Kevin Birmingham
The Most Dangerous Book:
The Battle for James Joyce’s Ulysses
Εκδόσεις Penguin Press, 2014,
σελ. 432, τιμή 29,95 δολάρια

Ο Λέοπολντ Μπλουμ αυνανίζεται χαζεύοντας τα σφιχτά πόδια της Γκέρτι Μακ Ντάουελ κάτω από τη φούστα της. Η Μόλυ Μπλουμ σχεδιάζει εξωσυζυγικό ραντεβού. Ο Λέοπολντ ξεφυλλίζει ένα ηδονικό ανάγνωσμα. Η Μόλυ αναθυμάται σε χειμαρρώδη εσωτερικό μονόλογο τη συνεύρεση με τον εραστή της. Οι βασικοί χαρακτήρες του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις ενδιαφέρονται πολύ για το σεξ. Το σκέφτονται, το κάνουν, το αναπολούν. Ο ερωτισμός χρωματίζει –στην αισθησιακή ή στην κωμική-παρωδιακή μορφή του –ως σταθερή ατμόσφαιρα το αριστούργημα του ιρλανδού συγγραφέα, γι’ αυτό και θεωρήθηκε στην εποχή του πορνογράφημα. Το εμβληματικότερο μυθιστόρημα του μοντερνισμού και λογοτεχνικό ορόσημο του 20ού αιώνα κυνηγήθηκε μανιασμένα ως χυδαίο ανάγνωσμα που προσβάλλει τη δημόσια αιδώ στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, αντίτυπα κατασχέθηκαν και κάηκαν σε εξαγνιστικές για τα ήθη πυρές, εκδότες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Το χρονικό της λογοκρισίας του θρυλικότερου Οδυσσέα μετά τον ομηρικό αφηγείται ο Κέβιν Μπέρμιγχαμ, νεαρός λέκτορας Αγγλικής Φιλολογίας στο Χάρβαρντ, στον τόμο The Most Dangerous Book: The Battle for James Joyce’s Ulysses (Penguin Press, 2014) που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Αμερική. Η μελέτη ερευνά σχολαστικά μια ανεξερεύνητη πτυχή της εκδοτικής ιστορίας του Οδυσσέα και, παρά τις ανισότητες και το ενίοτε λαϊκιστικό ή πομπώδες ύφος της, θα αποτελέσει έργο αναφοράς στην τζοϊσική βιβλιογραφία.

Γραμμένος από το 1914 ως το 1921, ο Οδυσσέας αφηγείται τις περιπλανήσεις του εβραϊκής καταγωγής Λέοπολντ Μπλουμ στους δρόμους του Δουβλίνου και στα εσωτερικά τοπία της συνείδησης και του ψυχισμού του στη διάρκεια της 16ης Ιουνίου του 1904, ενώ η γυναίκα του Μόλυ ετοιμάζεται να συναντήσει τον εραστή της. Με τη μεσολάβηση του ιμπρεσαρίου των μοντερνιστών Εζρα Πάουντ, τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος δημοσιεύτηκαν από τον Μάρτιο του 1918 ως τον Δεκέμβριο του 1920 στο αμερικανικό περιοδικό Little Review που εξέδιδαν οι πρέσβειρες του μοντερνισμού Μάργκαρετ Αντερσον και Τζέιν Χιπ. Οταν το περιεχόμενο του κειμένου διέρρευσε, τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία κατέσχεσαν αντίτυπα του περιοδικού και αρνήθηκαν τη διανομή του με το επιχείρημα ότι ο Οδυσσέας αποτελούσε άσεμνο ανάγνωσμα και η αμερικανική Ενωση για την Καταπολέμηση της Ανηθικότητας κατέθεσε αγωγή ενάντια στις δύο εκδότριες. Ο Τζον Κουίν, επιτυχημένος δικηγόρος της Νέας Υόρκης, συλλέκτης και προστάτης των τεχνών, τις υπερασπίστηκε χωρίς αποτέλεσμα. Το 1921 η συνέχιση της δημοσίευσης απαγορεύτηκε και οι εκδότριες τιμωρήθηκαν με πρόστιμο.
Απαγορευμένο στην Αμερική και εξίσου ανεπιθύμητο στη Βρετανία, το μυθιστόρημα του Τζόις ανέλαβε να εκδώσει στο φιλελεύθερο Παρίσι μια άλλη προστάτιδα των μοντερνιστών, η Σίλβια Μπιτς, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου «Shakespeare and Company». Ο Οδυσσέας, σε χίλια αντίτυπα των 732 σελίδων, κυκλοφόρησε την ημέρα των τεσσαρακοστών γενεθλίων του Τζόις, στις 2 Φεβρουαρίου 1922. Με την υποστήριξη της Μπιτς η φήμη του βιβλίου διαδόθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου αντίτυπα εισάγονταν λαθραία. Κάποια από αυτά κατέσχεσαν πάλι τα Αμερικανικά Ταχυδρομεία βάσει νόμου του 1873 και τα έκαψαν ώσπου το 1933 ο Μπένετ Σερφ, ο δαιμόνιος εκδότης του Random House, σοφίστηκε έναν τρόπο για τη νομιμοποίηση της κυκλοφορίας του έργου στην Αμερική. Εισήγαγε αντίτυπα της γαλλικής έκδοσης στη χώρα περνώντας τα προκλητικά από το τελωνείο προκειμένου να κατασχεθούν και να παραπεμφθεί ο ίδιος σε δίκη. Είχε ήδη έτοιμη την υπεράσπισή του, έναν ογκώδη φάκελο υπέρ της λογοτεχνικής αξίας του βιβλίου. Στις 6 Δεκεμβρίου 1933 ο δικαστής Τζον Μ. Γούλσεϊ, σε μια ιστορική απόφαση για τις ΗΠΑ, κατέληξε ότι το μυθιστόρημα δεν ήταν πορνογραφικό ούτε άσεμνο. Την απόφασή του επικύρωσε το Εφετείο και έτσι οι ΗΠΑ έγιναν η πρώτη χώρα του αγγλόφωνου κόσμου στην οποία ο Οδυσσέας κυκλοφόρησε ελεύθερα.
Ο Μπέρμιγχαμ διανθίζει τις αναφορές σε νόμους και δικαστικά πρακτικά με πιπεράτες λεπτομέρειες, αποκαλύψεις, ανατροπές, μυστήριο, επιχειρώντας να καταστήσει τη βαρετή αρχειακή έρευνα συναρπαστικό ανάγνωσμα και αναπόφευκτα αυτή η βιογραφία ενός βιβλίου καταλήγει και βιογραφία του δημιουργού του. Οπωσδήποτε το βιβλίο του Μπέρμιγχαμ δεν αντικαθιστά την κλασική βιογραφία Τζέιμς Τζόις (Scripta, 2005) του Ρίτσαρντ Ελμαν, προσθέτει όμως μια νέα πληροφορία για την οποία ο Μπέρμιγχαμ φαίνεται υπερβολικά υπερήφανος: τα σοβαρά προβλήματα όρασης που αντιμετώπιζε ο Τζόις οφείλονταν, λέει, στη σύφιλη που είχε κολλήσει στα νιάτα του στο Δουβλίνο.

Εύσημα πολιτικού ακτιβισμού
Στημελέτη του Μπέρρμιγχαμ ο «άγιος» του μοντερνισμού παρουσιάζεται χωρίς το φωτοστέφανό του. Ιδιοφυής δημιουργός μεν, ο Τζόις είναι ένας αρνητικός χαρακτήρας, εγωπαθής και αλαζόνας, πότης και σπάταλος, με πολλές αδυναμίες και ηδονοβλεπτικές τάσεις, άνθρωπος επιτήδειος που χειραγωγούσε τους άλλους γύρω του προκειμένου να δίνουν για λογαριασμό του τις δικές του μάχες: τον Εζρα Πάουντ και τον Τζον Κουίν, αλλά κυρίως τις γυναίκες, τις εκδότριές του στην Αμερική και στο Παρίσι, την αγγλίδα μαικήνα του Χάριετ Γουίβερ που τον υποστήριζε οικονομικά με υπέρογκα ποσά και τη γυναίκα του Νόρα Μπάρνακλ που προσφέρθηκε πρώτη να διακινήσει το μυθιστόρημα. Αν ήταν επικίνδυνος ο Τζόις, ήταν μάλλον για τους κοντινούς του και όχι για τους αναγνώστες του.
Ο Μπέρμιγχαμ επιφυλάσσει όμως στον απολιτίκ Τζόις μια ιδεολογική αναβάθμιση: «Για καλλιτέχνες όπως ο Τζόις, οι οποίοι θεωρούσαν την ελευθερία της έκφρασης ιερή, η λογοκρισία αποτελούσε την επιτομή της τυραννίας της κρατικής εξουσίας. (…) Η δημοσίευση ενός δήθεν άσεμνου κειμένου –η άρνηση γενικώς του «άσεμνου» ως νόμιμης κατηγορίας –ήταν ένας τρόπος να εκθέσουν και να απορρίψουν την παράλογη βάση κάθε κρατικής εξουσίας. Ηταν μια μορφή λογοτεχνικής αναρχίας» υποστηρίζει ο Μπέρμιγχαμ και δίνει στον Οδυσσέα τα εύσημα όχι μόνο της λογοτεχνικής δεξιοσύνης αλλά και του πολιτικού ακτιβισμού. «Ο Οδυσσέας απομάκρυνε όλα τα εμπόδια στην τέχνη» γράφει ο Μπέρμιγχαμ. «Απαιτούσε απεριόριστη ελευθερία στη μορφή, στο ύφος και στο περιεχόμενο –λογοτεχνικές ελευθερίες που ήταν τόσο βαθιά πολιτικές όσο κάθε άλλη μορφή λόγου που προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία (του αμερικανικού Συντάγματος)».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ