«Είμαι ευχαριστημένος που το πιθανότερο είναι να πεθάνω από την καρδιά μου, το ευγενέστερο των ζωτικών οργάνων» έλεγε ο ιστορικός Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου στο «Βήμα» πριν από λίγες εβδομάδες, «αλλά τον τελευταίο λόγο τον έχει ο πρίγκιπας» συνέχισε τότε, αγγίζοντας όλο νόημα το κεφάλι του. Και πράγματι το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου απεβίωσε ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας αισίως συμπληρώσει 102 και πλέον χρόνια ζωής. Ηταν μια ζωή γεμάτη και ακάματη, αφιερωμένη στην επιστήμη, στην έρευνα και στη μελέτη της Αρχαίας αλλά και της Νέας Ελληνικής Ιστορίας.
Η πορεία του υπήρξε περιπετειώδης, διόλου γραμμική. Ο ίδιος, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας από το 1983 και διατελέσας πρόεδρός της το 1992, άφησε πίσω του ένα πολυδύναμο έργο διεθνούς εμβέλειας και ασφαλώς πρωτοποριακό για τα δεδομένα της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Τον είχαμε συναντήσει στην οικία του στο Κολωνάκι –ο χώρος λιτός, πλημμυρισμένος με βιβλία και πίνακες ζωγραφικής –με αφορμή την εφετινή έκδοση της μονογραφίας του για τον Γεώργιο Λογοθέτη Λυκούργο (1772 – 1850), τον «συνταγματικό δημοκράτη ηγέτη» της Σάμου κατά την Επανάσταση του ’21, ένα προπολεμικό, κατά τα άλλα, συγγραφικό σχέδιο του ιδίου.

«Η γιαγιά μου ήταν εγγονή του. Το αρχείο του περιήλθε ως κληρονομιά στα χέρια του πατέρα μου και έπειτα στα δικά μου. Ως και πέρυσι το καλοκαίρι το έψαχνα και έβρισκα συνεχώς καινούργιες πληροφορίες»
τόνισε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου. Τα τελευταία χρόνια ο ίδιος δεν έγραφε αλλά υπαγόρευε, δεν δούλευε δηλαδή με τα ταλαιπωρημένα μάτια του αλλά με την ακοή και τη μνήμη του περισσότερο. Υπογράμμισε την πρακτική βοήθεια που είχε στο τελευταίο του εγχείρημα τόσο από τις δυο συνεργάτριές του όσο και από τον αγαπημένο του ανιψιό Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου που είναι σήμερα καθηγητής στο Πολυτεχνείο και φέρει, όπως εξήγησε τότε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, το όνομα του δικού του παππού ο οποίος υπήρξε διακεκριμένος δημοσιογράφος και σφοδρός επικριτής του βασιλέα Γεωργίου Α’ –εξορίστηκε στην Κορσική το 1917 μετά τη δημοσίευση ενός άρθρου υπό τον τίτλο «Αντί ολίγων πλίνθων» στην εφημερίδα «Πελοπόννησος» των Πατρών. Σε αυτή την πόλη γεννήθηκε το 1912 και ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου.
«Στις αρχές Αυγούστου τον είδα τελευταία φορά και τότε, λίγο πριν από το τέλος, μου έδωσε έναν ακόμη φάκελο με «δουλειά» και μου είπε «ψάξε»» ανέφερε πολύ χαρακτηριστικά στο «Βήμα» ο Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου μετά την κηδεία του θείου του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. «Μεγάλο το προνόμιο να είμαι συγγενής του, η παρουσία του ήταν ένα δώρο ζωής για μένα» συμπλήρωσε ο ίδιος. «Με έλκυε από νωρίς η ανάγνωση ιστορικών βιβλίων σε τέτοιον βαθμό ώστε, κάθε φορά που παραλάμβανα τα καινούργια σχολικά βιβλία της επόμενης τάξης, πήγαινα στο σπίτι μου, άνοιγα το νέο διδακτικό βιβλίο της Ιστορίας και το διάβαζα ολόκληρο. Δεν περίμενα να το ακούσω στην τάξη» θυμήθηκε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου στη διάρκεια εκείνης της μακράς συνομιλίας που αποδείχθηκε η τελευταία του συνέντευξη.
Στην τελευταία τάξη του γυμνασίου αποφάσισε ο ίδιος να σπουδάσει ιστορικός. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, η οποία είχε οργανωθεί στα γερμανικά πρότυπα, από το 1928 ως το 1932. Την επόμενη χρονιά πήρε το πτυχίο του. Ωστόσο την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη στο ίδρυμα ειδική έδρα Νέας Ελληνικής Ιστορίας, το γνωστικό αυτό πεδίο υπαγόταν έτσι στην έδρα της Ιστορίας των Μέσων και Νεότερων Χρόνων. Κάτοχός της ήταν ο συνονόματός του καθηγητής Μιχαήλ Βολονάκης που «δεν είχε ανάλογες σπουδές στο εξωτερικό ούτε δημοσίευσε ποτέ ιστορική μελέτη». Επιπλέον η Φιλοσοφική Σχολή «που τότε δεν ήταν ακόμα πραγματική πανεπιστημιακή σχολή όπως η Νομική», ήταν προσανατολισμένη στο να δημιουργεί καθηγητές μέσης εκπαίδευσης περισσότερο παρά να καταρτίζει μεθοδικά ερευνητές. Την πρώτη εβδομάδα της φοίτησής του εκεί, παρ’ όλα αυτά, «ένα συνηθισμένο γεγονός έγινε η αιτία της αυτοδιδαχής μου ως ιστορικού». Ο αξιόλογος καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας Σωκράτης Κουγέας υπέδειξε, μεταξύ άλλων, σε μια παράδοσή του ένα βιβλίο που έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά τον νεαρό Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου. Επρόκειτο για το μνημειώδες, πολύτομο έργο «Griechische Geschichte» του Γερμανού Καρλ Γιούλιους Μπέλοχ (1854 – 1929) το οποίο και άρχισε ο εκκολαπτόμενος ιστορικός να διαβάζει στην Εθνική Βιβλιοθήκη –«το αναπαυτικό κάθισμα μου έλεγε «μην κουνηθείς, μείνε, δεν θα κουραστείς»». Οχι μόνο δεν κουράστηκε αλλά ένιωσε ότι το μυαλό του ήταν «παρασκευασμένο να συνεννοηθεί με τον Μπέλοχ», το έργο του οποίου «υπήρξε το φροντιστήριο, όπου φοίτησα, όχι μόνον για την Αρχαία Ιστορία ειδικά, αλλά για την Ιστορία γενικά». Του έκανε μεγάλη εντύπωση ότι ο Μπέλοχ, ασχολούμενος βασικά με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, δεν περιοριζόταν μονάχα στην έκθεση πολιτικών γεγονότων αλλά εκτεινόταν και «σε κοινωνικά και οικονομικά, επίσης σε γεωγραφικά και δημογραφικά μεγέθη κρατών, καθώς και στις τέχνες, στις επιστήμες, στη φιλοσοφία». Πρόσεξε, επιπροσθέτως, ότι «καταχώριζε όχι μόνο συμβάντα, αλλά και μακροπερίοδες εξελίξεις».
Ο Μπέλοχ είχε ήδη προβεί, με άλλα λόγια, στη ριζοσπαστική κατάργηση της διάκρισης που ήταν παραδεδεγμένη ακόμη τότε στην ιστορική επιστήμη και η οποία προέβλεπε γενικά δυο αυτοτελείς κλάδους: την Πολιτική Ιστορία (Geschichte) και την Ιστορία του Πολιτισμού (Kulturgeschichte). «Το έργο του Μπέλοχ επέχει θέση προδρόμου ως προς τη γαλλική «σχολή των Annales» και εκείνο του Φερνάντ Μπροντέλ. Για τη σχολή των Annales πήρα τις πρώτες πληροφορίες (μάλλον το 1937) από τον Διονύσιο Ζακυθηνό που είχε σπουδάσει στη Γαλλία. Η σε κλίμακα εφαρμογή των προτύπων αυτής της σχολής, η οποία εργάστηκε αργότερα στη Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία, άρχισε στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση του 1974» εξήγησε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου. Στα χρησιμότατα φροντιστήρια της Φιλοσοφικής Σχολής, στο τρίτο έτος των σπουδών του, συναντήθηκε με τον Αριστοτέλη, την «Αθηναίων Πολιτεία» και τα «Πολιτικά» του. Αυτά τα κείμενα γέννησαν το ενδιαφέρον του για την αθηναϊκή δημοκρατία και για το χαρακτηριστικό της ελληνικής αρχαιότητας είδος κράτους που ονομαζόταν «πόλις». Εκεί είχε τις ρίζες της μια μακρά διαδικασία που καρποφόρησε πολλές δεκαετίες αργότερα, μεταξύ του 1980 και του 1999 –αναφερόμαστε στις μελέτες «Πόλις, ένας τύπος αρχαίου ελληνικού κράτους», δημοσιευμένη αρχικά στην αγγλική γλώσσα, και «Η αθηναϊκή δημοκρατία». Είχαν, εν τω μεταξύ, προηγηθεί μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα στη Γαλλία (από το 1956 είχε αποκτήσει το περίφημο «doctorat d’ Εtat») και μια χουντική απόλυση (1968) από την καθηγητική του θέση στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανάλογη, κυλιόμενη στον χρόνο, τύχη είχε και η μελέτη του «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης» στην οποία αναδεικνύεται με δραματικό τρόπο ο εμφύλιος σπαραγμός των ίδιων των (μαχόμενων τον ξένο ζυγό, κατά τα λοιπά) Ελλήνων μέσα από τα τεκμήρια που βρίσκονταν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. «Πρώτος εγώ μελέτησα επίσημα έγγραφα» είπε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου που πρόλαβε να αποδελτιώσει ένα εκτεταμένο υλικό, ως και τον Οκτώβριο του 1940, λίγο πριν από τον πόλεμο. Το οριστικό κείμενο αυτής της μελέτης είχε συνταχθεί στη διάρκεια της Κατοχής αλλά δημοσιεύθηκε επεξεργασμένο και εμπλουτισμένο μόλις πριν από δύο χρόνια. Ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, διαυγής πάντοτε, συνόψισε τότε ως εξής: «Ημουν 37-38 χρόνων όταν άρχισα να γράφω Αρχαία Ιστορία, άρχισα μια νέα σταδιοδρομία στο εξωτερικό, ενώ την εμφάνισή μου στη Νέα Ιστορία την είχα κάνει στην Ελλάδα όταν ήμουν 25 χρόνων».
Εννοούσε φυσικά την εικονοκλαστική διδακτορική του διατριβή «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715 – 1821)», στην οποία εφάρμοσε το ιστοριογραφικό μοντέλο του Μπέλοχ και η οποία πυροδότησε έναν αβυσσαλέο πόλεμο εναντίον του. Το 1937 κατέθεσε το έργο και το 1938 απερρίφθη από τους καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής «οι περισσότεροι εκ των οποίων το επέκριναν ως «επιστημονικώς ανεπαρκές», αλλά κυρίως ως «κομμουνιστικό»». Το «δυσμενές κλίμα» σε βάρος του είχε δημιουργηθεί νωρίτερα, όταν «τόλμησε» να δημοσιεύσει κάτι στη δημοτική στη «Νέα Εστία» (Το τέλος της επαναστάσεως της Σάμου, 1934). Ο γλωσσαμύντωρ καθηγητής Εμμανουήλ Πεπελούζος μάλιστα παρουσίασε, σε μια συνεδρίαση, το τεύχος του περιοδικού κρατώντας το με ένα τσιμπιδάκι «ίνα μη μιανθώ!». Η πλειοψηφία των καθηγητών της Φιλοσοφικής Σχολής αποτελούσε το μέρος μιας ευρύτερης ομάδας που συνέχεε τον δημοτικισμό με τον κομμουνισμό, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον όρο «μαλλιαροκομμουνισμός». Υπήρχαν και αλλού καθαρευουσιάνοι «αλλά εκείνοι ήταν οι πιο φανατικοί» όπως σημείωσε ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, «αμαθείς, κακόβουλοι και διώκτες των μη «ημετέρων»». Επιπλέον η ιδέα που είχαν περί «ιστορικού υλισμού» ήταν εξωπραγματική, η διατριβή του ιδίου δεν είχε καμία σχέση με αυτόν, αντιθέτως είχε καταλήξει σε συμπέρασμα αντίθετο με του Γιάννη Κορδάτου (1891 – 1961) ως προς τη φύση της Ελληνικής Επανάστασης. «Πριν από την «Πελοπόννησο» η μεν παραδοσιακή ελληνική ιστοριογραφία δεν είχε ούτε κατ’ ελάχιστον αντιμετωπίσει θέματα οικονομίας, η δε μαρξίζουσα περιοριζόταν σε γενικότητες και αυτές μη στηριζόμενες σε δεδομένα αντλούμενα πάντοτε από πηγές. Ο Γιάννης Κορδάτος υπήρξε πάρα πολύ βιαστικός, ήταν πολιτικός. Η πολιτική πρόθεση ήταν πάρα πολύ εμφανής στο έργο του, πάρα πολύ επίμονη. Και με λίγα και σημειωτέον λανθασμένα στοιχεία απεφάνθη ότι η Ελληνική Επανάσταση ήταν αστική απάνω στο πρότυπο της Γαλλίας» –σύμφωνα πάντως με τη συνολική εκτίμηση του Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, ο οποίος επικαλέστηκε μεταγενέστερες μελέτες του, «ήταν εθνική επανάσταση».
Οταν η κουβέντα μας έφθασε στην εν εξελίξει κρίση είπε ότι πρόκειται για «μια κρίση βαθιά» που «έφθασε ως το κόκαλο» και μας παρέπεμψε σε κάτι που είχε γράψει παλαιότερα: «Συχνά λέγεται ότι εμείς οι Ελληνες έχουμε βραχεία ιστορική μνήμη. Επιβάλλεται να προσθέσουμε ότι γνωρίζουμε πολύ επιπόλαια τη σύγχρονη Ιστορία μας και πολύ λίγο ή λανθασμένα τον κόσμο που μας περιβάλλει. Αυτά τα μειονεκτήματα μας οδήγησαν πολλές φορές σε σφάλματα και ακόμη περισσότερες φορές μας προξένησαν απογοητεύσεις. Ενας μικρός λαός δεν έχει περιθώρια για μεγάλα σφάλματα. Και ένας λαός που κάνει μεγάλα σφάλματα από άγνοια, απροσεξία, έλλειψη παρασκευής και προνοητικότητας είναι ασυγχώρητος».

Ενα πλούσιο έργο
Ο Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου μετά τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών σπούδασε στη Σορβόννη και στο Collège de France. Υπηρέτησε σε διάφορες πανεπιστημιακές θέσεις στη Γαλλία και στην Ελλάδα, ίδρυσε το Κέντρο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού και του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Συνδιηύθυνε τον δεύτερο τόμο της «Ιστορίας της Ανθρωπότητας» της UNESCO (1996).
Βασικά έργα του: «Η Πελοπόννησος κατά την δευτέραν τουρκοκρατίαν (1715-1821)» (πρώτη έκδοση 1939, κυκλοφορεί πλέον από τις εκδόσεις Ηρόδοτος), «La migration grecque en Ionie» (1958, 2008), «Peuples préhelléniques d’ origineindo-européenne» (1977), «Les Proto-Grecs» (1980), «The Polis-State. Definition and Origin» (1989) –η ελληνική μετάφραση «Πόλις, ένας τύπος αρχαίου ελληνικού κράτους» κυκλοφόρησε το 1999 από το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας -, «Between Memory and Oblivion. The Transmission of Early Greek Historical Traditions (1991), «Η αθηναϊκή δημοκρατία» (1999, κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), «Ethné grecsa l’ age du bronze» (2009, ετοιμάζεται η ελληνική μετάφραση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης), «Θέματα νέας ελληνικής ιστορίας» (2011, δύο τόμοι από τις εκδόσεις Ηρόδοτος).
Τέλος, «Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής –24 Φεβρουαρίου – 23 Μαΐου 1825» και «Ενας συνταγματικός δημοκράτης ηγέτης κατά την Επανάσταση του ’21 –Ο Γ. Λογοθέτης Λυκούργος της Σάμου (1772-1850)», που κυκλοφόρησαν επίσης από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης το 2012 και το 2014 αντιστοίχως.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ