Παναγιώτης Τσακόπουλος
Αναγνώσεις της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής
Mετάφραση αποσπασμάτων στα αγγλικά: Κατερίνα Καλούλη.
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, 2014,
σελ. 672, τιμή 35 ευρώ

«Η μη κοινοποίηση του προσωπικού αρχιτεκτονικού έργου των καθηγητών της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ προς τους φοιτητές τους, σύμφωνα με τον Ν. Καλογερά, αποτελούσε ήδη από τη δεκαετία του 1950 πάγια αρχή και οφείλεται εν πολλοίς στη στάση του Παναγιώτη Μιχελή», ενώ «η απασχόληση των Ν. Βρατσάνου και Σ. Γυφτόπουλου στο Γραφείο Τομπάζη μπορεί να παραβληθεί με τον ρόλο των νεαρών αρχιτεκτόνων Β. Γρηγοριάδη, Ι. Ρίζου και Ι. Βικέλα που γύρω στο 1960 στελεχώνουν τα γραφεία των Βουρέκα και Καψαμπέλη». Επίσης, σύμφωνα με τη διαπίστωση του καθηγητή James Speyer στη διάρκεια της «ελληνικής περιόδου» του (1957-59) η επιρροή του Λε Κορμπιζιέ στον τόπο μας σχετίζεται με το ότι «το ελληνικό ταμπεραμέντο ταίριαζε περισσότερο με την αρχιτεκτονική του Λε Κορμπιζιέ παρά με τον πουρισμό του Μις».

Πρόκειται για ενδεικτικές μόνο αλλά ερεθιστικές παρατηρήσεις που διαβάζει κανείς στο εντυπωσιακό σε όγκο και περιεχόμενο βιβλίο του Π. Τσακόπουλου και στις «αναγνώσεις» του 60 ετών σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Το πρώτο μέρος του βιβλίου επεξεργάζεται δέκα περίπου θεματικές κριτικής σύνθεσης της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής, ενώ το δεύτερο περιέχει 18 μονογραφίες ελλήνων αρχιτεκτόνων ή ομάδων.
Ωστόσο, κάθε βιβλίο αυτού του είδους έχει μια αιτιολογία εκκίνησης που αποτελεί και το γενεσιουργό μυστικό του: ο συγγραφέας ασχολείται ήδη από τις αρχές του 2000 με την κριτική κατανόηση της ελληνικής μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής μέσα από τις σελίδες του περιοδικού «Ελληνικές Κατασκευές» με τρόπο αθόρυβο αλλά όπως αποδεικνύεται ουσιαστικό. Οι μονογραφίες που δημοσίευσε όλα αυτά τα χρόνια στο περιοδικό αποτελούν και τον σκελετό του βιβλίου, που όμως είναι κάτι πολύ περισσότερο από άθροισμα ήδη γνωστών κειμένων.
Ο Τσακόπουλος επισήμανε από την αρχή έναν χώρο στον οποίο αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να εργαστεί αποτελεσματικά: τον χώρο μιας «μικροϊστορίας» αρχιτεκτόνων γνωστών αλλά όχι ιδιαίτερα προβεβλημένων από τα περιοδικά και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής. Στο τέλος του 20ού αιώνα είχαν ήδη πραγματοποιηθεί σημαντικές εκθέσεις για την ελληνική αρχιτεκτονική στο εξωτερικό (μεταξύ των οποίων εκείνη του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής στη Φρανκφούρτη, 1999) οι οποίες διατύπωναν τα «μεγάλα αφηγήματα» και κωδικοποιούσαν αμετάκλητα το αξιολογικό πλαίσιο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής. Παράλληλα, περιοδικά όπως τα «Αρχιτεκτονικά Θέματα» υιοθετούσαν, στο περιορισμένο πλαίσιο μιας ετήσιας έκδοσης, επιλογές που σίγουρα άφηναν περιθώριο για άλλες συμπληρωματικές προσεγγίσεις και διεύρυνση της οπτικής. Ετσι ο συγγραφέας, με μέθοδο, σεμνότητα, υπομονή και έναν ισχυρό μεγεθυντικό φακό, άρχισε να οικοδομεί μιαν «ελάσσονα ιστοριογραφία» και να αναδεικνύει το έργο αρχιτεκτόνων υποστηρίζοντάς το πειστικά από την άποψη της κριτικής ανάλυσης.
Το βιβλίο, με δόκιμη ελληνική γλώσσα και επίσης με πλούσια αλλά ενίοτε δυσανάγνωστη εικονογράφηση, ουσιαστικά αποδομεί την ιδέα της ενιαίας αφήγησης και εισάγει μιαν αντίληψη μεταμοντέρνας αποσπασματικότητας, ως ένα είδος πολυθεματικού «φακέλου με δοκίμια» που όμως δεν απομακρύνεται από τον βασικό αφηγηματικό στόχο. Σε αυτό το φαινομενικά ετερογενές παλίμψηστο υπάρχει η αίσθηση ότι ο συγγραφέας «προσπαθεί να τα πει όλα», αλλά στην περίπτωση αυτή τούτο ενισχύει την αξία του βιβλίου. Οι πρωταγωνιστές του Τσακόπουλου παρουσιάζουν ειδολογικές, ιδεολογικές και ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους: ανάμεσά τους είναι, μαζί με τον Γιάννη Δεσποτόπουλο ή τον Κωνσταντίνο Δεκαβάλλα, αρχιτέκτονες λιγότερο «γνωστοί», όπως ας πούμε ο Αντώνης Γεωργιάδης, ο Γιάννης Κανετάκης, ο Τάκης Εξαρχόπουλος ή ο Ηλίας Βενέρης. Με τον τρόπο αυτόν ο συγγραφέας, ως ένα είδος «αντιστάρ» της κριτικής, επιχειρεί την αποκάλυψη μιας νέας και κατά κάποιον τρόπο «κρυμμένης» ανθρωπογεωγραφίας της ελληνικής αρχιτεκτονικής χωρίς να του λείπουν η εντιμότητα αλλά και το θάρρος της γνώμης και η διακριτική οξύτητα της άποψης, όταν η περίσταση το επιβάλλει.
Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες και χρήσιμες «εμμονές» του Τσακόπουλου είναι η ενασχόλησή του με ζητήματα όπως π.χ. η διδασκαλία της αρχιτεκτονικής στις ελληνικές σχολές αρχιτεκτόνων· επίσης, ο σχολιασμός του ελληνικού κριτικού λόγου για την αρχιτεκτονική και η σαφής και ενίοτε τολμηρή διατύπωση μιας «ιστορίας της κριτικής» όπου ακόμη και οι «παραλείψεις» του είναι ηθελημένες και συνειδητές, όχι προϊόν άγνοιας. Γιατί ο συγγραφέας αποδεικνύει σε αυτή τη μελέτη ότι κατέχει σχολαστικά τη σύγχρονη ελληνική βιβλιογραφία και την έχει αξιοποιήσει παραδειγματικά μέσω της δικής του κριτικής επεξεργασίας.
Γενικότερα, ωστόσο, το γεγονός ότι οι ερευνητές αρχίζουν να αποκτούν «εμμονές» είναι ενδεικτικό της ωριμότητας της ελληνικής αρχιτεκτονικής έρευνας, παράλληλα με το γεγονός ότι ειδικά οι νεότεροι αναπτύσσουν μιαν ερευνητική δραστηριότητα αποστασιοποιημένοι σε μεγάλο βαθμό από τρόπους ανάγνωσης και κριτικές προσεγγίσεις του προηγούμενου αιώνα. Τούτο φάνηκε πιο καθαρά στο πρόσφατο Συνέδριο Ιστορίας της αρχιτεκτονικής που πραγματοποιήθηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (Μάιος 2014) όπου η μονογραφική προσέγγιση είχε ισχυρό ρόλο, καθώς τοποθέτησε στο κέντρο των ενδιαφερόντων της αρχιτέκτονες όπως ο Δεσποτόπουλος, ο Κανδύλης ή ο Δοξιάδης. Για τον πρώτο μάλιστα, ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου συνεχίζει την «έμμονη» εξερεύνησή του με την οργάνωση μιας ημερίδας που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις αρχές του προσεχούς Δεκεμβρίου.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο-αρχειακό εγχειρίδιο του Τσακόπουλου μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για τα στοιχεία που καταγράφει όσο και επειδή εμπλουτίζει τη ματιά μας για την ελληνική αρχιτεκτονική, τροφοδοτώντας μας με νέα γνώση και νέες κριτικές αμφιβολίες.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ