιας μεγαλούπολης είναι οικεία φιγούρα, αρκετά δοκιμασμένη στην αλλοδαπή και ημεδαπή λογοτεχνία. Ο Παύλος Καρτίνης εν προκειμένω, τυπικός αντιήρωας, τριανταπεντάρης λογιστάκος σε επισφαλή επαγγελματική θέση (από την οποία και απολύεται μάλιστα κάποια στιγμή), ζει τη μιζέρια της καθημερινότητας στην Αθήνα του 2010, του 2011 και του 2012. Σκηνοθετεί στιγμές διαφυγής από τη στασιμότητα επιδιδόμενος στο προσφιλές του άθλημα: εφήμερες συναντήσεις με άγνωστες περαστικές και με δόλωμα ένα απλό, φτηνιάρικο πορτοφόλι που την κατάλληλη στιγμή, δήθεν τυχαία, ρίχνεται στα πόδια της στοχευμένης ωραίας της ημέρας. Η εξέλιξη αυτών των συναπαντημάτων δεν είναι η επιθυμητή –κάθε άλλο· οι αντιδράσεις των θηραμάτων ποικίλλουν, από την ευθεία απόρριψη, τη λοιδορία και την αντεπίθεση έως την ευγενική συγκατάβαση ή (ενίοτε) μια εξίσου απελπισμένη και νευρική ανταπόκριση. Καλειδοσκοπική η αφήγηση, ξετυλίγει εικόνες και σκηνές, ποικίλες εκδοχές της άγρας γυναικών από ένα μάλλον αποτυχημένο, ατζαμή κυνηγό που, ωστόσο, επιμένει στη σισύφεια πορεία του, εσκεμμένη, προσεκτικά σχεδιασμένη και συνάμα απρόσμενη –το ρίσκο ενός μικρού καθημερινού τζόγου.
Συλλέκτης και flâneur

Σε μια επιθετική, ερεθισμένη Αθήνα των «αγανακτισμένων», των αστέγων που απλώνουν τα στρωσίδια τους στις εσοχές των πεζοδρομίων, των ηττημένων της ζωής, των πολλαπλασιασμένων «ενοικιάζεται» στα έρημα μαγαζιά, ο αφηγητής δοκιμάζει με τα μικρά αυτοσχέδια μέσα του την ερωτική του τύχη στη ζούγκλα της πόλης. Σε ρουτινιάρικες, προδιαγεγραμμένες είτε ελεύθερες διαδρομές αναζητεί το δικό του γυναικείο ίνδαλμα, τον «τύπο» του, οιστρηλατείται όμως και από τον πόθο να γευτεί την ατέρμονη ποικιλία του θηλυκού είδους (πολλές οι ερωτεύσιμες: μικρές, πιτσιρίκες, μεγαλύτερες, κοντούλες, ψηλόλιγνες, αφρατούλες, ντυμένες παλιομοδίτικα ή προκλητικά, κομψές ή ατσούμπαλες, μαυρούλες ή λευκορόδινες, γεροδεμένα σκαριά ή αιθέριες υπάρξεις). Ρουφά την ένταση των δρόμων και το «άρωμα γυναίκας» στη συνεκδοχή τους, με την εμμονή του πλανόδιου συλλέκτη, που δεν είναι ακριβώς ένα ακόμη «καμάκι» του πεζοδρομίου μήτε ένας αγοραίος Καζανόβας. Ανάξιος εραστής, προσπαθεί συνεχώς να αγγίξει το όνειρο κόντρα στην κατάρρευση της καθημερινότητας, να ξεφύγει από την περιρρέουσα ματαίωση, φλερτάροντας αμήχανα, καλύπτοντας άτεχνα τη στέρησή του, με έναν κακοφορμισμένο λυρισμό. Περιφερόμενος σε δρόμους κεντρικούς, πολυσύχναστους ή απόμερους, συνοικιακούς (κάθε κεφάλαιο-μονόπρακτο ονοματίζεται από τον δρόμο όπου παίζεται το αναπάντεχο επεισόδιο), περνώντας από γνωστά στέκια, μπαράκια, καφετέριες, γνώριμα μνημεία, θέατρα, κινηματογράφους, πάρκα, πλατείες, ξενοδοχεία και μικρομάγαζα, ο ερωτύλος αφηγητής γίνεται ο άνθρωπος-πόλη, ο άνθρωπος-Αθήνα. Η περιπλάνηση προσθέτει συνεχώς εικόνες στη φωτογραφική αποτύπωση της θυμωμένης πολιτείας και εμπλουτίζει την πινακοθήκη των αισθαντικών γυναικών· αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αλληλουχία των περιστατικών θα μπορούσε να επεκτείνεται εις το διηνεκές. Μέσα από το αδηφάγο βλέμμα αυτού του κρυπτορομαντικού συλλέκτη ανοίγει προοπτικά το ριπίδι των δρόμων και των θηλυκών. Η περιδιάβαση στον κόσμο της πόλης και στον κόσμο των γυναικών έχει μια κινηματογραφική κίνηση και δυναμική που κρατά κάτι από την τρυφερή κυνικότητα της ταινίας του Τριφό «Ο άντρας που αγαπούσε τις γυναίκες».
Απιαστος στόχος

Aναζητώντας αυτές τις μικρές νησίδες της ουτοπίας στο δυσφορικό πέλαγος που τον περιβάλλει, ο αφηγητής έχει επίγνωση ότι ματαιοπονεί ανεβοκατεβαίνοντας την κλίμακα του κωμικού (ή του γελοίου) και του τραγικού. Το εμμονικό πάθος του δεν εξαφανίζει το ιδιαίτερο χιούμορ του μήτε τον εμποδίζει να διακρίνει τα ευτράπελα γύρω του (σχολιάζει π.χ. το Ωνάσειο στη Συγγρού: «Δεν ξέρω πώς έγινε και του έδωσαν τελικά σχήμα πυραμίδας, αλλά είναι σίγουρα το πιο «μπλακ χιούμορ» κτίριο της Αθήνας. Νοσοκομείο σε σχήμα τάφου!»). Αστείο, ουσιαστικά, είναι και το μικρό φετίχ του, το άδειο πορτοφολάκι που ρίχνεται στο πεζοδρόμιο ώστε να ξεκινήσει το αλισβερίσι με την επιλεγμένη περαστική. Αποδυναμωμένο από την όποια πραγματική ή συμβολική αξία του (είναι κενό, άχρηστο κουφάρι, σκέτη μόστρα), αντανακλά εύστοχα την πρόδηλη πτωχοποίηση του περίγυρου. Ο αφηγητής πανικοβάλλεται όταν νιώθει ότι σε κρίσιμες στιγμές τού λείπει το «εργαλείο» του, εξ ου και άλλες φορές τα αγοράζει δυο-δυο για να είναι σίγουρος ότι δεν θα ξεμείνει στη μέση του δρόμου. Αλλωστε πρέπει να υπολογίζει και τις ενδεχόμενες χασούρες: δεν είναι λίγες οι φορές που ο κυνηγός την παθαίνει από τα θηράματα· αρκετές γυναίκες τού ξαφρίζουν το δόκανο –πριν προλάβει να τις παγιδεύσει αυτός, τον εξαπατούν εκείνες μπροστά στα μάτια του.
Αναπολώντας τον ανιαρό βίο του, ο αφηγητής παρεμβάλλει κάποια μικρά φλας μπακ που ξεδιπλώνουν πτυχές του χαρακτήρα του. Στοχάζεται πώς κατέληξε στα βαρετά λογιστικά βιβλία: «Οχι πως μ’ άρεσαν. Καμία σχέση. Απλά αφέθηκα να με παρασύρει το κύμα μακριά από την ακτή, λιάζοντας ανάσκελα την κοιλιά μου και κάνοντας τεμπέλικα απλωτές». Η εικόνα προαναγγέλλει κάπως το υπερρεαλιστικό κλείσιμο της όλης αφήγησης όπου η πόλη πλημμυρίζει, τα νερά καλύπτουν τα πάντα και ο Παύλος Καρτίνης, πιασμένος χέρι-χέρι με την καλή του, βολτάρει υποβρυχίως στη βυθισμένη Αθήνα: «Πλέουμε πάνω από την Ομόνοια, τη Σταδίου, την Πανεπιστημίου, τη Σκουφά […]. Κάνουμε ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στους κίονες του Παρθενώνα, δυο μέτρα πάνω από το έδαφος, και κοιταζόμαστε βαθιά στα μάτια. Είμαστε ταυτόχρονα ελεύθεροι και εγκλωβισμένοι στην πλημμυρισμένη πόλη […] σαν ψάρια σε ναυάγιο».
Με αυτή την ονειρική απογείωση από την απωθητική πραγματικότητα, η Αθήνα διεκδικεί τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της ανήκει ως απόλυτη ερωμένη. Πόλη-ενυδρείο, φιλοξενεί στον υδάτινο κόσμο της σαν απλά ψαράκια τον λογιστάκο και το ταίρι του. Κολυμπούν μέσα της άνετα σαν να τους τρέφει ένα περίεργο αμνιακό υγρό. Πόλη-μήτρα, πόλη-μητέρα, πόλη-μητριά. «Για πάντα».
*Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ