Αγγέλα Καστρινάκη
Και βέβαια αλλάζει!
Αφήγημα για τη Μεταπολίτευση
Εκδόσεις Κίχλη, 2014,
σελ. 264, τιμή 15 ευρώ

Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για τη μοίρα και την ταυτότητα μιας γενιάς; Δεν έχουν όλες βαρύνουσα μοίρα και ξεχωριστή ταυτότητα. Ποιο ήταν το πρόσωπο της γενιάς που διήνυε την εφηβεία της κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης; Η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, οι ταραγμένες μετεμφυλιακές δεκαετίες, ακόμη και το Πολυτεχνείο, αποτέλεσαν για εκείνη μύθους που δεν έζησε και δεν παρήγαγε. Τι της απέμεινε; Μα η γρήγορη κατανάλωση του αριστερόφρονου πνεύματος που κυριάρχησε μετά την πτώση της χούντας, το οποίο θα αρχίσει να υποχωρεί ραγδαία από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν στην ελληνική κοινωνία θα επικρατήσουν ο πανίσχυρος κρατισμός και η όλο και πιο επίμονη εδραίωση του ατομικισμού.

Η γενιά που ενηλικιώθηκε στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης είναι μια γενιά χωρίς δραματικούς προσανατολισμούς. Απούσα από τα μείζονα γεγονότα της μεταπολεμικής εποχής, θα βιώσει μια σύντομη επαναστατική νιότη, για να παρακολουθήσει εν συνεχεία αδρανής, μαζί με παλαιότερους και νεότερους, ό,τι μας οδήγησε στο σήμερα. Την ιστορία αυτής της παροδικής ανάτασης, από τη σκοπιά μιας πολιτικής παράταξης που δεν πίστεψε τόσο στην επανάσταση όσο στη μεταρρύθμιση, θα ξετυλίξει η Αγγέλα Καστρινάκη στο αφήγημά της Και βέβαια αλλάζει! όπου μιλάει για τα μαθητικά της χρόνια από τις απαρχές της κατάρρευσης της χούντας, το 1973, έως και τη στιγμή κατά την οποία θα γίνει 18 ετών, το 1979.
Η αφήγησή της συνδυάζει την αυτοβιογραφία και το προσωπικό ημερολόγιο με το καθημερινό πολιτικό χρονικό, τη μυθοπλασία και τη μαρτυρία (στη δράση παρεμβαίνουν συχνά οι φωνές φίλων και συναγωνιστών). Εκείνο που κυριαρχεί εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο μια έφηβη από καλό ιδιωτικό σχολείο ξεκινάει να ψελλίζει τα πολιτικά συνθήματα και την ιδεολογία της Ανανεωτικής Αριστεράς: από τον δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό έως την πάλη στο εσωτερικό των θεσμών και την ενωμένη Ευρώπη. Ο τόνος της έμφασης, παρ’ όλα αυτά, δεν πέφτει στην ιδεολογία και στην πολιτική αλλά στο ειδικό βάρος που θα αποκτήσει ο δεσμός προσωπικού και πολιτικού σε μια γενιά που θέλει να διεκδικήσει και να διαφυλάξει ως κόρην οφθαλμού την πίστη στις ατομικές ελευθερίες, πηγαίνοντας κόντρα στην παραδοσιακή αριστεροφροσύνη. Το ατομικό θα παραμείνει ύποπτο σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα συλλογικών οραμάτων, ενώ λίγο αργότερα θα καταλήξει στην άγρια ιδιώτευση.
Η επιτυχία της Καστρινάκη έγκειται στο ότι δεν συζητάει για την αξία ή την απαξία του ατομικού εν γένει αλλά για την αγωνία της παραδοχής του σε ένα σχεδόν τυφλό πολιτικό περιβάλλον όπου και το συλλογικό θα παραμείνει εν πολλοίς ασαφές και απροσδιόριστο. Το άλλο προσόν του βιβλίου είναι ότι καταφέρνει να γίνει πολύ προσωπικό, διεκτραγωδώντας μεταξύ άλλων τις πρώτες ερωτικές περιπέτειες της ηρωίδας, χωρίς να προδώσει ποτέ τη δομή της αίσθησης του καιρού του (για να θυμίσω έναν όρο του Ρέιμοντ Γουίλιαμς). Και τούτο ακόμη και αν το βλέμμα και η οπτική γωνία της αφήγησης ανήκουν σε μια συλλογικότητα που δεν κατόρθωσε παρά σπανίως να βρει τη διέξοδο προς ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο. Η Καστρινάκη μάς κερδίζει όχι γιατί αναπαράγει αυτοβιογραφικά κάποιες από τις συλλογικότητες της Μεταπολίτευσης αλλά επειδή διασώζει το momentum μιας καθοριστικής μετάβασης –έστω κι αν η γενιά της, που είναι και η δική μου γενιά, δεν υπήρξε τίποτε περισσότερο από μεταβατική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ